Το αρχιτεκτονικό γραφείο Leaf Architects Studio δημιουργήθηκε το 2010 και εδρεύει στην Θεσσαλονίκη. Ιδρυτής του γραφείου είναι ο αρχιτέκτων Θεόδωρος Γκαζοτζής.
Ο Θεόδωρος Γκαζοτζής σπούδασε αρχιτεκτονική στο UNL και στο London Metropolitan University. Στη συνέχεια, απέκτησε το Master’s Degree στο Computer Imaging in Architecture από το Westminster university. Εργάσθηκε επί σειρά ετών στο αρχιτεκτονικό γραφείο GRIMSHAW architects στο Λονδίνο σε projects υψηλού προφίλ, προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Το γραφείο παρέχει ένα ολοκληρωμένο πακέτο αρχιτεκτονικών υπηρεσιών, περιλαμβάνοντας αρχιτεκτονική μελέτη και επίβλεψη, μελέτη εσωτερικών χώρων, μελέτες ανακαινίσεων, σχεδιασμό επίπλων και φωτιστικών, καθώς και διαχείριση έργου.
Η σχεδιαστική προσέγγιση του γραφείου βασίζεται στην ανάλυση και στην εξερεύνηση. Βασικός στόχος είναι η δημιουργία σύγχρονης, καινοτόμου και βιώσιμης αρχιτεκτονικής, που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πελάτη και του τελικού χρήστη, μέσα από την κατανόηση των υλικών και τη χρήση όλων των μέσων και εργαλείων, που παρέχει ο σύγχρονος κόσμος.
Κάθε project είναι μια ξεχωριστή πρόκληση αλλά και μια μοναδική ευκαιρία για δημιουργία.
Το αρχιτεκτονικό γραφείο ανέλαβε το σχεδιασμό ενός κτιρίου με διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, στο κέντρο Θεσσαλονίκης. Κάθε διαμέρισμα έχει σχεδιαστεί με γνώμονα την ευελιξία και την άνεση του ενοίκου, συνδυάζοντας μέσα από ένα αρμονικό αποτέλεσμα, όλες τις απαραίτητες χρήσεις. Στα διαμερίσματα ακολουθείται σχεδιασμός με καθαρές γραμμές σε βασικές γεωμετρίες και φυσικά υλικά. Στόχος ήταν να αναδειχθεί το βασικό υλικών όλων των χώρων του κτιρίου πριν την ανακαίνιση, το μωσαϊκό, το οποίο πλέον είτε επενδύει μεγάλες επιφάνειες, είτε αποτελεί λεπτομέρεια, ως μέρος ειδικών κατασκευών. Οι υπόλοιποι χρωματισμοί αποτελούν μέρος της χρωματικής παλέτας των μωσαϊκών και συνδυάζονται με φυσικό δρυ, για ένα φιλόξενο αποτέλεσμα.
Σε αυτό το έργο πραγματοποιήθηκε ο επανασχεδιασμός της ρεσεψιόν της έδρας της Accenture στην Αθήνα. Ο στόχος ήταν ένας σχεδιασμός που θα ταιριάζει στο κύρος αυτής της διεθνούς εταιρείας και θα παρέχει έναν ελάχιστο, αλλά κομψό σχεδιασμό. Δυναμικά στοιχεία έχουν τοποθετηθεί στον χώρο, όπως οι κρεμαστές ξύλινες περσίδες στην οροφή, οι μονολιθικοί πέτρινοι όγκοι και ο κατακόρυφος κήπος. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι το ξύλο, το λευκό μάρμαρο, το πρωτοποριακό corian και το φυτό βρύο.
Φωτογραφίες: Πυγμαλίων Καρατζάς
Ως τρόπος διαχωρισμού της χρήσης και της ατμόσφαιρας των διαφόρων χώρων, το επίπεδο του σαλονιού και της τραπεζαρίας τοποθετήθηκε λίγο χαμηλότερα. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως γήινα υλικά - ξύλο, λευκή πέτρα και θερμός φωτισμός- δημιουργώντας έτσι μια πιο οικεία ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στον χώρο του διαδρόμου και του καθιστικού, σχεδιάστηκε ένα μπαρ με ψηλά σκαμπό, δημιουργώντας στενότερη σχέση μεταξύ των δύο χώρων.
