Σε αντίθεση με την αδρή υφή των τοιχοποιιών και των οροφών, το δάπεδο του loft έχει μια πιο λεία υφή από πατητό τσιμεντοκονίαμα, όπου η χάραξη έντονων γεωμετριών και η χρωματική εναλλαγή τους λειτουργεί σαν μια δοκιμή μιας διάταξης των χρήσεων, που έχει αντιστραφεί σαν "σκιά" σε επιφάνειες και αντικείμενα.
Φωτογραφίες: Studiovd.gr, Nikos Vavdinoudis - Christos Dimitriou
Το κτίριο διατάσσεται στο οικόπεδο σε σχήμα Γ, πλησιάζοντας το δρόμο, ώστε να ελευθερωθεί ο μέγιστoς ιδιωτικός χώρος στην εσωτερική πλευρά του οικοπέδου για τη δημιουργία κήπου και πισίνας.
Η εσωστρεφής, κλειστή και μυστηριώδης εικόνα που εισπράττει κανείς πλησιάζοντας το κτίριο από το δρόμο ανατρέπεται εντελώς κατά την είσοδο στην κατοικία, όπου κυριαρχεί η διαφάνεια, η οπτική επαφή με τον ουρανό μέσω του διαφώτιστου οροφής και η διαμπερότητα προς τον κήπο.
Στο επίπεδο του ισογείου διατάσσονται ο χώρος εισόδου με βεστιάριο και wc ξένων, η κουζίνα, η τραπεζαρία και οι χώροι κυρίως και πρόχειρου καθιστικού. Κεντρικά στον όροφο του κτιρίου βρίσκεται το καθιστικό της οικογένειας και εκατέρωθεν δύο πτέρυγες, που περιλαμβάνουν η κάθε μία ένα μεγάλο κυρίως υπνοδωμάτιο με βεστιάριο και λουτρό, καθώς και ένας ξενώνας. Στο υπόγειο της κατοικίας υπάρχει ευρύχωρος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι της κατοικίας, χώρος home cinema και γυμναστηρίου.
Κύριο συνθετικό χαρακτηριστικό της κάτοψης είναι η κυκλική διάταξη των χώρων γύρω από τον κεντρικό διαμπερή άξονα που συνδέει την είσοδο της κατοικίας με τον κήπο και πλαισιώνεται εκατέρωθεν από την κατακόρυφη επικοινωνία, τον ανελκυστήρα και την ελεύθερη γραμμική σκάλα.
Η στρατηγική τοποθέτηση των λιγοστών εσωτερικών χωρισμάτων στο επίπεδο του ισογείου επιτρέπει το σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών σε μία κατά τα άλλα ενιαία, ανοιχτή και διαμπερή κάτοψη. Τα εντυπωσιακά μεγάλα συρόμενα εξωτερικά κουφώματα ενοποιούν οπτικά τον εσωτερικό με το στεγασμένο εξωτερικό χώρο, τον κήπο και την πισίνα. Εσωτερικοί κινούμενοι τοίχοι και εξωτερικές μπαλκονόπορτες σύρονται και ενίοτε εξαφανίζονται σε ειδικά διαμορφωμένες εσοχές, ενισχύοντας τον ανοιχτό χαρακτήρα της κάτοψης και ταυτόχρονα προσφέρουν άπλετες εναλλακτικές χρήσης των εκάστοτε χώρων στους κατοίκους.
Το υδάτινο στοιχείο αποτελεί ένα επιπλέον κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Υπό μορφή λίμνης έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με το χώρο πρόχειρου καθιστικού, στη συνέχεια εκτείνεται προς τον κήπο, δημιουργεί το χώρο πισίνας και καταλήγει σε μορφή παραλίας προς τον πλακοστρωμένο χώρο.
Μορφολογικά το κτίριο δίνει την εντύπωση ότι αποτελείται από την σταυρωτή εναπόθεση δύο μεγάλων λαξευμένων μονολιθικών όγκων, ισορροπημένων αυστηρά ο ένας πάνω στον άλλο. Από την αλληλοκάλυψη των όγκων αυτών προκύπτουν στεγασμένοι εξωτερικοί χώροι κυκλοφορίας ή διημέρευσης, σε άμεση επαφή με τον κήπο και την πισίνα. Εκατέρωθεν του κτιρίου και εντός των πλαγίων αποστάσεων του οικοπέδου κατασκευάζονται μεταλλικές πέργκολες, πλήρως ενταγμένες στο μορφολογικό σύνολο του κτηρίου. Οι κυβιστικοί όγκοι της ανωδομής σκίζονται σε οριζόντια και κάθετη επιφάνεια από στοχευμένες συνθετικά σχισμές, οι οποίες αποτελούν κυρίαρχο μορφολογικό στοιχείο και ταυτόχρονα προσδίδουν βάθος στις όψεις και δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι σκιάς και φωτός.
