Σε έκταση 15 στρεμμάτων, στη Βόρεια ακτή της Κω, κατασκευάστηκαν δύο θερινές κατοικίες για δυο φίλους, πάνω στην αρχή της διακριτικής γειτονίας. Το κάθε σπίτι έχει την ιδιωτικότητά του, χωρίς να αποκλείεται η συνεύρεση.
Το δυνατό στοιχείο της σύνθεσης ήταν ο μακρινός ορίζοντας, το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, σε συνδυασμό με το τοπίο των ξερών χόρτων. Το τοπίο έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στη σύνθεση. Ο αιγαιοπελαγίτικος βορινός άνεμος δίνει μια συνεχή ζωντάνια στο τοπίο, όχι μόνο στη θέα της θάλασσας και των χόρτων, αλλά και στο ρυτίδωμα της επιφάνειας της πισίνας, που έρχεται κοντά στους χώρους ενδιαίτησης, προκαταβάλλοντάς μας για μια απέριττη αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένη απόλυτα στο τοπίο.
Το γυμνό σκυρόδεμα, ως βασικό υλικό της κατασκευής, χρησιμοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο, που να μην επιβάλλεται, προσφέροντας τη δυνατότητα διαμόρφωσης εσωτερικών και εξωτερικών χώρων της ίδιας σημασίας και αισθητικής. Η επίπλωση των χώρων, καθαρά χρηστική και απέριττη, είναι αντίστοιχη με την αρχιτεκτονική.
Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, είναι τσιμεντοκονίαμα στο δάπεδο (όπου υπήρξε προσπάθεια να προσομοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στο σκυρόδεμα του τοίχου), τσιμεντοκονιάματα στους τοίχους των λουτρών, corian στους πάγκους των λουτρών και της κουζίνας, ψευδοροφές γυψοσανίδας στα υπνοδωμάτια, με κρυφούς φωτισμούς, που προσφέρουν ένα διακριτικό φως στους χώρους. Συρόμενα κουφώματα αλουμινίου με λεπτό πλαίσιο εξασφαλίζουν την οπτική ενοποίηση των μέσα με τους έξω χώρους. Οι πέργκολες είναι από σουηδική ξυλεία, βαμμένη σε γκρίζο χρώμα.
Έχοντας ταξιδέψει για πολλά χρόνια στην Ελλάδα για windsurf, ένα γάλλο - σουηδικό ζευγάρι, με τόπο διαμονής το Παρίσι, ανακάλυψε ένα ξεχωριστό σημείο στον ανάγλυφο, βραχώδη τόπο της Καρπάθου. Το οικόπεδο έχει ανοιχτή θέα προς το Αιγαίο Πέλαγος, αλλά και προνομιούχα θέα προς τους windsurfers της ακτής Αφιάρτη.
Το αραιοκατοικημένο, αδάμαστο και απότομο τοπίο ήταν το σημείο εκκίνησης του σχεδιασμού. Οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση θα ήταν ορατή λόγω του ακανόνιστου οδοντωτού χαρακτήρα του βράχου, που φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Το ερώτημα ήταν πώς να τοποθετηθεί ένα ξένο σώμα -το κτίριο- σε αυτό το θεαματικό τοπίο, χωρίς να αλλοιώνει την ταυτότητα του, αλλά ενισχύοντας το χαρακτήρα του.
Αντί να προσπαθήσει να μιμηθεί το περιβάλλον, το κτίριο τοποθετείται απαλά στο οικόπεδο αφήνοντας το τοπίο όσο το δυνατόν αμεταποίητο. Τοπίο και κτίριο θεωρούνται ως δύο ξεχωριστά στοιχεία, που μαζί δημιουργούν μια νέα οντότητα, όπως ένα τέλεια πλασμένο κοχύλι γίνεται κομμάτι μιας πέτρας και του βραχώδους σχηματισμού. Αυτά τα δύο διαφορετικά στοιχεία συνυπάρχουν ενισχύοντας και συμπληρώνοντας το ένα το άλλο.
Το οικόπεδο έχει δύο φυσικά επίπεδα, ένα υψηλότερο και ένα χαμηλότερο. Προκειμένου να επωφεληθεί πλήρως από τη θέα προς τη θάλασσα, το κτίριο εκτείνεται πέρα από το υψηλότερο επίπεδο επιπλέοντας πάνω από το βραχώδες τοπίο. Από το εσωτερικό του κτιρίου ο πρόβολος δημιουργεί την αίσθηση ότι το κτίριο ίπταται πάνω από τη θάλασσα, ενώ από το εξωτερικό τονίζει περαιτέρω την αντίθεση ανάμεσα στο κατασκευασμένο και το φυσικό περιβάλλον.
