Η θερινή κατοικία βρίσκεται στην περιοχή Τούρλος Μυκόνου, σε απόσταση 200 m από την παραλία, ενώ προσφέρει πανοραμική θέα στη χώρα της Μυκόνου, στο βαθύ μπλε του Αιγαίου και στη Σύρο.
Ο διάλογος του κτιρίου με τον περιβάλλοντα χώρο και η σχέση τόπου και τοπίου εκφράζονται μέσω της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής και των έντονων σχεδιαστικών λεπτομερειών. Ο περιβάλλων χώρος και η ανάπτυξη της κατοικίας σε εσωτερικό και εξωτερικό γίνεται μέσω κλιμακωτών διαβαθμίσεων, δημιουργώντας μία αφηγηματική ακολουθία χώρων με κοινή αισθητική αλλά διαφορετική χρήση.
Η βραχώδης τοπογραφία και η μεγάλη κλίση του οικοπέδου αποτέλεσαν πρόκληση για την κατασκευή τόσο των κτιριακών στοιχείων όσο και του περιβάλλοντα χώρου. Tα βράχια και οι μεγάλες επιφάνειες αντιστήριξης από εμφανή λιθοδομή τοπικής πέτρας επικοινωνούν με τρόπο που επιτρέπουν στους κοινόχρηστους χώρους να αφομοιωθούν από το περιβάλλον. Architecture & Design: DEZONE Archi+. Φωτογραφίες: Voumvakis Architectural Photography.
Το "Branco" είναι ένα ξενοδοχείο 21 δωματίων στην αμμώδη παραλία του Πλατύ Γιαλού, στη Μύκονο. Η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτό το έργο ανακαίνισης ήταν η διατήρηση του αποτυπώματος του υφιστάμενου κτιρίου. Το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά βιώνεται κυρίως στους εξωτερικούς χώρους. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια σειρά στεγασμένων εξωτερικών ζωνών, ώστε να γίνεται μια σταδιακή μετάβαση από τους εσωτερικούς στους εξωτερικούς χώρους διαδοχικά. Έτσι εξασφαλίστηκαν οι απαραίτητοι επιπλέον χώροι. Με την προσθήκη παραδοσιακής αυλής στην είσοδο κάθε δωματίου το συνολικό εμβαδό του διπλασιάστηκε. Κάθε βεράντα διαθέτει ένα παραδοσιακό κυκλαδίτικο χτιστό κρεβάτι "Odas" και μια πισίνα με τζακούζι.
Ο κοινόχρηστος εξωτερικός χώρος επικεντρώνεται γύρω από τη νεόκτιστη πισίνα και τη βεράντα της. Ξύλινα κιγκλιδώματα με ξύλινα δοκάρια έχουν κατασκευαστεί στην περίμετρο της πισίνας για να δίνουν την εντύπωση ότι επιπλέουν στην επιφάνεια. Αρχιτεκτονική μελέτη: k-studio. Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατεράκης.