Φωτογραφίες: Creative Photo Room
Το κατάστημα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης των Σερρών και αναπτύσσεται σε δυο επίπεδα με συνολικό εμβαδό 68 m2. Στο χώρο, κυριαρχεί ο συνδυασμός του μωσαϊκού σε γκρι αποχρώσεις σε συνδυασμό με τα κατακόρυφα στοιχεία της ξύλινης επένδυσης. Η κατασκευή του ταμείου παίζει κυρίαρχο ρόλο στον χώρο με το υλικό του δαπέδου να μεταφέρεται ως επένδυση στο ίδιο το ταμείο. Μεταλλικές κατασκευές σε μαύρο χρώμα, ολοκληρώνουν την σύνθεση.
Φωτογραφίες: Leaf Architects Studio
Αφετηρία σχεδιασμού
Σε ένα αδιέξοδο της οδού Σαρρή, το παλιό διώροφο στοιχειοχυτήριο ιδιοκτησίας Καρπαθάκη – Αναγνωστόπουλου, κτισμένο το 1930, ανασκευάζεται εξ’ ολοκλήρου και διαμορφώνεται σε ένα boutique ξενοδοχείο δώδεκα αυτοτελών διαμερισμάτων, προτείνοντας έναν νέο χώρο φιλοξενίας στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας. Από την είσοδο του κτηρίου, μέχρι και το φυτεμένο δώμα, οι αρχιτέκτονες επέλεξαν να συνδιαλέξουν στοιχεία της αθηναϊκής ιστορίας, του βιοτεχνικού χαρακτήρα της συνοικίας Ψυρρή, του ελληνικού τοπίου - μέσω των υλικών της κατασκευής (μάρμαρο, μωσαϊκό, πέτρα) και ενός συγχρόνου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Η συνολική επιφάνεια του κτηρίου ανέρχεται στα 860 m2 τα οποία και διαμοιράζονται σε 5 στάθμες. Στο υπόγειο συγκεντρώνονται όλοι οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στο ισόγειο βρίσκεται ο χώρος υποδοχής. Τα 12 διαμερίσματα του ξενοδοχείου αναπτύσσονται στους τρεις ορόφους και το δώμα φυτεύεται εξ' ολοκλήρου με φυτά ελληνικού τοπίου, προσφέροντας ένα χώρο χαλάρωσης με θέα sτο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Βασικές αρχές κατασκευής
Ο σεβασμός του βασικού δομικού κελύφους του ακινήτου, του ιδιαίτερου ογκοπλαστικού του χαρακτήρα, καθώς και η διάσωση - επανένταξη στοιχείων καθοριστικών για τη συνέχεια της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας, αποτέλεσαν βασικό οδηγό των αρχιτεκτόνων κατά το στάδιο της μελέτης του έργου. Το κτίριο ενισχύθηκε στατικά, ώστε να ανταποκρίνεται στα φορτία του φυτεμένου δώματος και της νέας χρήσης του ως boutique hotel. Τα οργανωμένα σε κατακόρυφους άξονες βιομηχανικά παράθυρα, κάποια εκ των οποίων φτάνουν έως και τα πέντε μέτρα ύψος, αντικαταστάθηκαν από νέα σιδερένια κουφώματα ίδιας τυπολογίας στην όψη, ενισχυμένα όμως με διπλούς υαλοπίνακες, ώστε να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες σε θερμομόνωση και ηχομόνωση. Συγχρόνως, οι αρχιτέκτονες έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση και ανάδειξη όλων των πέτρινων τοιχοποιιών του ακινήτου. Οι δυο μεταγενέστερες προσθήκες του κτηρίου - αυθαίρετες κατασκευές που προστέθηκαν κατά τη δεκαετία του ’90 – ενσωματώθηκαν στο γενικότερο σχεδιασμό ως πράσινοι κύβοι - "παράσιτα" και αναδείχθηκαν με την εξ ολοκλήρου διαφοροποίηση των υλικών κατασκευής τους σε επίπεδο όψεων: οι ελεύθερες έδρες τους πλαισιώθηκαν με ελληνικά φυτά, ενώ τα νέα ορθογώνια ανοίγματα – αποτελούμενα από Cor-ten λεπτομέρειες και κουφώματα αλουμινίου – καδράρουν το βλέμμα του επισκέπτη προς τις εκάστοτε οπτικές φυγές. Η αντίθεση μεταξύ παλαιού και νέου κελύφους έχει ως στόχο το καθαρό διαχωρισμό της κάθε επέμβασης, την ειλικρίνεια της κατασκευής και τη δημιουργία ενός σύγχρονου ορόσημου για τον επισκέπτη και περιπατητή, εντός του αθηναϊκού αστικού ιστού.
