Τα συρόμενα διαχωριστικά πολυκαρβονικά φύλλα οριοθετούν τον χώρο συναντήσεων - συνεργασίας, αναδεικνύουν την πολυμορφικότητά του και διαφοροποιούν την ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανάλογα με την οπτική γωνία, τις διαθλάσεις και τις αντανακλάσεις του φωτός. Κλειστά, αγκαλιάζουν το κεντρικό υποστύλωμα από σκυρόδεμα προσφέροντας ένα φίλτρο ιδιωτικότητας για τις συναντήσεις, ενώ ανοικτά επιτρέπουν τη ροή των κινήσεων και τον μετατρέπουν σε εξωστρεφή χώρο συνεργασίας, που αλληλεπιδρά με τις θέσεις εργασίας και το εξωτερικό.
Φωτογραφίες: Όλγα Δέικου

Το διαμέρισμα στην οδό Τσιμισκή, που δικαίως έχει ονομαστεί "Pied-à-Terre" (προσωπική κατοικία παροδικής διαμονής), προσεγγίστηκε με βάση τις ανάγκες των ιδιοκτητών, πατέρα επιχειρηματία διαρκώς μετακινούμενου και γιου φοιτητή με οικογενειακή έδρα την Αθήνα και την απόλυτη προτίμησή τους στις καθαρές γραμμές και την απλότητα.
Η ανακαίνιση και επαναδιοργάνωση της κάτοψης ενός τυπικού 60's μεσοαστικού διαμερίσματος, ολοκληρώθηκε μετά από καθαιρέσεις και ριζικές αλλαγές στη διάταξή του.
Μία ενιαία σχεδιαστική γραφή αφορά στο σύνολο των χώρων· λιτή, αυστηρή και χωρίς τη μεσολάβηση πολλών υλικών σύμφωνα και με τις υποδείξεις των χρηστών.
Οι δύο ζώνες της καθημερινής ζωής, σημειακά διαχωρισμένες από την ελεύθερη στο χώρο πλάτη τηλεόρασης, χαρακτηρίζονται εμφατικά από το υπερμεγέθες τραπέζι πολλαπλών χρήσεων και από τον σκόπιμα "δυσανάλογο" με το χώρο καναπέ.
Αξονικά στο τραπέζι το οργανωμένο άνοιγμα παρέχει επικοινωνία με την εστία της κουζίνας, ενώ η συρόμενη πόρτα την αναγκαία οπτική απομόνωση από το χώρο του καθιστικού.
Ο κύριος διάδρομος, ευθυγραμμισμένος μέσα από την ένθεση σε προϋπάρχουσες εσοχές, αποθηκευτικών χώρων ιματιοθήκης και παπουτσοθήκης, οδηγεί στα υπνοδωμάτια και διασταυρώνεται κάθετα στο μέσο του, με την πρόσβαση στα δύο λουτρά.
Το σύνολο αποπνέει μία εύθραστη, διακριτική αναφορά στον αισιόδοξο μοντερνισμό της Αθήνας των δεκαετιών του ‘50 και ‘60, μέσα από την επιλεκτική χρήση χρωμάτων και στοιχείων εξοπλισμού που παρέμειναν "σύμβολα".

 