Οι κυρίως λειτουργίες οργανώνονται σε ένα επίπεδο γύρω από ένα εσωτερικό αίθριο. Μια σειρά από διαφορετικά κενά κάνουν τα όρια μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων πιο ασαφή και ένα κενό που διαπερνά το κτίριο συνδέει τους κυρίους χώρους με έναν εξωτερικό χώρο στο χαμηλότερο επίπεδο του οικοπέδου. Ένα μέρος του μοναδικού όγκου υπερυψώνεται προκειμένου να καλυφθούν οι υψομετρικές διαφορές του οικοπέδου, δημιουργώντας μια ανεξάρτητη πτέρυγα για τους επισκέπτες.
Το κτίριο κατασκευάστηκε από επί τόπου χυτό οπλισμένο σκυρόδεμα και το τμήμα του προβόλου κατασκευάστηκε με δοκό Vierendeel. Το εμφανές σκυρόδεμα στο εξωτερικό αντιπαραβάλλεται με ένα απαλό και ελαφρύ εσωτερικό. Στο εσωτερικό είναι εμφανείς οι σαφείς αναφορές στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Καρπάθου, που συνδυάζονται με μοντέρνα έπιπλα και μια ευρεία παλέτα υλικών. Τα παράθυρα, διαφορετικού μεγέθους και χαρακτήρα το κάθε ένα, είναι προσεκτικά τοποθετημένα, ώστε να προσφέρουν θεαματικές φυγές προς τη θάλασσα και το περιβάλλον τοπίο.
Η ανακαίνιση της θερινής κατοικίας στη Μύκονο έγινε με τον ολικό επανασχεδιασμό της, δίνοντας προσοχή στη λεπτομέρεια, από τη μεγάλη έως τη μικρή κλίμακα. Με δεδομένο την έλλειψη περιοχών χαλάρωσης, έγινε μία προσπάθεια δημιουργίας διαφορετικών χώρων, βιώσιμων για κάθε στιγμή της ημέρας. Ο ξενώνας δίπλα στη θάλασσα ανακαινίστηκε και διευρύνθηκε με ιδιωτική πισίνα και έναν εσωστρεφή σκιασμένο υπαίθριο χώρο με σκοπό να προσφέρει στους επισκέπτες τη δυνατότητα να απολαύσουν τα υπέροχα πρωινά. Το ελληνικό έθιμο της συγκέντρωσης γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι για πολύωρα γεύματα ενισχύθηκε με το εξωτερικό μπάρμπεκιου και το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, όπως και με την άνετη τραπεζαρία στο εσωτερικό της κατοικίας.
Στον εσωτερικό χώρο έχει διατηρηθεί ως βάση το καθαρό κυκλαδίτικο λευκό, το οποίο λειτουργεί άψογα σαν καμβάς δίνοντας έμφαση στην υφή των υπόλοιπων υλικών, όπως είναι η τσιμεντοκονία και το ξύλο.
H πλειονότητα των επίπλων είναι custom made design από τους Block722 Architects. Μεγάλη έμφαση δόθηκε και στην επιλογή και στη χρήση των υφασμάτων. Τα υφάσματα υπνοδωματίου και μπάνιου επιλέχτηκαν αποκλειστικά από βιολογικό βαμβάκι, ενώ τα χαλιά σχεδιάστηκαν αποκλειστικά από το γραφείο. Το κεφαλάρι του master bedroom είναι χειροποίητη κατασκευή από Έλληνες τεχνίτες με εμπειρία πάνω στην παραδοσιακή τέχνη της πλέξης με σχοινάκι. Τα φυσικά υλικά και τα γήινα χρώματα κάνουν έντονη την παρουσία τους στο χώρο, δημιουργώντας μία ισορροπημένη αντίθεση με τα πιο αδρά υλικά, όπως το γυαλί και το μέταλλο στις γιγαντιαίες λάμπες επάνω από το τραπέζι. Όλα τα έπιπλα εξωτερικού χώρου σχεδιάστηκαν για να αντιστέκονται στο δύσκολο καιρό της Μυκόνου. Η ρουστίκ σκίαση στην αυλή αποτελεί ένα μικρό καταφύγιο από τον ήλιο δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς στην επιφάνεια του δαπέδου.