Η εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση υπακούει στα υφιστάμενα ανοίγματα των όψεων, τα οποία προσφέρουν φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλους τους κύριους χώρους. Οι δώδεκα χώροι φιλοξενίας διαφοροποιούνται πλήρως μεταξύ τους ως προς την σχεδιαστική προσέγγιση, τα εσωτερικά ύψη, την οργάνωση των χρήσεων ή τον όροφο στον οποίο βρίσκονται, απορρίπτοντας έτσι το λεξιλόγιο μιας τυπικής ξενοδοχειακής κάτοψης.
Ο χώρος υποδοχής
Στο ισόγειο, η διαμόρφωση του ευρύχωρου χώρου υποδοχής πλαισιώνεται από ειδικές κατασκευές επίπλων, φωτιστικά σχεδιασμένα από τους αρχιτέκτονες, design έπιπλα και μια βιβλιοθήκη - φόρο τιμής στην τυπογραφική ιστορία του κτηρίου, με βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες αθηναϊκών και ελληνικών εκδόσεων του 20ου αιώνα.
Στο μασίφ ξύλινο δάπεδο της υποδοχής, δεσπόζει η γυάλινη επιφάνεια θέασης προς την ειδικά διαμορφωμένη κάβα του ξενοδοχείου, η οποία προέκυψε από την αποκάλυψη, κατά την κατασκευή, της παλαιάς δεξαμενής του εργοστασίου. Η δεξαμενή συντηρήθηκε και αναδιαμορφώθηκε - λόγω του πρόσφορου μικροκλίματός της - σε χώρο αποθήκευσης κρασιών και προϊόντων από την ελληνική γη.
Τα διαμερίσματα
Τα 12 ανεξάρτητα διαμερίσματα αναπτύσσονται στο ισόγειο και στους δύο ορόφους, με επιφάνειες που κυμαίνονται από 25 έως και 60 (m2), και προσκαλούν τον επισκέπτη σε μία εμπειρία ενός σύγχρονου τρόπου συλλογικής κατοίκησης στην Αθήνα. Στο ισόγειο του κτηρίου βρίσκονται δύο από τα δώδεκα διαμερίσματα του ξενοδοχείου, τα οποία και σχεδιάστηκαν γύρω από δύο εσωτερικές ιδιωτικές αυλές – αίθρια, με στόχο την επαφή των επισκεπτών με το φυσικό στοιχείο αλλά και τη συμβολή τους στο φυσικό φωτισμό και αερισμό των χώρων.
Σεβόμενοι τις υφιστάμενες αναλογίες ανοιγμάτων του κτηρίου και εκμεταλλευόμενοι τα διπλά ύψη του παλιού βιομηχανικού κελύφους στους ορόφους, οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν σε ορισμένα διαμερίσματα χώρους διημέρευσης διώροφου ύψους, εντάσσοντας μεταλλικά πατάρια (αυτόνομα στατικά) και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εξέλιξης πολλαπλών σεναρίων φιλοξενίας.
