Το μεγαλύτερο αλώνι της περιοχής στη κορυφή ενός λόφου λίγο έξω από τη Σπάρτη, αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας ενός ιδιαίτερου, δίχως συγκεκριμένη χρήση, κτιρίου.
Το πλαίσιο του σχεδιασμού διαμορφώθηκε από την ανάγκη του 3ης γενιάς Έλληνα ιδιοκτήτη να γυρίσει στον τόπο καταγωγής του και να βιώσει κάθε που έρχεται η εποχή του λιωμαζέματος τη διαδικασία συλλογής των καρπών από τα δέντρα του για να μοιραστεί με την οικογένεια και τους φίλους του το παραγόμενο ελαιόλαδο.
Το μικρό κτίριο, δεν αποτέλεσε τον πυρήνα του σχεδιασμού αλλά τμήμα ενός ευρύτερου χειρισμού σύγχρονων αποτυπωμάτων στο τοπίο, σε σχέση με το παλιότερο κυκλικό του αλωνιού.
Πολλαπλοί σχηματισμοί με αφετηρία την είσοδο του οικοπέδου αναπτύσσονται σε τεθλασμένες γραμμές με τη μορφή αναλημματικών τοίχων, υλικών δαπέδου και φύτευσης και προσεγγίζουν το αυστηρό γεωμετρικό κυκλικό στοιχείο.
Το κτίριο αναπτύσσεται γύρω από δύο ορθογωνικούς όγκους ως μετάβαση από το αυστηρό σχήμα του αλωνιού στις πιο ελεύθερες γραμμικές δομές. Ο προσανατολισμός των δύο όγκων του κτιρίου προστατεύει τον χώρο της πέργκολας από τους βορινούς ανέμους όπως αυτή αναπτύσσεται ορθοκανονικά, στραμμένη προς τον κάμπο και τα ελαιόδεντρα.
Οι χώροι κίνησης και στάσης σχηματοποιούνται έντονα, με τον χώρο της πέργκολας να αποτελεί τον πιο ισχυρό χώρο στάσης ειδικά τις ημέρες συλλογής των ελαιόκαρπων με τη φωτιά στην εξωτερική εστία.
Το κτίριο είναι ισόγειο, μόνο 49,44 m², και η έμφαση δίνεται μόνο στην εξωτερική του μορφή, μιας και αποτελεί κτίριο υποστήριξης των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στο οικόπεδο.
Τεχνολογίες κατασκευής & επιλογή υλικών
Οι συμβατικές και παραδοσιακές επιλογές τυπολογιών και υλικών (κεραμοσκεπή, πέτρα, ξύλινη πέργκολα) σε συνδυασμό με τους αρχιτεκτονικούς χειρισμούς είχαν στόχο τη δημιουργία μίας σύνθεσης χωρίς χρονολογική κατηγοριοποίηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σημείο αφετηρίας- το αλώνι.
Χρησιμοποιήθηκε πέτρα από την Καστάνιτσα Αρκαδίας, μία πέτρα δύσκολη στη διαμόρφωση που όμως δίνει ακριβώς την αίσθηση του «σκισίματος» της πέτρας οριζόντια. Για τα ανοίγματα τοποθετήθηκαν εσωτερικά της λιθοδομής μεταλλικές διατομές ως πρέκια ενώ ως οπτικά πλαίσια (λαμπάδες) χρησιμοποιήθηκαν τσιμεντοσανίδες τονίζοντας το πάχος της λιθοδομής και δημιουργώντας αντίθεση με την αδρή επιφάνεια της λιθοδομής . Τα κουφώματα είναι ξύλινα με διπλούς υαλοπίνακες και η κεραμοσκεπή με ρωμαϊκά κεραμίδια. Δόθηκε έμφαση στην ελαχιστοποίηση των θερμικών απωλειών του κτιρίου, τοποθετώντας στο έδαφος, στο εσωτερικό της λιθοδομής και τη στέγη εξηλασμένη πολυστερίνη 10 cm. Έτσι τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα η θερμοκρασία είναι ανεκτή χωρίς την απαίτηση θέρμανσης ή ψύξης ακόμα κι αν το κτίριο έχει παραμείνει κλειστό για μήνες.
Για το εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο απαίτησης ψύξης ή θέρμανσης τοποθετήθηκαν πολύ μικρές κλιματιστικές μονάδες ενώ το ζεστό νερό χρήσης προέρχεται από ηλεκτρικό boiler.