Η επέμβαση, μια καινοτόμος επέκταση κατοικίας στο βόρειο Λονδίνο, έγινε με εμφανή τούβλα και με γλυπτική διάθεση, από το γραφείο Bureau de Change. Η κουζίνα πήρε νέα θέση στο μπροστινό μέρος του σπιτιού - έναν συχνά υπολειτουργικό, ξεχασμένο χώρο. Εδώ, διατηρούνται τα αρχικά χαρακτηριστικά του σπιτιού, που τονίζονται από το σκούρο πράσινο χρώμα των ντουλαπιών, τις λευκές κορνίζες στην οροφή και τους τόνους των υπόλοιπων υλικών. Χαρακτηριστική είναι η αλλαγή στην επεξεργασία του δαπέδου: οι στενές σανίδες ξύλου του χώρου της τραπεζαρίας, διαχωρίζονται με ευθυγραμμισμένο αρμό από το λείο σκυρόδεμα του δαπέδου της κουζίνας. Φωτογραφίες: Ben Blossom
Πρόκειται για μια διώροφη οικία με το λευκό χρώμα ως πρωταγωνιστή, με σεβασμό στην ομοιομορφία του νησιού. Στον εξωτερικό χώρο, τα στοιχεία ξύλου "σπάνε" διακριτικά το λευκό και προσφέρουν μοναδικότητα. Στο εσωτερικό του σπιτιού κυριαρχεί το λευκό, με μαύρες και γκρι λεπτομέρειες και τσιμεντοκονία στο δάπεδο. Το κλιμακοστάσιο, με τα χαρακτηριστικά φωτιστικά και το φυσικό κορμό σαν κουπαστή, οδηγεί στα υπνοδωμάτια. Στο δάπεδο κυριαρχεί η τσιμεντοκονία, που επιβάλλεται στο χώρο και συνδυάζεται με τις αποχρώσεις και τα υπόλοιπα υλικά. Αρχιτεκτονική μελέτη - επίβλεψη: Peri - Ergon / Στέλιος Ραγκούσης, Τζένη Μιχαλοπούλου, Θανάσης Ραγκούσης. Φωτογραφίες: Γιώργος Φάκαρος.
Η εξοχική κατοικία βρίσκεται στο άνω τμήμα ενός οικοπέδου με έντονη κλίση και θέα στη θάλασσα, σε μία πλαγιά της περιοχής "Θόλοι" στη Τζιά. Το μεγαλύτερο μέρος του κτίσματος επενδύεται με την τοπική πέτρα, ώστε να διατηρηθεί η οπτική συνέχεια σε σχέση με την αρχική κατασκευή. Ο όγκος της κουζίνας και του WC διαφοροποιούνται από το πέτρινο κτίσμα και επενδύονται με λευκό σοβά. Δύο ξύλινες πέργκολες, η μια σε συνέχεια του λευκού όγκου της κουζίνας και η άλλη σε συνέχεια του πίσω τμήματος της εισόδου, ολοκληρώνουν τη σύνθεση. Πέτρα χρησιμοποιήθηκε επίσης στα πεζούλια και στα νέα τοιχία διαμορφώσεων, με σκοπό την ένταξη τους στο φυσικό τοπίο με τις ξερολιθιές. Στα δάπεδα, ο συνδυασμός πλακιδίων και πέτρας, ενοποιεί και συνδέει τα κτίσματα με το φυσικό τοπίο. Στον ελεύθερο χώρο του οικοπέδου σχεδιάστηκαν υπαίθρια καθιστικά και φυτεύτηκαν ελληνικά φυτά χαμηλής βλάστησης. Αρχιτεκτονική Μελέτη: A2 architects -Σωτήρης Ανυφαντής, Σοφία Ζιώγα. Φωτογραφίες: Γιώργος Κορδάκης.
Αναπήδηση των νερών της βροχής δημιουργείται στις περιοχές επαφής των κατακόρυφων στοιχείων των όψεων με τα οριζόντια στοιχεία του εδάφους ή των διαμορφώσεων που τις περιβάλλουν. Η δράση της αναπήδησης θεωρείται ότι επιβαρύνει ζώνη ύψους περί τα 30cm στη βάση των κτιρίων και προστίθεται στις επιβαρύνσεις που προκαλεί η βροχόπτωση και η ελεύθερη απορροή των νερών από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα επίπεδα της κάθε όψης, συμβάλλοντας στην υγρασιακή επιβάρυνση της συγκεκριμένης ζώνης. Με βάση τα παραπάνω, η προστασία από τα νερά αναπήδησης απαιτεί την προληπτική ενίσχυση της στεγανοποιητικής ικανότητας της κατώτερης ζώνης των 30 cm σε κάθε εκτεθειμένη όψη. Δεν θεωρείται απαραίτητη η