Ο κήπος του δώματος
Το δώμα του κτηρίου, επιχειρεί την επανερμηνεία της αυλής της παραδοσιακής ελληνικής κατοικίας, προσφέροντας έναν υπερυψωμένο χώρο συνάντησης, ξεκούρασης και ψυχαγωγίας, κατάφυτο και σκιασμένο. Ανάμεσα σε μία αποκλειστικά ελληνική φύτευση, αποτελούμενη από ελιές, ροδιές, λεβάντες, αρωματικά φυτά και αμπελόφυτες πέργκολες, διαμορφώνεται ένας περίπατος με πλατώματα από πλάκες μαρμάρου, τοποθετημένα σε διαφορετικές κλίσεις κάθε φορά ως προς τους άξονες του περιγράμματος του κτηρίου, που προσανατολίζουν το βλέμμα στις εκάστοτε οπτικές φυγές. Διάφορες επιμέρους κατασκευές, όπως οι μαρμάρινες κερκίδες, οι μεταλλικές πέργκολες με παραδοσιακή καλαμωτή στέγαση, τα νέα στηθαία, επηρεασμένα από το ελληνικό Bauhaus, καθώς και η προσθήκη ξυλόφουρνου για την παρασκευή ελληνικών γευμάτων, συμβάλλουν στη σύνδεση του χώρου με το ιστορικό τοπίο και συμπληρώνουν την εμπειρία του επισκέπτη.
Σύγχρονη επανερμηνεία της ιστορικότητας
Σε επίπεδο κατασκευής, ο επαναπροσδιορισμός στοιχείων της παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής, συνδιαλέγεται αρμονικά με τη χρήση της υψηλής τεχνολογίας, που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου (εσωτερικά χωρίσματα από διπλή γυψοσανίδα με πλήρη ηχομονωτική πρόβλεψη, σύγχρονες Η/Μ εγκαταστάσεις, ηλιακοί θερμοσυλλέκτες κενού, vertical gardens κ.α.).
Φυσικά υλικά, όπως δρυς και ελληνικά μάρμαρα, καθώς και πλακίδια μεγάλων διαστάσεων, χρησιμοποιήθηκαν σε επενδύσεις τοίχων και δαπέδων. Παράλληλα, τα υφιστάμενα υλικά του ακινήτου, όπως εμφανείς λιθοδομές και τοιχοποιίες ή οροφές από βυζαντινά τούβλα, συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν, συμβάλλοντας έτσι στη συνέχεια της ιστορικότητας του κτιρίου και στη δημιουργία χώρων διαχρονικής και οικείας πολυτέλειας.
Οι σύγχρονες ανάγκες για διπλούς υαλοπίνακες (μόνωση / ηχοπροστασία) και η επιλογή της διατήρησης του βιομηχανικού μεταλλικού σκελετού στα ανοίγματα μεγάλου ύψους, αύξησαν σημαντικά το βάρος των κουφωμάτων, οδηγώντας τους αρχιτέκτονες στη δημιουργία ενός ξεχωριστού, ειδικά σχεδιασμένου, χειροκίνητου μηχανισμού ανοίγματος των κουφωμάτων με γρανάζια. Μέσα από το άνοιγμα των παραθύρων, ο επισκέπτης προσεγγίζει βιωματικά την ιστορικότητα του ακινήτου, επανεκτιμώντας το διάλογο της σύγχρονης πολυτέλειας με το βιομηχανικό παρελθόν του κτιρίου και καθορίζοντας το βαθμό συσχέτισης με το εξωτερικό περιβάλλον της πόλης, που του αποκαλύπτεται σταδιακά.
Πρόκειται για ένα μοναδικής αισθητικής κτίριο, χαρακτηρισμένο μνημείο, που η ιστορία του ξεκινά στο τέλος του 19ου αιώνα και ολοκληρώνεται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου, αποτυπώνοντας τις πλέον όψιμες τάσεις του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, με απόκλιση προς το μανιερισμό, και με εξελιγμένα χαρακτηριστικά δομής και εξαίρετα διακοσμητικά στοιχεία. Τολμηρή κατασκευαστική διαχείριση με γεφύρωση μεγάλων ανοιγμάτων και καινοτομίες όπως το αναρτημένο τμήμα του κλιμακοστασίου, χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητα του κτιρίου.