Το έργο βρίσκεται στην Ηλιούπολη, σε μια ήσυχη γειτονιά λίγο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Αφορά ένα μισοβυθισμένο υπόγειο μιας τυπικής τριώροφης πολυκατοικίας που χρησιμοποιούνταν ώς αποθήκη. Το εμβαδόν του είναι μόλις 56 τετραγωνικά μέτρα. Οι πελάτες, ένα ευχάριστο νεαρό ζευγάρι αποφάσισαν να μετατρέψουν το χώρο σε διαμέρισμα. Εξαιτίας της βύθισης του χώρου σε σχέση με το δρόμο και επειδή μόνο από αυτή την πλευρά έρχεται φυσικό φώς, ο χώρος έχει μια αίσθηση υπόσκαφου και είναι σκιερός. Το γεγονός αυτό τον καθιστά ευχάριστο και δροσερό παρά το ζεστό κλίμα και τον έντονο ήλιο της Αθήνας τους περισσότερους μήνες του χρόνου.
Στόχος της ανακαίνισης υπήρξε να ενταθεί αυτή η αρχική αίσθηση ‘σπηλιάς’. Διατηρήθηκαν τα υπάρχοντα χαρακτηριστικά του χώρου, όπως οι ημιτελείς επιφάνειες από μπετόν στις κολώνες, δοκάρια και οροφή. Για να κρατηθεί το κόστος χαμηλό, διατηρήθηκαν τα υπάρχοντα σιδερένια παράθυρα και η εξώπορτα, καθώς και η υπάρχουσα μικρή τουαλέτα στην οποία προστέθηκε χώρος ντους. Προκειμένου να μην ελαχιστοποιηθεί περαιτέρω η αίσθηση του μικρού μεγέθους του χώρου, δεν προστέθηκαν καθόλου εσωτερικοί τοίχοι. Αντ’ 'αυτού, τα διάφορα λειτουργικά στοιχεία πήραν τη μορφή επίπλων που σε συνδυασμό με επιπλέον οπτικά και χωρικά φίλτρα όπως συρόμενα χωρίσματα, κουρτίνες και κρεμαστά ράφια οριοθετούν επαρκώς τις επιμέρους χωρικές ενότητες. Η ποικιλία και οι διαφορετικοί τύποι κατασκευών, λεπτομερειών και αισθητικών επιλογών κάνει το χώρο να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος και οι διάφορες διατρήσεις στις κατασκευές αφήνει το βλέμμα να κινηθεί και να δημιουργεί την ψευδαίσθηση βάθους. Το οπτικό και χωρικό αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα αναπάντεχο και πλούσιο.

Ο κλειστός φωταγωγός, που βρισκόταν στη μέση ενός υπάρχοντος διαμερίσματος τριών υπνοδωματίων στην Αθήνα, ανοίχθηκε και ο ανοιχτός χώρος που προέκυψε κρατήθηκε. Η κατεδάφιση όλων των τοίχων επέτρεψε την χωρίς εμπόδια κυκλοφορία γύρω από το κέντρο του ευρύχωρου πλέον εσωτερικού. Μεγάλα παράθυρα που ανοίγουν με πολλαπλούς τρόπους τοποθετήθηκαν στις τέσσερις πλευρές του. Αποκαλύφθηκαν έτσι ο άφθονος φυσικός φωτισμός και η διαμπερής θέα καθ΄ όλο το βάθος του διαμερίσματος. Δημιουργήθηκε μια απροσδόκητη αίσθηση μεγαλοπρέπειας, που ενισχύεται από τη χρήση μιας πλούσιας ποικιλίας υλικών και φινιρισμάτων. Αυτά δημιουργούν κάθε φορά και διαφορετική ατμόσφαιρα. Τα πανταχόθεν ελεύθερα τοποθετημένα έπιπλα φέρουν όλες τις λειτουργίες. Ελαφρά διαχωριστικά στοιχεία δημιουργούν οπτικά φίλτρα μεταξύ των διαφόρων περιοχών, αντικαθιστώντας τους τοίχους στην ανοικτή κάτοψη. Ένα μακρύ τραπέζι κουζίνας, που συνδυάζεται με τον χώρο παρασκευής φαγητού και μοιάζει να αιωρείται μαγικά, τοποθετήθηκε στο κέντρο της τραπεζαρίας. Ο όλος χώρος μετατρέπεται σε ένα μικρό κόσμο, με διαφορετικές γειτονιές που ταιριάζουν σε μεταβαλλόμενες διαθέσεις και ώρες της ημέρας.