Τo “In light House” βρίσκεται στα Βόρεια προάστια του νομού Αττικής. Για να επιτευχθεί η άμεση επαφή με το περιβάλλοντα χώρο τόσο οπτικά όσο και λειτουργικά. χρησιμοποιήθηκαν μεγάλα ανοίγματα, με χαρακτηριστική την γωνιακή τζαμαρία στο καθιστικό που έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε όταν ανοίγει να χάνεται εντελώς από το οπτικό πεδίο. Στο κεντρικό σημείο της κατοικίας και επάνω από την τραπεζαρία βρίσκεται το αίθριο που εκτός από την συνεισφορά του στην βιοκλιματική λειτουργία του κτιρίου για φωτισμό και αερισμό, προσφέρει θεάσεις από την μια πλευρά στον ουρανό ενώ από την άλλη στον εσωτερικό κήπο που βρίσκεται στον διάδρομο του ορόφου των υπνοδωματίων. Αρχιτεκτονική μελέτη: Whitebox Architects / Π.Κοκκαλίδης, Α.Τριανταφυλλίδου , Α. Δρέλλα. Φωτογραφίες: Γιώργης Γερόλυμπος .
Η μέθοδος ηλεκτρώσμωσης βασίζεται στην ηλεκτροχημική αποστράγγιση του εδάφους και επιτυγχάνει, εκτός από διακοπή της διείσδυσης νερού στην κατασκευή, μείωση των επιπέδων υγρασίας στο σκυρόδεμα με αναστροφή του φαινομένου. Αποτελεί μια καλή λύση, καθώς δεν επικαλύπτει το πρόβλημα αλλά το αντιμετωπίζει στη βάση του. Ειδικότερα, οι ηλεκτρωσμωτικοί παλμοί συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος επιτυγχάνουν να αντιστρέψουν την κατεύθυνση της ροής του νερού εξ ολοκλήρου, οδηγώντας το μακριά από το περίβλημα του κτιρίου. Η επιφάνεια των περιμετρικών τοιχίων και της πλάκας που επικοινωνεί με το έδαφος ανάγεται σε ένα ωσμωτικό εμπόδιο, αποτρέποντας τη διείσδυση του νερού. Αυτή η σύγχρονη τεχνική βρίσκει κατά κύριο λόγο εφαρμογή στην περίπτωση εμφάνισης ανιούσας υγρασίας, μέσω των τριχοειδών αγγείων του υποκείμενου εδάφους. Η ηλεκτρώσμωση αποτελεί μια απλή λύση ως προς την εγκατάσταση και κυρίως τη λειτουργία της. Η εφαρμογή της μεταφράζεται σε εργασίες μηδενικού οικοδομικού χαρακτήρα ή αρνητικές χημικές επιδράσεις στην κατασκευή, ενώ δεν επηρεάζει τη στατική και δυναμική συμπεριφορά του φορέα. Το σύστημα αποτελείται από τρία μέρη, την άνοδο, την κάθοδο και τον ηλεκτρικό πίνακα τροφοδοσίας. Στην τυποποιημένη εγκατάσταση ηλεκτρώσμωσης η άνοδος, που συνήθως αποτελείται από κράμα τιτανίου με οξείδια ευγενών μετάλλων, εφαρμόζεται στο δομικό στοιχείο που εμφανίζει προβλήματα από την υγρασία του περιβάλλοντος εδάφους. Οι κάθοδοι, που κατά κανόνα είναι ηλεκτρικά μονωμένες ράβδοι αλουμινίου στα 3/4 του μήκους τους, συνδέονται με το έδαφος σε απόσταση από το περίβλημα της κατασκευής. Τα ηλεκτρόδια καταλήγουν στον ηλεκτρικό πίνακα τροφοδοσίας. Το συνεχές παλμικό ρεύμα οδηγεί την υγρασία (ως διάλυμα αλάτων) που βρίσκεται στα δομικά μέλη (άνοδο) προς το έδαφος (κάθοδο). Ειδικότερα, τα ιόντα των αλάτων με θετικό σθένος παρασύρονται προς την κάθοδο και αυτά με αρνητικό σθένος