Υπήρξε κτίριο μεικτής χρήσης, ήτοι κατάστημα στο ισόγειο και τον ημιώροφο και κατοικία στον α’ και β’ όροφο. Αποτέλεσε ιδιοκτησία και κατοικία του Θεμιστοκλή Μιχαλόπουλου και της οικογένειάς του, σημαίνοντος μέλους του πνευματικού κόσμου της εποχής, λόγιο & φιλόσοφο, που άφησε σημαντικό στίγμα νεωτερισμών στην παιδεία της χώρας, μεταξύ των οποίων και το έργο του "Νέον Ελληνικόν Αλφαβητάριον - 1892".
Το κτίριο μελετήθηκε και αποκαταστάθηκε υποδειγματικά, για να στεγάσει σήμερα το "Athens 1890–boutique hotel & spa" (2017-2020), και αναπτύσσεται σε έξι στάθμες συνολικής επιφάνειας 1.100 m2.
Η όψη του κτιρίου έχει μεταβατικό χαρακτήρα, εμφανίζοντας ταυτόχρονα αφενός πίστη στις δογματικές αρχές του κλασικισμού και αφετέρου πολυπλοκότητα στη σύνθεση, με συνδυασμό μορφολογικών στοιχείων. Παρουσιάζει τριμερή οργάνωση της όψης -βάση, κορμό, στέψη- επιστύλια με γεισίποδες, παραστάδες, οριζόντιες ταινίες κ.λ.π. Η διαίρεση της όψης γίνεται με δύο κατακόρυφους άξονες, που σηματοδοτούνται από τους μαρμάρινους εξώστες, με μαρμάρινα φουρούσια και περίτεχνα κιγκλιδώματα από χυτοσίδηρο, με αντωπές σφίγγες και κεντρική λύρα. Μοναδικά στοιχεία της μορφολόγησης της όψης, αποτελούν τα τέσσερα ανάγλυφα πορτρέτα, που κοσμούν τον θριγκό. Πρόκειται για δύο ανδρικές και δύο γυναικείες μορφές, που -μιμούμενες αρχαιοελληνικά πρότυπα- θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη πως πρόκειται για ιδεατή απεικόνιση των κτητόρων και κατοίκων του κτιρίου. Μοναδική επίσης είναι η κεφαλή της Αθηνάς του Βαρβακείου, κάτω από τον εξώστη του 2ου ορόφου.
Η όψη του κτιρίου συντηρήθηκε υποδειγματικά, και αναδείχθηκαν σημαντικά μορφολογικά στοιχεία, που βρέθηκαν κατά τις εργασίες διερεύνησης, όπως η ζωγραφική απεικόνιση απομίμησης μαρμάρου σε ολόκληρη την έκτασή της. Στο ισόγειο τμήμα της όψης δεσπόζουν οι διώροφες χυτοσιδηρένιες κολώνες και το μεταλλικό περίτεχνο στέγαστρο, που παραπέμπουν σε αντίστοιχες κατασκευές της belle époque.
Στη στάθμη του υπογείου έχει δημιουργηθεί ένας ιδιαίτερος χώρος wellness, με εσωτερική πισίνα, hammam, emotional shower και sauna. Ο χώρος αντλεί φυσικό φως από δύο οπές με κρύσταλλο στο δάπεδο του πεζοδρομίου, ενώ ταυτόχρονα ο καταρράκτης της εσωτερικής πισίνας είναι ορατός και από τον εξωτερικό χώρο. Στη φάση των εκσκαφών στο υπόγειο, αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα και φρέατα-πηγάδια, τα οποία αξιοποιηθήκαν εικαστικά και εντάχθηκαν στην αρχιτεκτονική επίλυση των χώρων, μαρτυρώντας την ηλικία και την ιστορικότητα του κτιρίου και της περιοχής.