"Το χωράφι ήταν το σπίτι μιας οικογένειας από πέρδικες που συνεχίζουν να ζουν εκεί".
Το οικόπεδο βρίσκεται στη θέση Άγιος Γιάννης στην Δ.Κ. Κώστου του δήμου Πάρου. Έχει προσανατολισμό νοτιοανατολικό στη μεγάλη πλευρά, με θέα προς την θάλασσα και τον κόλπο της Νάξου. Το κτίριο ακουμπά στην πλαγιά του λόφου και προσαρμόζεται στις τοπογραφικές καμπύλες, ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους۰ στη δυτική πλευρά είναι σχεδόν υπόσκαφο. Οι τεθλασμένοι τοίχοι παραπέμπουν στις πεζούλες που συναντάμε στις Κυκλάδες, συγκροτώντας ένα κέλυφος, το οποίο διατηρεί ευνοϊκό μικροκλίμα σε κάθε καιρική συνθήκη.
Στη δυτική πλευρά και στο υψηλότερο σημείο του οικοπέδου διαμορφώνεται μια είσοδος / κατάβαση, η οποία οδηγεί στην καρδιά της κατοικίας. Ένας διαμήκης διάδρομος συνδέει τα δωμάτια της κεντρικής κατοικίας προσφέροντας καρέ καρέ θεάσεις προς το ακρωτήρι του Κέφαλου στην Πάρο και τη γειτονική Νάξο, μέσα από τα επιλεγμένα ανοίγματα της νοτιοανατολικής όψης της κατοικίας. Η κατάβαση προς το εσωτερικό και στη συνέχεια προς το μεγάλο εξωτερικό πλάτωμα των χώρων διημέρευσης είναι μια σταδιακή μετάβαση προς τα καδραρισμένα τοπόσημα του Αιγαίου μέσα από την κατοικία και την πανοραμική θέα από το πλάτωμα: η Νάουσα, η χώρα της Νάξου, το ακρωτήρι Αντικεφάλου, η δυτική πλευρά της Νάξου, το Καστράκι, η Ηρακλειά και η Ίος απλώνονται μπροστά στα μάτια του κατοίκου / θεατή.
Οι στρωμένες με μωσαϊκά αυλές διαμορφώνονται δίπλα στους χώρους διημέρευσης και ακολουθούν τη φυσική κλίση του εδάφους. Η περίκλειστη αυλή στη δυτική πλευρά συνδέεται άμεσα με το καθιστικό, το οποίο μαζί με την κουζίνα και τα δύο υπνοδωμάτια έχουν θέα προς τη θάλασσα. Σε χαμηλότερο επίπεδο τοποθετείται υπόσκαφος ξενώνας.
Έχει δοθεί έμφαση στην "πέμπτη" όψη, δηλαδή στην όψη των δωμάτων. Το στοιχείο της επανάληψης και της τυποποίησης των ανοιγμάτων κυριαρχεί στο σχεδιασμό.
Η κατοικία έχει τη διττή μορφή μιας αρχιτεκτονικής που εντάσσεται στις γεωμετρίες του τοπίου και ενός τοίχου που δημιουργεί χώρους κατοίκησης, εκφρασμένου ως μία όψη που οριοθετεί τα επίπεδα και παράλληλα οργανώνει χώρους διημέρευσης και θέασης. Ο σχεδιασμός δεν ακολουθεί την παραδοσιακή παράταξη κυβικών όγκων, αντίθετα, ορίζει πίσω από ένα λευκό τοίχο μια σειρά από αίθρια, πορείες, περίκλειστες αυλές, καταβάσεις και κλίμακες, που συνδέουν επίπεδα κίνησης και οπτικές.
Η αρχιτεκτονική έκφραση γεννιέται χρησιμοποιώντας στοιχεία του περιβάλλοντος, συμπληρώνει τα κενά επαναπροσδιορίζοντας ανάγκες, εικόνες και ειδικότερα χώρους κατοίκησης. Λειτουργεί συμπληρωματικά - προσθετικά, σφιχταγκαλιάζει την επιφάνεια του τοπίου, ριζώνει πάνω του, γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του.

 

 