προς την άνοδο. Το νερό εμφανίζει την τάση να προσκολλάται σε ιόντα με θετικό σθένος και να οδηγείται προς το αρνητικά φορτισμένο εδαφικό υλικό. Αυτό το σύστημα, ενισχυόμενο εκτενέστερα με παλμούς, οδηγεί την υγρασία εκτός των δομικών στοιχείων και μάλιστα παρεμποδίζει την πορεία επιστροφής της. ωστόσο, αν διακοπεί η ρευματοδότηση, αντιστρέφεται η πορεία της υγρασίας. Στα κατακόρυφα δομικά στοιχεία που έχουν προσβληθεί από υγρασία αναπτύσσεται ηλεκτρικό δυναμικό ανάμεσα στη βάση (θετικός πόλος) και κάποιο σημείο σε υψηλότερη στάθμη (αρνητικός πόλος), εντός πάντοτε της υγρής περιοχής. Η εγκατάσταση ενεργής ηλεκτρώσμωσης αντιστρέφει αυτό το δυναμικό, αντιστοιχίζοντας το θετικό πόλο (άνοδο) στο δομικό στοιχείο που έχει πληγεί και τον αρνητικό πόλο στο έδαφος (κάθοδο). Η εγκατάσταση, πέρα από τη βασική τεχνική εφαρμογής της, πρέπει να προσαρμόζεται και στις ιδιαιτερότητες κάθε περίστασης. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαία η προκαταρκτική μελέτη για την κατανομή της υγρασίας στα δομικά μέλη, το ύψος στο οποίο έχει ανέλθει και το είδος των αλάτων που έχει μεταφέρει η υγρασία στην κατασκευή. Τα άλατα παίζουν με τη σειρά τους σημαντικό ρόλο, καθώς η είσοδός τους στα δομικά στοιχεία μέσω της υγρασίας προκαλεί εμφάνιση υγροσκοπικής υγρασίας ακόμη και μετά το στέγνωμα των στοιχείων. Η διαχείρισή τους είναι κρίσιμη, καθώς σε αντίθετη περίπτωση διογκώνονται, φθείρουν το σκυρόδεμα και απορροφούν την υγρασία περιβάλλοντος.
Η κατοικία βρίσκεται σε μια εξαιρετική τοποθεσία στη Σιθωνία, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Το τοπίο, συντίθεται από μικρές παραλίες πάνω σε έναν μικρό, κλειστό κόλπο, πλαισιωμένο από χαμηλά πρανή, καλυμμένα από βράχια, θάμνους, πεύκα και ελαιόδενδρα. Αντλώντας έμπνευση από την αρμονία και την απαράμιλλη φυσική ομορφιά του τόπου, κεντρική ιδέα του σχεδιασμού αποτέλεσε η εναρμόνιση του τελικού κτιρίου στο φυσικό περιβάλλον και η ελαχιστοποίηση του ενεργειακού αποτυπώματος χρήσης.
Στη θέση της σημερινής κατοικίας υπήρχε για πολλά χρόνια μία μισοτελειωμένη κατασκευή, ένας σκελετός από σκυρόδεμα, ο οποίος αποτέλεσε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο σχεδιάστηκε η νέα μορφή του κτιρίου. Η κατοικία, περιλαμβάνει πέντε ευρύχωρα δωμάτια με ξεχωριστό μπάνιο, καθώς και καθιστικό, κουζίνα και βοηθητικούς χώρους.
Πρόκειται για ένα χαμηλό διώροφο κτίριο με δώμα, το ισόγειο του οποίου είναι κατά μεγάλο μέρος, βυθισμένο στο πρανές. Έτσι, ενώ τα δύο ανατολικά δωμάτια του ορόφου έχουν το προνόμιο της άμεσης θέας στη θάλασσα από ψηλά, τα υπόλοιπα τρία έχουν το πλεονέκτημα της άμεσης σχέσης τους με τον περιβάλλοντα χώρο και το έδαφος, διαθέτοντας μικρές ιδιωτικές αυλές με υπαίθρια καθιστικά κάτω από καλαμωτές.