Στο ισόγειο και στον ημιώροφο του κτιρίου, που άλλοτε στέγαζαν το κατάστημα υφασμάτων "Συμεωνίδης", διαμορφώθηκε το "Omnivore", το νέο εστιατόριο - μπαρ του ομίλου "Καστελόριζο". Η περιοχή, εκτός από τα "υφασματάδικα", χαρακτηρίζεται και από τη διαχρονική παρουσία ξενοδοχείων, με την υπογραφή σημαντικών αρχιτεκτόνων της εποχής, ενώ ταυτόχρονα στέγασε το 80% των ανωτάτων στρωμάτων της αθηναϊκής κοινωνίας του 20ου αιώνα.
Η αρχιτεκτονική και το interior design δίνουν μια νέα αισθητική ταυτότητα στο χώρο, όπου η κλασική κομψότητα -σε διάλογο με τις εκλεπτυσμένες γραμμές του νέου σχεδιασμού- και οι ευφάνταστες επιλογές υλικών, χρωμάτων και μορφών, τόσο στα σταθερά όσο και στα κινητά στοιχεία, δημιουργούν έναν ελκυστικό χώρο με μνήμες art deco και έναν ιδιαίτερο, ατμοσφαιρικό χαρακτήρα avant garde, στο τελικό αποτέλεσμα.
Ιδιαίτερης αισθητικής είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος των οροφών του ημιώροφου, που αναδεικνύεται μέσω του εσωτερικού αίθριου και από τον ισόγειο χώρο του εστιατορίου. Το δάπεδο του ισογείου είναι μία σύνθεση νεοκλασικών μοτίβων, που συντηρήθηκαν και επανατοποθετήθηκαν μετά την αποκατάσταση των δομικών στοιχείων του χώρου. Η ξύλινη φέρουσα κατασκευή δαπέδου του ημιώροφου διατηρήθηκε, αποκαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με νέα στοιχεία σχεδιασμού, όπως οι κρυστάλλινες επιφάνειες των μεταλλικών γεφυρών, που διευρύνουν την οπτική του διώροφου χώρου και το δρύινο διάτρητο πέτασμα -στηθαίο, που δανείζεται στο σχεδιασμό του το ρόδακα της φρίζας του ζωγραφικού διάκοσμου της οροφής, όπως και άλλα στοιχεία και γραμμές του χώρου, που μεταλλάσσονται σε νέες μορφές και χρήσεις. Στοιχείο ιδιαίτερης αξίας, όπως το μαντεμένιο μαγειρείο που βρέθηκε στην κουζίνα της κατοικίας, συντηρήθηκε και διαμορφώθηκε ανάλογα, για την εξυπηρέτηση του εστιατορίου. Ο παλαιός πάγκος κοπής υφασμάτων του καταστήματος του Συμεωνίδη, μετατράπηκε σε τράπεζα εστίασης και τοποθετήθηκε στον ημιώροφο.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες της αποκατάστασης και ένταξης των νέων λειτουργιών, στην αναζήτηση μιας ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ταυτότητας, ήταν η γοητευτική πρόσκληση - πρόκληση για τους μελετητές. Έτσι προέκυψε ένα αποτέλεσμα αρμονικής συνύπαρξης με το σεβασμό και την ανάδειξη, αφενός της ιστορικότητας και του κάλλους του κτιρίου και αφετέρου του διακριτού προσδιορισμού μιας σύγχρονης avant - garde ταυτότητας, που ξεφεύγει από την τάση της μινιμαλιστικής πρακτικής άνευ χαρακτήρα.