ενίσχυση, όταν σ’ αυτή τη ζώνη έχουν εφαρμοστεί υλικά με στεγανοποιητικές ιδιότητες, όπως οπλισμένο στεγανοποιητικό σκυρόδεμα, ειδικά επιχρίσματα ή στεγανοποιητικές μεμβράνες,που προστατεύονται με κατάλληλη επένδυση. Σημειώνεται ότι σε τεχνικά έντυπα εταιρειών παραγωγής ειδικών βαφών με ενισχυμένες στεγανοποιητικές ιδιότητες, προβάλλεται η καταλληλότητά τους για εφαρμογές προστασίας της ζώνης καταπόνησης από νερά αναπήδησης, μέχρι το ύψος των 50 cm. Ειδικότερα, για την προστασία των ξύλινων στοιχείων που εκτίθενται σε νερά αναπήδησης και καταλαμβάνουν κατακόρυφες επιφάνειες των όψεων, είτε ως επενδύσεις είτε ως κατασκευές του τύπου των ξυλόπηκτων τοιχοπετασμάτων, θα πρέπει η έδρασή τους να γίνεται πάντοτε επάνω σε βάση ή σε θεμέλιο που προεξέχει, διατηρώντας υψομετρική διαφορά τουλάχιστον 30 cm από τις επιφάνειες των περιμετρικών διαμορφώσεων και το οποίο κατασκευάζεται από ανθεκτικό στην υγρασία υλικό, όπως π.χ. ένα υπερυψωμένο τοιχίο σκυροδέματος με υγροπροστατευτική επίστρωση, αρμολογημένη λιθοδομή κτλ. Ακόμη, οι περιμετρικές περιοχές έδρασης των ξύλινων στοιχείων απαιτούν επιπρόσθετη προστασία με στεγανοποιητικές μεμβράνες, μαστίχες σφράγισης κτλ., που τις διαχωρίζουν από τη βάση τους. Η γενικότερη υγροπροστασία των ξύλινων στοιχείων των όψεων από τα νερά των βροχοπτώσεων απαιτεί την πρόβλεψη κατάλληλου μήκους προστεγασμάτων.
Ο χώρος του μπαρ - εστιατορίου βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, σε μια ιδανική τοποθεσία στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου με πανοραμική θέα στο εμπορικό λιμάνι και στο χαρακτηριστικό βιομηχανικό skyline. Για να επιτευχθεί θέα σχεδόν 360°, εφαρμόστηκε η ιδέα ενός κεντρικού
κύβου, στον οποίο έχουν ενταχθεί όλες οι απαραίτητες λειτουργίες. Οι γυάλινοι τοίχοι που το περιβάλλουν και η απουσία σταθερών κατακόρυφων στοιχείων ήταν μια κατασκευαστική πρόκληση και η λύση δόθηκε με το concept του box-in-a-box, ώστε να καλυφθούν οι
προγραμματικές ανάγκες. Η αυστηρή γεωμετρική φόρμα του κύβου δημιουργεί φωλιές κρυφών λειτουργιών, όπως και επιφάνειες για τις εμφανείς λειτουργίες. Διακοσμημένος με μια μεγάλη ποικιλία φυτών, ο κύβος δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που θυμίζει έντονα φύση. Σαν αποτέλεσμα, όταν κάποιος ακολουθεί την κυκλική διαδρομή γύρω του, βιώνει την εμπειρία μιας "αστικής ζούγκλας". Συγκεκριμένα στοιχεία του χώρου δίνουν εσκεμμένα έμφαση σε αυτή την ατμόσφαιρα, που προσιδιάζει σε ένα άγριο και σκληρό τοπίο. Τα πλεκτά, διχτυωτά φωτιστικά και οι απεριποίητες ξύλινες επιφάνειες του μπαρ, είναι τέτοια
χαρακτηριστικά στοιχεία. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται κλουβιά, σαν αναφορές στον τρόπο που οι πρώτοι εξερευνητές του Νέου Κόσμου παγίδευαν και εξημέρωναν άγνωστα και εξωτικά είδη
ζώων και πουλιών. Μεταλλικές κούνιες - καθίσματα με φυτικές και ζωικές εκτυπωμένες απεικονίσεις στα υφάσματά τους, συμβολίζουν το οικείο και αιώνιο συναίσθημα που προξενεί ο καταπράσινος κήπος του σπιτιού. Αντίστοιχα τα δάπεδα είναι στρωμένα με πέτρα και κεραμικά πλακίδια.