Σε έναν από τους πιο όμορφους πεζοδρόμους της πόλης των Ιωαννίνων, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, σε μια γειτονιά όπου μόλις πριν από έναν αιώνα η ελληνική, η μουσουλμανική και η εβραϊκή κοινότητα έδιναν μέσα από τη συνύπαρξή τους άρωμα πολυπολιτισμικότητας και μητροπολιτικής αρχοντιάς, η παλιά διώροφη κατοικία ανακατασκευάζεται και μετατρέπεται σε ένα boutique ξενοδοχείο, προσφέροντας ένα νέο χώρο φιλοξενίας. Βασική σχεδιαστική αρχή αποτέλεσε η ανάδειξη της ιστορικότητας του κτιρίου εσωτερικά και εξωτερικά, σε συνδυασμό με τις ανάγκες και τη λειτουργικότητα ενός σύγχρονου καταλύματος, που προσφέρει την εμπειρία της διαμονής στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Το κτίριο είναι κατασκευασμένο σε 2 διακριτές χρονικές φάσεις. Η πρώτη αφορά το κυρίως κτίριο, χτισμένο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (περίπου το 1917 σύμφωνα με μαρτυρίες), και η δεύτερη φάση αφορά σε μεταγενέστερες προσθήκες.
Η συνολική επιφάνεια του κτιρίου ανέρχεται σε 445 m², τα οποία διαμοιράζονται σε 4 στάθμες. Στο υπόγειο συγκεντρώνονται όλοι οι βοηθητικοί χώροι και ο χώρος του πρωινού, ενώ στους υπόλοιπες 3 στάθμες αναπτύσσονται τα 8 δωμάτια, με το χώρο υποδοχής να βρίσκεται στο ισόγειο. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου βρίσκεται η αυλή του κτιρίου, η οποία φιλοξενεί το παρασκευαστήριο και διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο αναψυχής και χαλάρωσης.
Βασικές αρχές κατασκευής
Η επιλογή των κατασκευαστικών υλικών (πέτρα, μωσαϊκό, μάρμαρο, ξύλο) έγινε με απόλυτο γνώμονα το σεβασμό στη γιαννιώτικη παραδοσιακή αρχιτεκτονική και στην ιδιαίτερη ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Κάστρου. Βασικό στόχο αποτέλεσε η ανάδειξη των νεοκλασικών του στοιχείων του κτιρίου και η διατήρηση του χαρακτήρα του μέσα από το πρίσμα ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Οι μεταγενέστερες προσθήκες του κτιρίου, που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση λόγω του πρόχειρου της κατασκευής, αποξηλώθηκαν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους και κατασκευάστηκαν εκ νέου, διατηρώντας την αρχική γεωμετρία, τηρώντας ταυτόχρονα και τις προδιαγραφές που ορίζει το διάταγμα του ιστορικού κέντρου των Ιωαννίνων.
Η στατική επάρκεια του κτιρίου ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της αποκατάστασης, καθώς το εσωτερικό του έπρεπε να αποξηλωθεί εξολοκλήρου, σε αρκετά τμήματα δεν βρέθηκαν καθόλου θεμέλια, ενώ μεγάλες ρωγμές υπήρχαν σε αρκετά σημεία και κυρίως στις γωνίες.
Λόγω του περιορισμένου χώρου αλλά και των κατασκευαστικών δυσκολιών, η σύμμεικτη κατασκευή του φέροντα οργανισμού κρίθηκε η καταλληλότερη. Έτσι το υπόγειο ενισχύθηκε με εσωτερικά τοιχία από οπλισμένο σκυρόδεμα δημιουργώντας παράλληλα και τη βάση του νέου μεταλλικού σκελετού. Ο φέρον μεταλλικός σκελετός υπολογίστηκε έτσι ώστε σε περίπτωση σεισμού οι ανοχές μετακίνησης που είχε να είναι τέτοιες που να μην επηρεάσουν την πέτρινη εξωτερική τοιχοποιία.
Η πέτρινη φέρουσα τοιχοποιία του κυρίως κτιρίου ενισχύθηκε με τις κατάλληλες μεθόδους και όπου κρίθηκε απαραίτητο αποκαλύφθηκε, επαναφέροντας έτσι την όψη στην αρχική της μορφή. Όπου έμεινε εμφανής καθαρίστηκε και αρμολογήθηκε σε βάθος, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα ενισχύθηκε με πλέγμα και επιχρίστηκε. Βασικό ρόλο έπαιξαν οι επεμβάσεις με ελκυστήρες για το δέσιμο των γωνιών, αλλά και ολόκληρης της τοιχοποιίας. Τέλος απαραίτητη κρίθηκε η κατασκευή διαζώματος από οπλισμένο σκυρόδεμα στη στέψη του κτιρίου.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου χωρίς αυτό να αλλοιώσει το χαρακτήρα του. Το κυρίως κτίριο θερμομονώθηκε εσωτερικά, ενώ οι προσθήκες λόγω και της κατασκευής τους ήταν εύκολο να θερμομονωθούν εξωτερικά. Τα κουφώματα αντικαταστάθηκαν με νέα ξύλινα ενεργειακά με διπλούς υαλοπίνακες. Τέλος η θέρμανση, η ψύξη και το ΖΝΧ των χώρων γίνεται με αντλίες θερμότητας.