Στην ιδιοκτησία δεν τοποθετήθηκε περίφραξη, ώστε η θέα να είναι απρόσκοπτη, εκτός από ένα όριο το οποίο σηματοδοτεί την είσοδο της κατοικίας από την πλευρά του δρόμου. Ο σχεδιασμένος περιβάλλων χώρος αποτελεί συνέχεια των φυσικών διαμορφώσεων των γύρω πρανών, καταλήγοντας στην αμμουδιά. Στη διαμόρφωσή του χρησιμοποιήθηκαν πέτρες και βράχια της περιοχής και προστέθηκαν ροδιές, μικρές ελιές, θάμνοι και αρωματικά φυτά. Οι φυτεύσεις στον κήπο χωρίστηκαν σε επιμέρους ομάδες, προκαλώντας τον επισκέπτη να περπατήσει ακολουθώντας ημικυκλική πορεία, μέσα σε μία βιωματική διαδρομή αρωμάτων, γεύσεων και εικόνων. Επιπλέον, διαμορφώθηκε ένας μικρός λαχανόκηπος, ώστε να μεγιστοποιείται η εμπειρία διαμονής των φιλοξενούμενων με αυθεντικές γεύσεις ελληνικής γης.
Με στόχο την αρμονική μετάβαση από το γεωμετρικό- ανθρωπογενές στο φυσικό περιβάλλον, τα σκληρά δάπεδα και οι πέργκολες περιμετρικά της κατοικίας ακολούθησαν ένα διαφορετικό σύστημα αξόνων από αυτό του κτιρίου, ενώ στη διαμόρφωση του κήπου, κυριάρχησαν οι ιδιαίτερα έντονες καμπύλες στα πιο φυσικά δάπεδα, εκεί όπου ο περιβάλλοντας χώρος της κατοικίας συναντά το τοπίο.
Το τοπίο έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή των υλικών και των χρωμάτων, τόσο εξωτερικά, όσο και στο εσωτερικό του κτιρίου. Όπου το κτίριο ακουμπά στο έδαφος, επενδύθηκε με τοπική, με την τεχνική της ξερολιθιάς, ώστε το κτίριο να αποτελέσει συνέχεια του βραχώδους εδάφους και να ενταχθεί αρμονικά στο περιβάλλον. Αδρά επιχρίσματα και πατητές τσιμεντοκονίες στους γήινους τόνους της άμμου και των βράχων, σε συνδυασμό με απαλούς μπλε και πράσινους τόνους της θάλασσας, των πεύκων και της ελιάς στην επίπλωση και στα υφάσματα, μεταμορφώνονται από το φως του ήλιου που διέρχεται από τις καλαμωτές και τα ξύλινα σκίαστρα των όψεων, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στους λιγότερο εξωστρεφείς και φυσικά φωτιζόμενους χώρους της κατοικίας όπου το φυσικό φως είναι αδύναμο, προκειμένου να εξουδετερωθεί η ωχρότητά τους, ενισχύθηκε ο φυσικός τόνος των ξύλινων στοιχείων, το μπλε χρώμα έγινε πιο σκούρο και το πράσινο πιο φωτεινό, ώστε μέσα από την αντίθεσή τους με τους λευκούς τόνους δαπέδων και οροφών, να αποκτήσουν οι χώροι αυτοί μια ένταση τέτοια, που να ισορροπεί τη σχέση του μέσα με το έξω.
Στο εσωτερικό των τεσσάρων δωματίων του ορόφου μεγάλες επιφάνειες τοίχων διακοσμήθηκαν με αυθεντικά έργα, τα οποία διερευνούν τα στοιχεία που συνθέτουν το ελληνικό τοπίο και την ελληνικότητα. Στα έργα, απεικονίζονται με τρόπο που αναφέρεται άμεσα στη λαϊκή ζωγραφική, στοιχεία των αγρών και των ελληνικών κήπων. Για το κάθε δωμάτιο, επιλέχθηκε ένα διαφορετικό θέμα (η ροδιά, η ελιά, οι παπαρούνες, τα χελιδόνια και τα αγριολούλουδα), καθιστώντας τους χώρους μοναδικούς.
Τέλος, με στόχο την μείωση του οικολογικού αποτυπώματος και της ενεργειακής επιβάρυνσης του κτιρίου, δημιουργήθηκε ένα πρωτοποριακό σύστημα συλλογής, τόσο των λυμάτων της κατοικίας, όσο και των όμβριων υδάτων, ανακύκλωσής τους και καθαρισμού τους μέσω φυσικών βιο-αντιδραστήρων και επαναχρησιμοποίησής τους στην άρδευση της φυτικής γης.
Η μελέτη αφορά στον ανασχεδιασμό υφιστάμενου κτίσματος και στη μετατροπή του σε κατοικία, που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, με σκοπό την τουριστική της εκμετάλλευση. Κύρια στοιχεία της τοποθεσίας είναι αφενός η νήσος Σπιναλόγκα, ανατολικά της κατοικίας, και αφετέρου οι απότομοι, κατακόρυφοι βράχοι βόρεια αυτής, οι οποίοι και οριοθετούν την ευρύτερη περιοχή.