Ένα καθόλα εναλλακτικό και διαδραστικό διάλειμμα για καφέ μπορεί κανείς να βιώσει στο κέντρο της πόλης της Καβάλας. Το "Black Drop" είναι ένα χώρος στον οποίο ο καφές αντιμετωπίζεται ως μια εμπειρία, ένα αστικό δρώμενο. Πρόκειται για ένα σύγχρονο "coffee shop" αναπτυσσόμενο προς στην πλατεία Καπνεργατών της Καβάλας, όντας παράλληλα διαμπερές. Στο εσωτερικό, ένας πάγκος επενδυμένος από χειροποίητο μωσαϊκό μετατρέπεται σε μία επιφάνεια ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων γύρω από την τέχνη του καφέ. Όλο αυτό πλαισιώνεται από ένα ορθογώνιο επίμηκες στοιχείο που διατρέχει το χώρο από την πρόσοψη μέχρι τον ακάλυπτο και παραλαμβάνει όλες τις βασικές λειτουργίες ενός "coffee shop". Η εναλλαγή του μωσαϊκού ως εξωτερική επιδερμίδα με τα φύλλα χαλκού ως μία αποκάλυψη της εσωτερικής δομής του συνθέτει ένα μίνιμαλ μεταβιομηχανικό σκηνικό με σαφή την παραπομπή στο βασικό υλικό, τον καφέ. Μια ξύλινη εξέδρα, οργανωμένη σε επίπεδα και τοποθετημένη προς την πολυσύχναστη πλατεία Καπνεργατών, διαταράσσει τα όρια με το εξωτερικό περιβάλλον. Ο χώρος του καταστήματος αμέσως αποκτά ποιότητες αστικής ανάπλασης μετατρέποντας την καφετέρια σε ένα χώρο συνεύρεσης επεκτείνοντας τον αστικό χώρο στο εσωτερικό του καφέ. Η εξέδρα δίνει τη δυνατότητα διοργάνωσης εκδηλώσεων και επιμορφωτικών σεμιναρίων με θέμα τον καφέ αλλά και μία άλλου τύπου κοινωνική επαφή. Αυτή η αναδυόμενη αστικότητα συμπληρώνεται με μια ξύλινη δομή με αναφορές στον παραμετρικό σχεδιασμό, στην οποία ο χρήστης μπορεί να καθίσει και να απολαύσει τον καφέ του με διαφορετικούς τρόπους. Ανάμεσα στους παλαιωμένους τοίχους συναντώνται έργα τέχνης ενσωματωμένα στο χώρο, όπως ένα πορτρέτο αποτελούμενο από χειροποίητα παραδοσιακά πλακάκια και ένα χάρτινο μοντέλο ρινόκερου αναλυμένο με τριγωνισμούς. Τόσο η εξωτερική όσο και οι εσωτερικές όψεις μέσα από τη χρήση διαφάνειας και γεωμετρικών μοτίβων με μία σύγχρονη εκφορά καταφέρνουν να εναρμονιστούν με το περιβάλλον της πλατείας όπου τα κτίρια είναι κυρίως εκλεκτικιστικά.
Το "Black Drop" είναι ένας τόπος στον οποίο η μεταβιομηχανική σύγχρονη αστική αισθητική συναντά την "εμμονή" των εραστών καφέ, με τρόπο που η εμπειρία του καφέ γίνεται μια κοινωνική πράξη.