Η εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση αναπτύχθηκε με σεβασμό στο βασικό δομικό κέλυφος, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα μεγάλα εσωτερικά ύψη των ορόφων και με στόχο την καλύτερη δυνατή εγκατάσταση της νέας χρήσης, έγινε ανακατανομή των ορόφων. Η νέα χωροθέτηση οδήγησε στη δημιουργία διαφορετικών τύπων δωματίων. Στην κύρια όψη του κτιρίου επαναφέρεται η μία αρχική είσοδος, καταργώντας τις δύο που είχαν προκύψει από μεταγενέστερες ανάγκες.
Ο χώρος υποδοχής
Στο χώρο υποδοχής καθώς και σε όλους τους κοινόχρηστους διαδρόμους επιλέγεται η χρήση της σκακιέρας στο δάπεδο, από πλακίδια απομίμησης λευκού και μαύρου μαρμάρου, αξιοποιώντας μια συνειδητή αναφορά στο παρελθόν. Η κυψελωτή κατασκευή στην οροφή σηματοδοτεί το χώρο και σε συνδυασμό με τις κατάλληλες επιλογές φωτισμού διαμορφώνεται ένας χώρος λιτός, οικείος και διαχρονικός.
Η παλιά ξύλινη σκάλα του κτιρίου αντικαταστάθηκε με νέα ξύλινη, ενώ νέο μεταλλικό γραμμικό κιγκλίδωμα τοποθετήθηκε, σε αποχρώσεις μαύρου και χρυσού.
Τα δωμάτια
Αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το φυσικό φωτισμό και αερισμό των υπαρχόντων ανοιγμάτων και με γνώμονα τις απαιτήσεις ενός νέου καταλύματος, τα δωμάτια σχεδιάζονται για να προσκαλέσουν τον επισκέπτη σε μια σύγχρονη εμπειρία κατοίκησης σε ένα παραδοσιακό τμήμα της πόλης. Αν και το κάθε δωμάτιο αποτελεί ξεχωριστή ενότητα επιλέγεται ένα γενικό ύφος σχεδιασμού που συνδιαλέγεται ανάμεσα στη σύγχρονη λιτή πολυτέλεια και στην ιστορικότητα του κτιρίου.
Οι αδρές επιφάνειες της εμφανούς λιθοδομής καθώς και της επένδυσης με τουβλάκι σε κάποιους τοίχους, έρχονται σε αντίθεση με τα πιο ζεστά υλικά όπως το ξύλο από δρυ σε μαύρη απόχρωση ή απόχρωση καρυδιάς, που κυριαρχεί στις κατασκευές, τις χρυσές λεπτομέρειες σε διακοσμητικά, διαχωριστικά και φώτα καθώς και τις πιο ζεστές κατασκευές από ύφασμα.
Στο σύνολο των δωματίων επικρατούν οι γήινες αποχρώσεις σε ανοιχτόχρωμους κυρίως τόνους σε αντίθεση με το έντονο χαρακτηριστικό πετρόλ που επιλέγεται για τους κοινόχρηστους χώρους και σε κάποιους τοίχους δωματίου και λουτρού. Τα δύο δωμάτια στην τελευταία στάθμη του καταλύματος χαρακτηρίζονται από την επιβλητική εμφανή ξύλινη στέγη.
Η αυλή
Η διαμόρφωση του εξωτερικού αύλειου χώρου επιχειρεί την επαναφορά της παραδοσιακής ελληνικής πίσω κλειστής αυλής με τον απαραίτητο χώρο καθιστικού για τις ανάγκες του ξενοδοχείου. Η ανάδειξη των φυσικών υλικών, σε συνδυασμό με τη φύτευση ενός δέντρου σε κεντρικό σημείο της πίσω αυλής, καθώς και η επανατοποθέτηση του πέτρινου διακοσμητικού πηγαδιού, που είχε βρεθεί στην αυλή κατά τις εργασίες καθαρισμού, αποτέλεσαν μια σύγχρονη ερμηνεία υπαίθριου χώρου συγκέντρωσης και αναψυχής.
Ο φωτισμός που επιλέχθηκε τόσο για το εσωτερικό, όσο και για το εξωτερικό του κτιρίου αναδεικνύει το χώρο, δημιουργώντας μια αίσθηση λιτής πολυτέλειας, τονίζοντας ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του νεοκλασικού και την ιστορικότητα που ένα τέτοιο επιβλητικό κτίριο μεταφέρει στο χώρο και στο χρόνο.