Η καφετέρια "The Block" βρίσκεται στην κεντρική πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, ολοκληρώθηκε το 2021. Το έργο αφορά ανακαίνιση υπάρχουσας καφετέριας και εστιατορίου, καθώς και τη δημιουργία νέου υπαίθριου χώρου εστίασης. Η πρόκληση στο έργο ήταν, να δημιουργηθεί ένας αρμονικός και φιλόξενος χώρος που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών και να προσαρμοστεί σε διάφορες λειτουργίες. Η καφετέρια χωρίζεται σε τρεις διακριτές ζώνες.
Στο βαθύτερο μέρος της εσωτερικής παρέμβασης, είναι ένας διαχωρισμένος χώρος που φιλοξενεί εκδηλώσεις και παρουσιάσεις από τη σχολή μαγειρικής του πανεπιστημίου. Ο συγκεκριμένος χώρος είναι διαρρυθμισμένος ως εστιατόριο με ανεξάρτητα τραπέζια, καθίσματα και μπαρ. Η μόνη πηγή φωτός που υπήρχε στην υφιστάμενη κατάσταση ήταν ένα εξαγωνικός φεγγίτες κεντρικά του χώρου.
Στην πρόταση ιδέα του φεγγίτη ενισχύεται με την εγκατάσταση του συστήματος ενισχύεται με ένα κυκλικό κάθισμα μπαρ και μια ζαρντινιέρα. Μαζί αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δημιουργούν μια κεντρική σύνθεση που οργανώνει τον χώρο γύρω της.
Η τραπεζαρία αποτελεί το πιο πολυσύχναστο και κεντρικό μέρος της καφετέριας. Περιλαμβάνει καντίνα, καφέ και ζεστό μπουφέ. Για την οργάνωση της μεγάλης ροής του κόσμου και τον διαχωρισμό μεταξύ του καθιστικού χώρου και της ουράς φαγητού, οι αρχιτέκτονες χρησιμοποίησαν ελαφριές μεταλλικές κατασκευές και ανθώνες. Κατά μήκος της βεράντας εγκαταστάθηκαν μεγάλα συρόμενα παράθυρα, τα οποία με το άνοιγμα τους ενώνουν τον εσωτερικό με εξωτερικό χώρο.
Στον εξωτερικό χώρο, σκοπός ήταν η διακριτική χωροθέτηση μιας εκτεταμένης καθιστικής ζώνης με στεγασμένο χώρο, σε σχέση με το υπάρχον κτίριο. Ένα σετ από τρεις μινιμαλιστικές λευκές πέργκολες δημιουργήθηκε σαν φίλτρο μεταξύ του χώρου του parking και της καφετέριας. Ο καθιστικός χώρος και οι ανθώνες τοποθετούνται με τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν άνετους χώρους που δεν παρατηρούνται εύκολα από την πλευρά του parking, διατηρώντας μια ιδιωτικότητα στις πέργκολες. Στο δάπεδο τοποθετείται decking καθ’ όλη την έκταση του εξωτερικού χώρου για να οριοθετήσει την τραπεζαρία από την υπόλοιπη πανεπιστημιούπολη.
Μια χαλαρή και ανάλαφρη ατμόσφαιρα δημιουργείται στο έργο μέσα από μια μίνιμαλ παλέτα υλικών από λευκά, τσιμεντένια και δρύινα φινιρίσματα, άφθονη χρήση φυτών και μια πινελιά χρώματος στην ταπετσαρία των καθισμάτων.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΥΛΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΡΤΙΟΤΗΤΑ

Σε χώρες, όπως η Ελλάδα, στις οποίες οι καιρικές συνθήκες επιτρέπουν την παραμονή σε εξωτερικούς χώρους τουλάχιστον κατά τη μισή διάρκεια του χρόνου, οι υπαίθριοι χώροι των καταστημάτων εστίασης αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός εστιατορίου. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με την απαγόρευση του καπνίσματος στους εσωτερικούς χώρους και την πρόσφατη πανδημία COVID-19, οι χρήστες επιδιώκουν όλο και συχνότερα τους υπαίθριους χώρους, ακόμη και κατά τους χειμερινούς μήνες. Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες των εστιατορίων στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τους πελάτες τους και να εξασφαλίσουν τη λειτουργική και οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους επενδύουν περισσότερο στη διαμόρφωση των υπαίθριων χώρων σε σχέση με παλαιότερα, εγκαθιστώντας τις κατάλληλες υποδομές για ετήσια χρήση και εξασφαλίζοντας λειτουργικά και αισθητικά μια εντύπωση αντίστοιχη με αυτήν της παραμονής στους εσωτερικούς χώρους. 

Η αρχιτεκτονική ταυτότητα της περιοχής της Νίκαιας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικού αστικού τοπίου. Κύριο ζητούμενο της σύνθεσης αυτής είναι ο επαναπροσδιορισμός του εσωτερικού μιας τυπικής κατοικίας.
Η ενίσχυση της αντίθεσης και η δημιουργία ενός νέου λεξιλογίου ήταν βασική προϋπόθεση για τη σχεδίαση του χώρου. Σχεδιαστικό εργαλείο αποτέλεσε η καμπύλη γραμμή ώστε να ενισχυθεί η φυσική ροή της κίνησης στο χώρο, βιώνοντας τον ως μια τοπιακή συνθήκη σημείων και καμπυλών.
Μεγαλύτερη πρόκληση αποτέλεσε η δημιουργία των χώρων ώστε να είναι λειτουργικοί αλλά να δημιουργούν, ταυτόχρονα, την αίσθηση μιας λευκής ουτοπίας. Ο φωτισμός τοποθετείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπογραμμισθούν οι γεωμετρίες της σύνθεσης ενισχύοντας τις αντιθέσεις μεταξύ εσωτερικού-εξωτερικού, ενώ δίνει τη δυνατότητα ένδυσης του λευκού χώρου με όποια χρωματικότητα θα ήθελε να βιώσει ο χρήστης την εκάστοτε στιγμή.