Τα γραφεία κεντρικής διοίκησης της ασφαλιστικής εταιρείας βρίσκονται στον πέμπτο όροφο του κτιρίου της στο Χαλάνδρι Αττικής, το οποίο κατασκευάστηκε την δεκαετία του 90’. Όλα τα κλειστά γραφεία για τα στελέχη είναι τοποθετημένα στις γυάλινες προσόψεις του κτιρίου, αφήνοντας ένα κοινόχρηστο χώρο στη μέση. Αυτός ο χώρος είναι ιδιαίτερα σημαντικός διότι λειτουργεί ως χώρος υποδοχής για τους επισκέπτες καθώς και φιλοξενεί όλα τα γραφεία ανοιχτού τύπου της γραμματείας. Η βασική ιδέα επικεντρώθηκε στο να εισέλθει φυσικό φως στον κοινόχρηστο χώρο και να γίνει δυνατή η θέαση του περιβάλλοντος χώρου του κτιρίου από οποιοδήποτε εσωτερικό του σημείο. Χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό διαχωριστικά διπλού υαλοπετάσματος χωρίς πλαίσια ώστε να ενοποιηθούν οπτικά όλοι οι χώροι, επιτρέποντας όμως την ακουστική ιδιωτικότητά του κάθε κλειστού γραφείου. Στην ψευδοροφή τοποθετήθηκαν ρολοκουρτίνες ώστε να υπάρχει πλήρης οπτική απομόνωση όποτε χρειαστεί.
Τα γραφεία της γραμματείας του ενιαίου χώρου σχεδιάστηκαν ως μεμονωμένες νησίδες. Η θέση και η μορφή τους καθορίστηκε από τους άξονες κίνησης προς τα κλειστά γραφεία των στελεχών και από τα στατικά στοιχεία του κτιρίου, τα οποία ενσωματώθηκαν σε αυτές. Η διάταξη των φωτιστικών της ψευδοροφής ενίσχυσε την λογική των αξόνων κίνησης. Σε κάθε νησίδα ενσωματώθηκαν ξύλινες περσίδες σαν ένα ημιπερατό διαχωριστικό, δημιουργώντας μια ζεστή ατμόσφαιρα.
To Be Seen είναι ένα κατάστημα οπτικών που λειτουργεί στο Χαλάνδρι από το 1993. Η επέμβαση αφορούσε αφενός στον επανασχεδιασμό του υπάρχοντος κελύφους, αφετέρου στην επέκταση του σε όλο το μήκος της στοάς, στην αρχή της οποίας βρισκόταν το αρχικό κατάστημα, και στη σύνδεση των δύο χώρων με μια ενιαία λογική σχεδιασμού. Στόχος ήταν να μπορεί να παρουσιάζεται ένας μεγαλύτερος αριθμός από οπτικά και να αξιοποιείται όλος ο χώρος εσωτερικά, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια ελκυστική είσοδο και όψη για τον περαστικό.
Κεντρική ιδέα στο σχεδιασμό ήταν η διαμόρφωση μιας συνεχούς ροής κίνησης που θα μπορούσε καταρχήν να εισάγει τον περαστικό στην εγκάρσια στοά, και εν συνεχεία να τον παρακινεί να περπατήσει σε όλο το μήκος της. Προς την λογική αυτή σχεδιάστηκαν δύο καμπύλοι τοίχοι στην αρχή και το τέλος της στοάς, στο εσωτερικό του καταστήματος, οι οποίοι ταυτόχρονα θα εξυπηρετούσαν και την ανάγκη να κρυφτούν τα δύο κλιμακοστάσια που οδηγούν στον όροφο του καταστήματος, ο οποίος δε θα είχε πια εμπορική λειτουργία. Το κατάστημα αποτελείται από τον μπρος και τον πίσω χώρο, ο καθένας από τους οποίους έχει και τη δική του είσοδο και σύνδεση με την εξωτερική στοά, και αντίστοιχα το δικό του stand υποδοχής και εξυπηρέτησης, ενώ στη σύνδεση τους, τοποθετείται το ταμείο, ώστε να τους εξυπηρετεί και τους δύο. Στο πίσω μέρος του καταστήματος, και προκειμένου να αποστασιοποιείται από την κίνηση, δημιουργήθηκε ένα καθιστικό.