 

 

Στην περιοχή της Βικτώριας, το κατάστημα "Patiris" αποτελεί σημείο αναφοράς εδώ και δεκαετίες. Στo πλαίσιο της ανανέωσης και της προώθησης νέων υλικών, το κατάστημα αλλάζει συχνά πρόσωπο. Στην παρούσα φάση, η μελέτη που ανατέθηκε στο γραφείο δεν αφορούσε κάποιον χώρο του καταστήματος ανοιχτού στο κοινό, αλλά στον επανασχεδιασμό ενός πιο ιδιωτικού χώρου: του γραφείου του ιδιοκτήτη της επιχείρησης, στο πατάρι του καταστήματος.
Πρόκειται για έναν χώρο που προορίζεται για συναντήσεις με συνεργάτες, προβλέπει επιπλέον θέσεις εργασίας, και μπορεί να απομονωθεί όταν αυτό είναι επιθυμητό. Σημαντική παράμετρος: η οργάνωση των πολλαπλών καταλόγων και δειγμάτων, ώστε να είναι εύχρηστα σε καθημερινή βάση. Πάνω απ’ όλα όμως, ζητήθηκε μια πρόταση για έναν ευχάριστο, φωτεινό, και ήσυχο χώρο εργασίας.
Επιλέχθηκε το λευκό, ως γενικό φόντο για δύο λόγους: ώστε να φωτιστεί ο χαμηλοτάβανος χώρος, αλλά και να τονιστούν τα διαφορετικά χρώματα λεπτομερειών: είτε μαύρα κουφώματα & φωτιστικά, είτε υλικά που εκτίθενται περιοδικά για τη σύνθεση moodboards. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν υλικά της εταιρείας (δάπεδο, υλικό επικάλυψης γραφείου), αλλά έγιναν και εφαρμογές άλλων υλικών που το κατάστημα προωθεί στα έργα του.

Η μελέτη και η κατασκευή του καταστήματος "Bonstato", συνέπεσε χρονικά με τη γενική, παγκόσμια καραντίνα. Αν και θα αποτελούσε τη βάση για μια νέα επιχείρηση με διαδικτυακή, κυρίως, λειτουργία, δόθηκε σημασία και στη "φυσική" του παρουσία σε μια τυπική, εμπορική γειτονιά της Νέας Σμύρνης.
Τα δεδομένα ήταν δύο: η αξιοποίηση του μικρού χώρου για την οργάνωση, προβολή και πώληση επιλεγμένων προϊόντων, και η προσαρμογή του σχεδιασμού στον προϋπολογισμό κατασκευής.
Οι αρχιτέκτονες, μην έχοντας τη δυνατότητα να επέμβουν ουσιαστικά στο κέλυφος και στην όψη του καταστήματος, εστίασαν στην εσωτερική διαρρύθμιση και συγκεκριμένα, στο σχεδιασμό ενός επίπλου που να λειτουργεί σαν ένα δεύτερο κέλυφος, σαν μια αρχιτεκτονική μακέτα κλίμακας 1:1 από ξύλο εντός του χώρου.
Το έπιπλο καταλαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις δύο αντικρυστές πλευρές του εσωτερικού του καταστήματος, οι οποίες γεφυρώνονται αψιδωτά στην οροφή. Για τον κορμό του χρησιμοποιήθηκε μελαμίνη σε απόχρωση ξύλου -ώστε να αποδοθεί η ιδέα της ‘μακέτας’-, ενώ μια χρωματική παλέτα επενδύει τα ράφια και τα συρτάρια του, υποστηρίζοντας το εταιρικό λογότυπο. Καθώς η βιτρίνα είναι -εσκεμμένα- σχεδόν ανύπαρκτη στο σχεδιασμό, οι πτυχώσεις και τα χρώματα του επίπλου γίνονται άμεσα αντιληπτά από το δρόμο, αναδεικνύοντας το εμπόρευμα και προσκαλώντας τους περαστικούς.