 

Αυτή η παραθαλάσσια πολυκατοικία πέντε κατοικιών βρίσκεται σε γωνιακό οικόπεδο στα νότια προάστια της Αθήνας, στην πύλη της αθηναϊκής ριβιέρας. Έχει θέα στην παραλία προς την Αίγινα και τους μακρινούς λόφους του Πόρου, ενώ πίσω της υψώνεται ο Υμηττός.
Αποτελείται από τέσσερα διαμερίσματα που βρίσκονται εκατέρωθεν ενός χώρου υποδοχής τριπλού όγκου, ο οποίος παρέχει πρόσβαση σε διαμορφωμένους κήπους με διπλές πισίνες μπροστά. Ένα ρετιρέ δύο επιπέδων εκτείνεται σε όλο το πλάτος του όγκου, σε υποχώρηση από την άκρη του κτιρίου.
Το μπροστινό μέρος του κτιρίου παρουσιάζει μια πολυεπίπεδη προσέγγιση με εκτεταμένα υαλοστάσια, υποστυλώματα σε υποχώρηση και κινητά πετάσματα που μετριάζουν το έντονο φως και παρέχουν ιδιωτικότητα, ενώ επιτρέπουν στους εσωτερικούς χώρους να ανοίγουν προς τη θέα. Αντιθέτως, το πίσω μέρος του κτιρίου διαθέτει μια συμπαγή πρόσοψη με μικρά ανοίγματα, για απομόνωση από τους γείτονές του στο πλάι και πίσω. Ο σχεδιασμός της μπροστινής πρόσοψης δίνει έμφαση στο παιχνίδι οριζόντιων και κατακόρυφων χαράξεων. Τα καθαρά, λευκά φινιρίσματα και οι σχεδόν κλασικές συμμετρικές αναλογίες του κτιρίου αντικατοπτρίζουν μια σύγχρονη αρχιτεκτονική προσέγγιση, που βασίζεται στην κλιματικά κατάλληλη μεσογειακή παράδοση, αλλά εκφράζεται με μια γλώσσα διαχρονικού μινιμαλισμού.
Βασικά ζητούμενα του πελάτη ήταν η δημιουργία ενός ευέλικτου διαμερίσματος, που θα μπορούσε εύκολα να φιλοξενήσει μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις και επίσης να προσφέρει μια αίσθηση οικειότητας όταν δεν υπήρχαν επισκέπτες. Χρειαζόταν επίσης ένα χώρο σαν γκαλερί, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει και να παρουσιάσει έργα τέχνης. Το ρετιρέ οργανώνεται γύρω από έναν μεγάλο, κεντρικό όγκο, που λειτουργεί ως ο κύριος χώρος διαβίωσης και γκαλερί. Ο όγκος του ανταποκρίνεται στην κλίμακα της θέας, ενώ οι μεγάλες μηχανοκίνητες γυάλινες συρόμενες πόρτες και οι κινητές σίτες "χωνεύονται" στους τοίχους, θολώνοντας τα όρια μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων.
Γύρω από αυτόν τον κεντρικό όγκο διατάσσονται απλοί όγκοι, ενώ τα μεγάλα οριζόντια ανοίγματα διατηρούν μια αίσθηση ελαφρότητας στον σχεδιασμό. Οι χώροι διαβίωσης αντιπροσωπεύουν μια εκλεπτυσμένη αλληλεπίδραση συμπαγών και κενών στοιχείων, με επίπεδα που "γλιστρούν" το ένα μέσα στο άλλο και τέμνονται, δανειζόμενοι χώρο το ένα από το άλλο, ενώ δημιουργούν ενότητα και συνοχή. Οι λειτουργίες ορίζονται διαισθητικά και ενισχύουν την ικανότητα των διαφόρων χώρων να παρέχουν ξεχωριστές εμπειρίες.
Το σαλόνι και η τραπεζαρία είναι "κρυμμένα" στις δύο πλευρές του κεντρικού όγκου, για να δημιουργήσουν πιο οικείους κοινωνικούς χώρους. Πίσω από την τραπεζαρία βρίσκεται μια κουζίνα, με δυνατότητα διαχωρισμού. Ένα επιπλέον δωμάτιο/εφεδρικό υπνοδωμάτιο τοποθετείται πίσω από το σαλόνι στην άλλη πλευρά. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονται εκατέρωθεν του διπλού όγκου στο επάνω επίπεδο. Χωνευτές συρόμενες θύρες καθιστούν δυνατό το άνοιγμα του επάνω επιπέδου, έτσι ώστε ο συνολικός χώρος να μπορεί να λειτουργεί ως ενιαίος, χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ των άνω και κάτω περιοχών, αλλά να μπορεί και να περικλείεται για ιδιωτικότητα.