Ως προς τη γενικότερη αισθητική, επιλέχθηκε ένα βιομηχανικό ύφος, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα πιο ουδέτερο αλλά και ταυτόχρονα επιβλητικό εσωτερικό ως φόντο για την καλύτερη και σαφέστερη παρουσίαση των οπτικών. Ένας άλλος λόγος για την επιλογή αυτού του ύφους, προέκυπτε από την επιθυμία διαφοροποίησης του καταστήματος σε σχέση με γειτονικά καταστήματα οπτικών.
Στη λογική αυτή, η οροφή και τα δομικά στοιχεία καθαρίστηκαν από τις επικαλύψεις και έμειναν στην καθαρή ανεπίχριστη μορφή τους, ενώ οι πρόσθετοι εξοπλισμοί(σωληνώσεις κλιματισμού, ηλεκτρολογικά, ράγες και φώτα) επίσης παρέμειναν εμφανείς. Για το δάπεδο επιλέχθηκε η πατητή τσιμεντοκονία και για τα κουφώματα μαύρα μεταλλικά προφίλ. Για την καλύτερη αξιοποίηση του διαθέσιμου χώρου και προκειμένου να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του από επιφάνειες προβολής γυαλιών, επιδιώχτηκε η χρήση υλικών που θα έδιναν μια αίσθηση διαπερατότητας, ιδέα η οποία πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους. Αφενός, οι καμπύλοι τοίχοι, κατασκευάστηκαν από ξύλινα τούβλα, τοποθετημένα σε τέτοια απόσταση που να είναι δυνατόν ανάμεσα τους να εκτίθενται οπτικά, και χρησιμοποιήθηκαν για την παρουσίαση των οπτικών ηλίου. Αφετέρου, για την κατακόρυφη παρουσίαση των οπτικών στους υπόλοιπους τοίχους του καταστήματος, χρησιμοποιήθηκε λευκή διάτρητη λαμαρίνα με στερεωμένα ράφια και κρυφό φωτισμό από πίσω, προκειμένου να φαίνονται καθαρότερα τα οπτικά οράσεως. Οι υπόλοιποι πάγκοι, σχεδιασμένοι από ξύλο και μέταλλο, τοποθετήθηκαν σε όλο το μήκος της κίνησης, ενώ στο πάνω μέρος αυτών που βρίσκονται στο κέντρο του πίσω χώρου, προστέθηκαν επιμήκεις καθρέφτες. Τέλος, όσοι τοίχοι δεν καλύφθηκαν από κάποια κατασκευή, επενδύθηκαν με κεραμικό τούβλο βαμμένο λευκό.
Εξωτερικά του καταστήματος, στον ημιυπαίθριο χώρο της στοάς, ο οποίος καλυπτόταν από μια κατασκευή από μέταλλο και γυαλί, προστέθηκε από τη κάτω πλευρά μια ξύλινη κατασκευή από τάβλες σε σχήμα γάμα ως προς την όψη του κτιρίου, ενώ σε όλο το μήκος της μεσοτοιχίας εντός της στοάς, τοποθετήθηκε ένας σταθερός πάγκος από τσιμεντοκονία. Τα δύο αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό και με τον κρυφό φωτισμό σχεδιάστηκαν με στόχο να δημιουργηθεί μια εντυπωσιακή είσοδος στη στοά που θα μπορούσε να προσελκύσει περισσότερο κόσμο, και να ενοποιηθεί οπτικά ο εσωτερικός με τον εξωτερικό χώρο.
Κάποια από τα κινητά έπιπλα(καναπές, τραπέζια, καρέκλες, φωτιστικά), και άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, επιλέχθηκαν ώστε να ακολουθούν μια πιο ρετρό (vintage) αισθητική, προκειμένου να δημιουργείται ένας πιο ζεστός εσωτερικός χώρος και μια ισορροπία σε αντιπαραβολή με τα ψυχρά – βιομηχανικού ύφους (industrial) δομικά στοιχεία.