 

Γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής Πατρών το 2008. Παράλληλα με τις σπουδές του, εργάστηκε σε projects των Griik Architects, Divercity Architects, Θεοκλή Καναρέλη και άλλων.
Ακολούθως, την περίοδο 2011-2012 με έδρα την Αθήνα, ασχολήθηκε με την ανάπτυξη αρχιτεκτονικού έργου στον αεροπορικό τομέα στη Νιγηρία. Το 2012 στράφηκε σε projects εξοχικών κατοικιών, ξενοδοχείων και καταστημάτων, κυρίως στην περιοχή της Λακωνίας στη Μάνη, το Μυστρά και τον Πάρνωνα. Έργα του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπες και ψηφιακές εκδόσεις, καθώς και σε εκθέσεις αρχιτεκτονικού έργου στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο τρόπος που προσεγγίζει την αρχιτεκτονική είναι μία εξερεύνηση της βιωματικής έκφρασης των μορφών και των υλικών κατασκευής μέσα στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Συγχρόνως, δίνει έμφαση στη χρήση νέων τεχνολογιών κατά τη διαδικασία μελέτης και κατασκευής, τόσο στο φυσικό, όσο και ψηφιακό περιβάλλον.

Για ενίσχυση της ηχομόνωσης μεταξύ πλευρικών χωρισμάτων μονού ή διπλού σκελετού, ανάμεσα στις γυψοσανίδες τοποθετείται ηχομονωτικό υλικό, όπως πετροβάμβακας ή υαλοβάμβακας, ενώ οι στρωτήρες και οι ορθοστάτες που είναι τοποθετημένοι περιμετρικά της τοιχοποιίας σφραγίζονται με αφρώδη αυτοκόλλητη ηχομονωτική ταινία. Το ηχομονωτικό υλικό, εφάπτεται επάνω στις πλάκες των πετασμάτων και στηρίζεται επάνω στο σκελετό. Εάν απαιτείται ισχυρότερη στερέωση (π.χ. του παπλώματος υαλοβάμβακα), επιδιώκεται στήριξη και στην εσωτερική όψη του πετάσματος με ειδικό πλέγμα ή πλατυκέφαλα καρφιά. Στις συνδέσεις (τύπου Τ) μεταξύ πλευρικών χωρισμάτων συνιστάται η δημιουργία κατασκευαστικής ασυνέχειας του κόμβου με διακοπτόμενη διάστρωση και σύνθεση ορθοστατών, καθώς βελτιώνει το ηχομονωτικό αποτέλεσμα.

ΣΕ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ
Τα πλεονεκτήματα μιας μικρότερης κουζίνας, όπως είναι η εξοικονόμηση χώρου, η εργονομία κατά το μαγείρεμα λόγω της εγγύτητας των επί μέρους στοιχείων της και το χαμηλότερο κόστος κατασκευής, οδηγούν πολλούς ιδιοκτήτες να προτιμήσουν μια μικρότερη κουζίνα, ακόμη και αν δεν έχουν ιδιαίτερο περιορισμό χώρου.

 

Το υδάτινο στοιχείο αποτελεί ένα επιπλέον κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Υπό μορφή λίμνης έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με το χώρο πρόχειρου καθιστικού, στη συνέχεια εκτείνεται προς τον κήπο, δημιουργεί το χώρο πισίνας και καταλήγει σε μορφή παραλίας προς τον πλακοστρωμένο χώρο.
Φωτογραφία: Γιώργος Μεσσαριτάκης

Τα μεγάλα συρόμενα κουφώματα ενοποιούν οπτικά τον εσωτερικό με τον εξωτερικό χώρο.
Φωτογραφίες: Γιώργος Μεσσαριτάκης

Το ξύλινο δάπεδο που περιβάλλει τμήμα της πισίνας εξελίσσεται σε προβλήτα που συνδέει νοητά το τεχνητό υδάτινο στοιχείο με το φυσικό.
Φωτογραφίες: Γιάννης Κανδυλάκης

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.