Μια κομψή, εκλεπτυσμένη προσέγγιση χαρακτηρίζει το εσωτερικό του ρετιρέ και τη βεράντα του. Έχει γίνει συνειδητή προσπάθεια για να αποφευχθούν οι υπερβολικές λεπτομέρειες και να μειωθεί ο οπτικός θόρυβος.
Η παλέτα φυσικών υλικών από ξύλο και πέτρα σε όλο το εσωτερικό συνδυάζεται με λευκό και τονίζεται με μπρονζέ στοιχεία, όπως το "φρύδι" από ινοτσιμέντο που πλαισιώνει τον διώροφο όγκο. Η γλώσσα των οριζόντιων και κατακόρυφων επιπέδων που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική συνεχίζεται στο εσωτερικό, όπου οι τοίχοι, τα χωρίσματα και τα ντουλάπια διαβάζονται επίσης ως απλά επίπεδα. Οι λεπτομέρειες έχουν περιοριστεί σε καθαρές επιφάνειες, άψογα ενσωματωμένα ντουλάπια, συνεχείς οροφές και μεγάλα πλακίδια δαπέδου από ψαμμίτη. Το εσωτερικό ανοίγεται σε μια περιμετρική βεράντα, προστατευμένη από μια λεπτή πλωτή οροφή, η οποία περιλαμβάνει πισίνα με δάπεδο από ψαμμίτη. Μονόστηλες πέργκολες τοποθετούνται συμμετρικά και παρέχουν καταφύγιο για φαγητό στο ύπαιθρο, καθίσματα και ψυχαγωγία δίπλα στην πισίνα. Ημιπερατά πετάσματα που τυλίγονται γύρω από τη βεράντα επιτρέπουν τη διαχείριση της ιδιωτικότητας, του κλίματος και της θέας, με τις περσίδες τους σε γωνία για να αφήνουν τη θέα όπου είναι δυνατόν. Τα γυάλινα κιγκλιδώματα διασφαλίζουν ότι η θέα στη θάλασσα μπροστά είναι απρόσκοπτη. Αυτή η αυστηρή και πειθαρχημένη προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και του εσωτερικού σχεδιασμού ενισχύει την καθαρότητα των όγκων και δημιουργεί μια αίσθηση κομψότητας. Η περιορισμένη παλέτα και οι διακριτικές αποχρώσεις δημιουργούν ένα μινιμαλιστικό περιβάλλον με μια αίσθηση ελευθερίας. Μια κατάλληλη αρχιτεκτονική απάντηση στη φυσική μεσογειακή ομορφιά του τοπίου.

 

Point Supreme were founded in Rotterdam in 2008 by Greece-born Marianna Rentzou and Konstantinos Pantazis after living and working in Athens, London, Brussels, Tokyo and Rotterdam (OMA, MVRDV). They have won 1st prize in various international competitions such as for a Social Housing in Trondheim, the Faliro Pier in Athens, a sheltered public space in Tel Aviv (built), a Firestation in Belgium (built), the new Architecture school in Marseille and an Artists Centre in Genk (both under construction).
They regularly publish self-initiated projects for Athens. Their work has been exhibited at the Venice Biennale, The Chigaco Biennale and the Lisbon Triennale among others and has been published in three books: ‘Athens Projects’, (Graham Foundation, 2015), ‘Radical Realities’ (Divisare, 2017) and a dedicated issue of a+u (2023). They teach internationally at architecture schools such as Columbia University in New York and EPFL in Lauzanne.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.