Η ιδέα για το σχεδιασμό και την κατασκευή ενός οικονομικά προσιτού συγκροτήματος στέγασης φοιτητών, κοντά στο πανεπιστήμιο της Κύπρου, στην περιοχή Αγλαντζιά της Λευκωσίας, ξεκίνησε από μια εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων. Μέσα από την έρευνα του αρχιτεκτονικού γραφείου EKKY studio, προέκυψε μια νέα τυπολογία κτιρίου, ικανή να φιλοξενήσει τους ξενώνες 65 - 70 μαθητών, με παράλληλη ενσωμάτωση κοινόχρηστων δραστηριοτήτων. Η αποξένωση και η έλλειψη κοινωνικής επαφής είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι φοιτητές. Γι' αυτό το λόγο η κύρια ιδέα του συγκροτήματος ήταν να δημιουργηθεί μια μικρή κοινότητα στην "καρδιά" του κτιρίου.
Τα δωμάτια χωροθετούνται περιμετρικά, ενώ στο εσωτερικό δημιουργείται ένας υπαίθριος διαδραστικός χώρος, "μια τρύπα στη στερεά μορφή του κτιρίου", που ορίζει τις μετακινήσεις των φοιτητών. Την ίδια στιγμή, η μορφή εξασφαλίζει την επιθυμητή ιδιωτικότητα της κάθε φοιτητικής κατοικίας, δίνοντας σε όλες θέα προς το δρόμο και σε πολλές ιδιωτική βεράντα. Για να επιτρέπεται η είσοδος του φυσικού φωτισμού στο εσωτερικό αίθριο, το κτίριο είναι διώροφο στη νοτιοδυτική όψη και σταδιακά φτάνει τους τέσσερις ορόφους στη βόρειοανατολική όψη.
Ένας κήπος υπό κλίση και ένα ανοικτό καθιστικό στο δώμα, συνδέουν τις πτέρυγες του συγκροτήματος και δημιουργούν έναν ευχάριστο χώρο, όπου οι φοιτητές μπορούν κατά τη διάρκεια της ημέρας να απολαύσουν εξωτερικές δραστηριότητες στο μεσογειακό κλίμα. Στα ανώτερα επίπεδα (1ος - 4ος όροφος) οργανώνονται οι μονάδες διαμονής. Κάθε μονάδα διαθέτει ιδιωτικό μπάνιο, κουζίνα, ένα υπνοδωμάτιο και ένα χώρο μελέτης. Στο ισόγειο ομαδοποιούνται όλες οι κοινόχρηστες λειτουργίες όπως η καφετέρια, ο χώρος υποδοχής, η πισίνα, οι χώροι πολλαπλών χρήσεων, ένα μικρό σούπερ μάρκετ κτλ. Όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι έχουν σχεδιαστεί ώστε να έχουν διπλή πρόσοψη, τόσο προς το δρόμο όσο και στην εσωτερική αυλή.
Η σύνθεση της πρόσοψης συντίθεται από μεγάλα παράθυρα και συρόμενα πετάσματα αλουμινίου, που επιτρέπουν στις μονάδες των 20 - 25 m2 να επεκτείνουν τον εσωτερικό τους χώρο προς τους εξώστες. Δεδομένου ότι το εξωτερικό κέλυφος αποτελείται από αυστηρά επαναλαμβανόμενα στοιχεία η εσωτερική πρόσοψη είναι γεμάτη από χρώματα, ζεστά υλικά και χώρους πρασίνου. Στο δεύτερο όροφο, κάτω από τη κεκλιμένη στέγη, υπάρχει παράλληλα ένα αμφιθέατρο διπλού ύψους, που παρέχει έναν κοινόχρηστο χώρο στους φοιτητές ώστε να συγκεντρώνονται για υπαίθριες διαλέξεις, προβολή ταινιών, παραστάσεις θεάτρου ή συναυλίες.
Σε αυτό το διαμέρισμα στο Άμστερνταμ, ο σχεδιασμός της κλίμακας, πέραν της σύνδεσης των δύο ορόφων, είναι επηρεασμένος από την επαγγελματική ενασχόληση των ιδιοκτητών με το βιβλίο και τις τέχνες. Η ανάδειξη της καλλιτεχνικής συλλογής αποτελεί την αρχική ιδέα, με βάση την οποία η κλίμακα λειτουργεί στο ισόγειο ως αποθηκευτικός χώρος και βιβλιοθήκη, λειτουργώντας ως διαχωριστικό από το καθιστικό και επεκτείνεται με τον ίδιο τρόπο και στον επάνω όροφο. Το ξύλο και οι αποχρώσεις του γκρι κυριαρχούν στην κατασκευή και έρχονται σε αντίθεση με τα πολύχρωμα έργα τέχνης και βιβλία, αναδεικνύοντας τη μοντέρνα αισθητική του χώρου.