Το οικόπεδο βρίσκεται εκτός σχεδίου και εκτός ορίων του οικισμού Γερανίου Ρεθύμνου στη θέση Πετρές, μεταξύ αιγιαλού και βόρειου οδικού άξονα Κρήτης.
Αν και η ιδιοκτησία έχει συνολικά εμβαδόν 2.494,69 m2, λόγω περιορισμών ελάχιστων αποστάσεων μεταξύ αιγιαλού και πρωτεύοντος οδικού δικτύου, η περιοχή που επιτρέπεται η δόμηση είναι περιορισμένη και παράγωνη, καταλήγοντας σε ένα εμβαδό επιτρεπόμενης κάλυψης 73,52 m2. Η ιδιαιτερότητα αυτή, λειτούργησε καταλυτικά ώστε να βρεθούν διέξοδοι αρχιτεκτονικής έκφρασης, κρατώντας παράλληλα το κτιριολογικό πρόγραμμα μιας πολυτελούς τουριστικής έπαυλης.
Το τετράπλευρο της χάραξης και η δυναμική της οξείας γωνίας που το χαρακτηρίζει αποτέλεσαν τον κεντρικό κορμό της σύνθεσης του κτιρίου. Το σχήμα σηκώθηκε σε όγκο, τρυπήθηκε, επιμηκύνθηκε και επενδύθηκε, αποκτώντας πλαστικότητα ανάλογη των εσωτερικών λειτουργιών και χρήσεών του. Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές από ξύλο και πέτρα, ο κλειστός εξώστης και ο ημιυπαίθριος χώρος αποτέλεσαν τα βασικά συνθετικά εργαλεία.
Το κτίριο αποτελείται στο ισόγειο από τους κοινόχρηστους χώρους: καθιστικό με τζάκι, κουζίνα - τραπεζαρία, λουτρό (συνολικά 68,43 m2) και στον όροφο από τρία υπνοδωμάτια, το καθένα με το δικό του λουτρό, και κοινόχρηστες εξυπηρετήσεις, όπως πλυντήριο - στεγνωτήριο (συνολικά 78,94 m2).
Μορφολογική και λειτουργική συνέχεια της σύνθεσης του κτιρίου, αποτελεί ο περιβάλλων χώρος με τις χαράξεις και την οργάνωσή του. Το εσωτερικό κτιστό καθιστικό επεκτείνεται ως μια υπερυψωμένη ζώνη στην πισίνα, η οποία υλοποιείται σε σχήμα αντίστροφο του κτιρίου, χωρίζοντάς την έτσι σε κύρια και παιδική. Σε συνέχειά της ένα γραμμικό στοιχείο νερού, υποδέχεται τον επισκέπτη.
Το ξύλινο δάπεδο που περιβάλλει τμήμα της πισίνας εξελίσσεται σε προβλήτα που συνδέει νοητά το τεχνητό υδάτινο στοιχείο με το φυσικό.
Στον περιβάλλοντα χώρο οργανώνονται εξυπηρετήσεις κολύμβησης, υπαίθριο καθιστικό υπό καλαμωτή, χώρος στάθμευσης, αθλοπαιδιές και εκτεταμένες φυτεύσεις, τόσο καλλωπιστικών όσο και οπωροφόρων δέντρων. Εξέχουσα θέση κατέχει ένας βράχος που ξεχώρισε στις εκσκαφές του κτιρίου και τοποθετήθηκε σε κεντρικό σημείο του περιβάλλοντα χώρου.
Μεγάλη προσοχή δόθηκε στον αρχιτεκτονικό φωτισμό, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών χώρων, συμβάλλοντας στην σωστή λειτουργία και χρήση τους, αλλά και στην ανάδειξη των συνθετικών επιλογών.
Στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης ένας παλιός βιοτεχνικός χώρος αλλάζει χρήση και μετατρέπεται σε κατοικία. Η αρχιτεκτονική προσέγγιση οργανώθηκε μέσα από την "αταξία" της υφιστάμενης κατάστασης. Τη δεκαετία του 1960 στην πόλη επικρατούσε η κατασκευή των κτιρίων με δαιδαλώδεις κολώνες και πολλαπλούς άξονες, με καταμερισμένους χώρους και όχι αυτή των ανοικτών κατόψεων - χώρων - χρήσεων.