Η κατοικία αποτελείται από ισόγειο χώρο, που περιλαμβάνει τους χώρους διημέρευσης (καθιστικό, τραπεζαρία, κουζίνα) και μία υδάτινη δεξαμενή σε αίθριο χώρο, καθώς και από όροφο, στον οποίο φιλοξενούνται δύο υπνοδωμάτια με τα λουτρά τους. Μεταλλική κατασκευή περιλαμβάνει το WC και το κλιμακοστάσιο, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η κατακόρυφη κίνηση.
Λόγω του περιορισμένου εμβαδού, βασικό στόχο κατά το σχεδιασμό αποτέλεσε η κατάρριψη των ορίων μεταξύ του καθιστικού και του αίθριου χώρου της πισίνας. Αυτό επιδιώκεται με τη μεταφορά του ορίου από τον υφιστάμενο φέροντα οργανισμό προς το εσωτερικό της κατοικίας, την κατάρριψη της παραλληλίας, καθώς και τη χρήση ενιαίου υλικού δαπέδου σε εσωτερικό και εξωτερικό χώρο.
Κατά την επέμβαση αφαιρέθηκαν όλες οι υφιστάμενες εσωτερικές και εξωτερικές τοιχοποιίες, καθώς και το ξύλινης κατασκευής τμήμα του δαπέδου στον όροφο, το οποίο αντικαταστάθηκε πλήρως από δάπεδο μεταλλικής κατασκευής. Από το προϋπάρχον κτίσμα διατηρήθηκε αποκλειστικά ο φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο οποίος ενισχύθηκε στατικά. Κατόπιν, κατασκευάστηκαν οι ανασχεδιασμένες δύο όψεις της κατοικίας από διπλή οπτοπλινθοδομή με εσωτερική θερμομόνωση, ενώ η ανατολική όψη προς το δρόμο καλύφθηκε εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά με πέτρα της περιοχής. Πέτρα χρησιμοποιήθηκε επίσης στον αίθριο χώρο του ισογείου και στην υδάτινη δεξαμενή. Στο ισόγειο, εσωτερικά, δημιουργήθηκε μία μεταλλική κατασκευή, που διαμορφώνει το κλιμακοστάσιο και το κοινόχρηστο WC, ενώ παράλληλα διαχωρίζει οπτικά το χώρο της κουζίνας από την τραπεζαρία. Το WC είναι υπερυψωμένο κατά ένα περίπου μέτρο από το επίπεδο του ισογείου, δημιουργώντας εκμεταλλεύσιμο αποθηκευτικό χώρο στην κουζίνα. Στον όροφο τα εσωτερικά χωρίσματα κατασκευάστηκαν από γυψοσανίδα, κάθε δωμάτιο έχει το δικό του ξεχωριστό λουτρό και WC, ενώ διαμορφώθηκε το δώμα του όγκου που περιλαμβάνει την κουζίνα, ως κοινός υπαίθριος χώρος στον όροφο.
Υλικό που χρησιμοποιήθηκε ιδιαιτέρως στο εσωτερικό της κατοικίας είναι το μάρμαρο, σε δύο χρωματισμούς, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο δάπεδο του ισογείου, καθώς και στους όγκους που διαμορφώνουν τους πρώτους αναβαθμούς του κλιμακοστασίου. Επιπλέον, ξύλινο δάπεδο χρησιμοποιήθηκε στο σαλόνι, στον αίθριο χώρο της υδάτινης δεξαμενής ως συνέχειά του, καθώς και στα υπνοδωμάτια στον όροφο.
Η τοπική πέτρα, ως φυσικό υλικό, κυριαρχεί στη σύνθεση της όψης, με θέα τη νήσο Σπιναλόγκα. Τα μεγάλα, κατακόρυφα ανοίγματα έρχονται σε αντιπαράθεση με τα ανοίγματα μικρότερης κλίμακας, μεταφράζοντας στοιχεία της ιστορίας της περιοχής και μεταφέροντάς τα στο σήμερα.