Στο συγκεκριμένο project στόχος ήταν η δημιουργία ενός χώρου κατοίκησης με ανοιχτή "open plan" κάτοψη, ο οποίος να περιλαμβάνει όλες τις σύγχρονες ανέσεις ενός διαμερίσματος χωρίς να αλλοιώνει τον αρχικά έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα του χώρου.
Το διεμπερές του χώρου και οι ανάγκες των χρηστών ήταν αυτά που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της κάτοψης.
Η μαύρη πόρτα από μέταλλο και γυαλί εισάγει τον χρήστη στο εσωτερικό. Μεγάλα, επίσης μεταλλικά, ανοίγματα βοηθούν το φυσικό φωτισμό να εισβάλει στο εσωτερικό ενώ οι επεξεργασμένες τοιχοποιίες και οροφές από αδρό σοβά ενισχύουν την αίσθηση της φωτεινότητας και της ενοποίησης των επιφανειών, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο τον ανοιχτό σε κινήσεις - ροές χώρο. Σε αντίθεση με την υφή των τοιχοποιιών και των οροφών το δάπεδο του loft έχει μια πιο λεία υφή από πατητό τσιμεντοκονίαμα, όπου η χάραξη έντονων γεωμετριών και η χρωματική εναλλαγή τους λειτουργεί σαν μια δοκιμή μιας διάταξης των χρήσεων, που έχει αντιστραφεί σαν "σκιά" σε επιφάνειες και αντικείμενα.
Η περιοχή της κουζίνας ανοιχτή στο χώρο και τοποθετημένη ανάμεσα σε στατικά στοιχεία (υποστυλώματα) του κτιρίου, επιτρέπει στο χρήστη να κινηθεί περιμετρικά της νησίδας - πάγκων εργασίας, ενώ είναι κατασκευασμένη από ανοξείδωτο χάλυβα (inox) και κόντρα πλακέ, υλικά με έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα. Ο χώρος του φαγητού "οριοθετείται" από τη γεωμετρία του δαπέδου, ενώ ο χώρος του ύπνου αποκτά την ιδιωτικότητά του με τη χρήση ενός υφάσματος, ακολουθώντας τη χάραξη μιας έλλειψης στην οροφή του διαμερίσματος.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στον υπαίθριο χώρο του loft. Θέλοντας να ενοποιηθεί οπτικά με τον εσωτερικό χώρο, χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια υλικά και χρωματισμοί σε τοιχοποιίες και δάπεδα.
Οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις τοποθετήθηκαν σε εξωτερικά κανάλια και σωληνώσεις, που τονίζουν το βιομηχανικό χαρακτήρα του χώρου, όπως επίσης και ο τεχνητός φωτισμός με τα έντονα γραμμικά στοιχεία από μαύρο αλουμίνιο.
Η νέα χρήση με αυτή τη σύγχρονη προσέγγιση έπρεπε να ισορροπήσει με την ιδιομορφία της δομής του κελύφους και την αρχική χρήση του κτιρίου.
Στον πρώτο όροφο διατάσσονται περιμετρικά οι χώροι γραφείων, το αναγνωστήριο - βιβλιοθήκη και το μικροβιολογικό εργαστήριο, αφήνοντας έναν κεντρικό χώρο 100 m2 ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, με ενίσχυση του φυσικού φωτισμού με κυκλικό κούφωμα οροφής (skylight).
Φωτογραφίες: Γιάννης Μανδάλας / Διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Έρευνας Μαστίχας Α.Ε.
Η κατοικία αποτελείται από πέντε προκατασκευασμένους όγκους, οι οποίοι συναρμολογήθηκαν και συνδέθηκαν μεταξύ τους, με προσεγμένο αρθρωτό σχεδιασμό, πριν την παράδοση στο χώρο του εργοταξίου. Η μόνωση, τα παράθυρα και το δάπεδο συναρμολογήθηκαν επίσης πριν από την αποστολή. Η μεταφορά αυτών των μονάδων αποδείχθηκε μία αρκετά μεγάλη πρόκληση, καθώς η διαδικασία περιλάμβανε προετοιμασία, συντονισμό και πλοήγηση σε επαρχιακούς δρόμους σε ιδιαίτερα κακές καιρικές συνθήκες.
Η κατασκευή ξεκίνησε τέλη καλοκαιριού πριν από την κατεδάφιση της ήδη υπάρχουσας κατοικίας, εξασφαλίζοντας ταχύτερους χρόνους, ώστε να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Η κατοικία, σχεδιασμένη με το όραμα της δημιουργίας ενός εξαιρετικά χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, χτίστηκε χρησιμοποιώντας τοπικά, βιώσιμα υλικά. Τα μεγάλα παράθυρα αποτυπώνουν την ομορφιά της φύσης σε όλο της το μεγαλείο και πλημμυρίζουν το εσωτερικό με φως, ενώ το φυσικό φως συμβάλλει στη μείωση του κόστους θέρμανσης και φωτισμού.
Η εξωτερική πρόσοψη σε φυσικό και μαύρο χρώμα έρχεται σε πλήρη αρμονία με το δασικό τοπίο. Το ξύλο που χρησιμοποιείται στους εσωτερικούς χώρους προσδίδει μία αίσθηση ζεστασιάς και φιλοξενίας. Η αειφόρος ανάπτυξη υπήρξε ο πυρήνας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της αρχιτεκτονικής πρότασης, στοχεύοντας στην πιστοποίηση με LEED Gold.
Το εσωτερικό της κατοικίας σχεδιάστηκε έτσι ώστε κάθε μέλος της οικογένειας να έχει τον δικό του προσωπικό χώρο, χωρίς όμως να χάνεται η αλληλεπίδραση. Ο open plan σχεδιασμός του ισογείου περιλαμβάνει μια μεγάλη κουζίνα και τραπεζαρία, έναν όμορφο, άνετο χώρο καθιστικού και μια βεράντα, με θέα τη λίμνη και το γύρω δάσος. Το χαμηλωμένο κατάστρωμα δίπλα στη λίμνη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μην διαταράσσει τη θέα στο μαγευτικό τοπίο. Στο ισόγειο υπάρχει ακόμη και ένα ατελιέ για ζωγραφική και ξυλουργική.
Το έργο ανακατασκευής αφορά τη σοφίτα ενός αρχοντικού της δεκαετίας του 1930 στην Πράγα. Το διαμέρισμα χτίστηκε τη δεκαετία του 1990, ενώ η πληθώρα δωματίων δημιουργούσε πρόβλημα στη διαβίωση.
Με στόχο το ύψος , το σαλόνι ανοίχτηκε για να δημιουργηθεί ένας χώρος διπλού ύψους, ο οποίος τονίζεται από ένα ψηλό ράφι σε έναν από τους τοίχους. Στο κέντρο του διαμερίσματος δημιουργήθηκε ένας νέος πυρήνας: ένα μαύρο ξύλινο κουτί, όπου κρύβεται ένα μικρό μπάνιο και φιλοξενείται το κλιμακοστάσιο και ένας διάδρομος στο δεύτερο επίπεδο. Το φως της ημέρας εισχωρεί έτσι βαθιά μέσα στην είσοδο. Με αυτόν τον τρόπο απλοποιήθηκε η διάταξη χωρίς να χρειαστεί οι αρχιτέκτονες να καταφύγουν σε δομικές αλλαγές.
Ο ενιαίος χώρος σαλόνι - κουζίνα βρίσκεται στο κάτω επίπεδο. Μια πτυσσόμενη οθόνη προβολής τοποθετείται ανάμεσα σε δύο δομικούς κάθετους όγκους στη μέση του ανοιχτού δωματίου. Η κουζίνα διαθέτει νησίδα και έχει επιπλέον αποθηκευτικό χώρο, κρυμμένο στο μαύρο κουτί. Το δεύτερο επίπεδο είναι πιο ιδιωτικό. Η βεράντα του τελευταίου ορόφου είναι προσβάσιμη από το υπνοδωμάτιο μέσω ενός γαλλικού παραθύρου.
Στην παλέτα υλικών κυριαρχεί ο καπλαμάς για το μαύρο κουτί, δρύινος καπλαμάς για το δάπεδο και terrazzo για τους πάγκους της κουζίνας. Για τα υπόλοιπα έπιπλα χρησιμοποιούνται λευκοί χρωματικοί τόνοι και λευκή βαφή τοίχου. Τα ζευκτά οροφής και οι χαλύβδινοι στύλοι στο σαλόνι παραμένουν γυμνά. Ο απλός γραμμικός φωτισμός στην κουζίνα υπογραμμίζει τον ακατέργαστο χαρακτήρα και τη γεωμετρία του χώρου, δημιουργώντας μια αντιπαράθεση με τους δύο κομψούς γυάλινους πολυελαίους στο σαλόνι.