Σε μια υπό προστασία περιοχή της Πάρου, ο επανασχεδιασμός και ανακατασκευή δύο υποβαθμισμένων κτιριακών συγκροτημάτων 8 στούντιο, τύπου ενοικιαζόμενων δωματίων, σε δύο κατοικίες υψηλών προδιαγραφών απαιτούσε συνετές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις και επαναδιαπραγματεύσεις σε διάφορες κλίμακες.
Η μελέτη, όσον αφορά στην ογκοπλασία και διάρθρωση, συνδυάζει αναλογίες και σύνθεση κυβικών όγκων, επανάληψη και τυποποίηση ανοιγμάτων, άνετους υπαίθριους χώρους και περιβαλλοντικά φιλικά υλικά, επιτυγχάνοντας μια πλαστικότητα μορφής, αλλά και μια ενότητα αρχιτεκτονική, που σέβεται την κυκλαδική αρχιτεκτονική, προσαρμόζεται στο τοπίο και ανταποκρίνεται στα ζητούμενα της σύγχρονης παραθεριστικής κατοίκησης.
Κάθε κτίριο επαναδιατυπώνεται ως σύνθεση κυβικών όγκων πάνω σε μια εκφρασμένη "βάση" - πλατφόρμα - που διαπραγματεύεται την αρμονική προσαρμογή στο τοπίο. Τρία μέτρα πάνω από τη "βάση", μια ξύλινη πέργκολα με τις εν προβόλω δοκούς διαγράφει σκιασμένες, άνετες και προστατευμένες από τους άνεμους περιοχές καθιστικού, ηλιοθεραπείας, douche, τραπεζαρίας και προετοιμασίας φαγητού για ολοήμερη υπαίθρια κατοίκηση.
Οι ιδιωτικοί χώροι, οργανώνονται στο ισόγειο, με προσανατολισμό προς τον Νότο, εκμεταλλευόμενοι τη θέα προς τη θάλασσα και την επίπεδη πρόσβαση στη "βάση". Στο ενδιάμεσο των υπνοδωματίων, δημιουργείται ένας κεντρικός υαλόφρακτος χώρος καθημερινού ως επέκταση του "έξω" αλλά και ως "συνέχεια" της πέργκολας, επιτρέποντας στο τοπίο να συγκροτήσει μια δυναμική, εναλλασσόμενη παρουσία.
Οι χώροι διημέρευσης - καθημερινό, τραπεζαρία και κουζίνα- όπως επίσης ένας ανεξάρτητος ξενώνας, οργανώνονται στον όροφο εκμεταλλευόμενοι τις πανοραμικές απόψεις τόσο από το εσωτερικό, όσο και από τους άνετους εξώστες. Ανάμεσα στους χώρους διημέρευσης και τον ξενώνα, πάνω από τον υαλόφρακτο χώρο καθημερινού του ισογείου, δημιουργείται ένας προστατευμένος υπαίθριος χώρος καθιστικού με ψησταριά.
Στον ακάλυπτο χώρο του αγροτεμαχίου προβλέπονται ήπιες παρεμβάσεις και κυρίως ενδυνάμωση της υφιστάμενης βλάστησης με στόχο την ενίσχυση της αίσθησης και ποιότητας του φυσικού κυκλαδικού τοπίου.
Ο πολυχώρος Gallaria βρίσκεται σε ένα μαγευτικό, παραθαλάσσιο τοπίο με πλούσια βλάστηση, στην παλιά γαλαρία τρένων, κάτω από το βυζαντινό κάστρο του Πλαταμώνα, μία περιοχή με ιστορία χιλιάδων χρόνων. Η σιδηροδρομική γραμμή, ο πύργος και η γαλαρία αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα νεότερης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, χαρακτηρίζονται ως μνημεία και προστατεύονται από την Εφορεία Νεότερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πιερίας.
Η γαλαρία της σιδηροδρομικής γραμμής κατασκευάστηκε από γαλλική εταιρεία το 1916 με σκοπό να συνενώσει την απελευθερωμένη Μακεδονία με την υπόλοιπη Ελλάδα. Το τρένο είναι ο μόνος τρόπος σύνδεσης της Κεντρικής Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη άρα και μετακίνησης πληθυσμών και εμπορευμάτων, καθώς το οδικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο. Στη συνέχεια, το 1940, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατασκευάστηκε πυροβολείο - πύργος μπροστά από τη γαλαρία για να ελέγχει το εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας πέρασμα. Γαλαρία και πύργος αγκαλιάζουν τη θάλασσα σε μία απίστευτης ομορφιάς τοποθεσία και συντροφεύουν τους ταξιδιώτες του τρένου ως το 2004 όταν εγκαταλείπεται λόγω της νέας σιδηροδρομικής γραμμής και του τούνελ του Πλαταμώνα που κατασκευάζονται.
Έμπνευση αποτελεί η αύρα του χώρου, ο ήχος του τρένου, η αμαξοστοιχία, οι μαυρισμένοι τοίχοι, η κίνηση των βαγονιών. Και τι πιο ενδιαφέρον από την αφήγηση της ιστορίας του μνημείου μέσω μιας έκθεσης που φιλοξενείται ανάμεσα σε βαγόνια, που σύρονται στις υπάρχουσες γραμμές καθιστώντας έτσι την αρχιτεκτονική επέμβαση ανά πάσα στιγμή αναστρέψιμη!
Έτσι, στο εσωτερικό της γαλαρίας γεννιούνται τέσσερεις κατασκευές, που θυμίζουν εμπορικά βαγόνια τρένου του περασμένου αιώνα, με μεταλλικό σκελετό, επενδυμένα με ξύλο, εδραιωμένα στις υπάρχουσες σιδερένιες ράγες φιλοξενώντας τις χρήσεις των BAR, των βοηθητικών χώρων και των WC. Για την προστασία των παλιών σιδερένιων γραμμών δημιουργείται ένα υπερυψωμένο δάπεδο, στηριζόμενο σε μεταλλικό σκελετό, το οποίο σημειακά γίνεται γυάλινο για τη θέαση τους με διακριτικό φωτισμό. Στον πέτρινο τοίχο της σήραγγας ξεδιπλώνεται μόνιμα η φωτογραφική ιστορία του μνημείου, των τρένων, του ΟΣΕ, της γύρω περιοχής κι έτσι ο χώρος μεταμορφώνεται σε χώρο πολιτισμού και αναψυχής.
Ταυτόχρονα δίνεται έμφαση στο βιομηχανικό χαρακτήρα του μνημείου με την επιλογή σιδερένιων κουφωμάτων σε χρώμα γκρι γραφίτη σε όλα τα αψιδωτά ανοίγματα, τα οποία ανοίγουν με κατασκευές υαλοκουρτινών αφήνοντας το μνημείο ανοιχτό στο μεγαλύτερο κομμάτι του. Σημειώνεται επίσης ότι μεγάλο μέρος των κατασκευών, που αφορούν σε έπιπλα και φωτιστικά, έγιναν αποκλειστικά από τους μελετητές με σκοπό το σεβασμό της αυθεντικότητας του μνημείου. Το τέλος της γαλαρίας οδηγεί στην αρχή του σκοτεινού τμήματος του τούνελ, όπου και αφήνεται είσοδος για ελεύθερη πρόσβαση περιπατητών μέχρι και τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό του Πλαταμώνα, μία διαδρομή που για χρόνια μαγεύει τους επισκέπτες.
Ο πύργος συντηρείται, εξωτερικά πλαισιώνεται από χώρους πρασίνου και αναδεικνύεται το ανάγλυφο της πέτρας του μέσω νυχτερινού φωτισμού. Εσωτερικά δημιουργούνται δύο εκθεσιακοί χώροι σε διάταξη Π πάνω σε μια αυτοφερόμενη μεταλλική κατασκευή, η οποία δεν επιβαρύνει το φέροντα οργανισμό του πύργου. Οι οπτικές φυγές μέσω των υπαρχόντων παραθύρων προς τη θάλασσα και μέσω skylight προς τον ουρανό καθιστούν την εμπειρία της έκθεσης μοναδική.
Ο εξωτερικός χώρος διαμορφώνεται τόσο για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών, όσο και για τη διατήρηση του φυσικού κάλλους. Τα υλικά επίστρωσης επιλέγονται με βάση το ύφος του χώρου, το χρώμα, και την υφή. Τοίχοι με σαρζανέτ, βοτσαλωτά χυτά δάπεδα, ήπιες βαθμίδες, φυτά που φύονται στη γύρω περιοχή και διακριτικός φωτισμός συντελούν στην προσπάθεια μη βιασμού του γενικού τοπίου.
Ο πολυχώρος Gallaria συμβάλλει μοναδικά στην αναβάθμιση της πολιτιστικής και τουριστικής δράσης της Πιερίας ξαναζωντανεύοντας ταυτόχρονα την παλιά αίγλη του μνημείου.