Φωτογραφίες: i29 / Ewout Huibers
Ο άνθρωπος, ανέκαθεν ον κοινωνικό και πολιτικό, έχει την ανάγκη να ζει και να κατοικεί στις πόλεις, γιατί σε τέτοιο περιβάλλον μπορεί να αναπτυχθεί και να ολοκληρωθεί. Η κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής από τη μία δημιουργεί συνθήκες έντονης αστικοποίησης και από την άλλη δυσχεραίνει την απόκτηση κατοικίας εντός των πόλεων. Η προσφορά προσιτής κατοικίας στην πόλη αποτελεί πρόκληση. Τόσο η οικονομική παράμετρος υλοποίησης ενός τέτοιου έργου, όσο και η ανταγωνιστική του φύση, σε σχέση με παρόμοιας προσφοράς και διάθεσης έργα, θα πρέπει να προσφέρουν αξιόλογες ποιότητες για την εδραίωση του.
Σε αυτή την εκτός αστικού κέντρου περιοχή προτείνεται η δημιουργία μιας γειτονιάς η οποία διατηρεί τις ποιότητες του κέντρου και εμπλουτίζεται με χωρικές ποιότητες και βιοκλιματικά στοιχεία που συναντώνται στη δομή των παραδοσιακών κατοικιών και οικισμών που με σοφία αναπτύχθηκαν στο παρελθόν.
Ο έντονος διαχωρισμός των ιδιοκτησιών και η απουσία κοινών τόπων αλληλεπίδρασης αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό των περισσότερων σύγχρονων αναπτύξεων κατοικιών στην Κύπρο. Η παρούσα πρόταση εστιάζει στην ανατροπή αυτού του μοντέλου αστικής κατοίκησης. Εκτεταμένοι κοινόχρηστοι χώροι, μικρές πλατείες, χώροι αθλοπαιδιών και παιχνιδιού, χωροθετούνται ανάμεσα στις κατοικίες, σε διάσπαρτες θέσεις του μεγάλου τεμαχίου παρέχοντας την ευκαιρία στους κατοίκους να γνωριστούν, να αναπτύξουν σχέσεις μεταξύ τους και μαζί να υφάνουν το πλέγμα που δένει τα μέλη μιας κοινότητας. Μια ουσιώδης έννοια της γειτονιάς.
Η ιδιαίτερη τοπογραφία των λόφων στα Πάνω Πολεμίδια, παρέχει την ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός κλιμακωτού οικισμού που συνδιαλέγεται με το τοπίο και τη θέα. Σχέσεις κλειστού και ανοικτού όγκου, συμπαγούς και διάτρητου ορίου, εσωτερικού, ημι-υπαίθριου, και εξωτερικού χώρου, ενορχηστρώνονται σε μια σύνθεση όπου ο ενδιάμεσος χώρος είναι το συνεκτικό στοιχείο που δένει μαζί τις μονάδες κατοίκησης.
Η κεντρική ενδιάμεση στράτα διακίνησης διαμορφώνεται ως κάτι περισσότερο από διανομέας, παρέχοντας ευκαιρίες τυχαίων συναντήσεων και κουβέντας μεταξύ των κατοίκων. Άλλοτε σε διάσταση πεζόδρομου και άλλοτε με πλατώματα τα οποία τροφοδοτούνται και τροφοδοτούν την πόλη, προσφέρει πολλαπλές εναλλασσόμενες χωρικές ποιότητες που συναντά κανείς σε οικισμούς εκτός των αστικών κέντρων. Οι έμμεσες και φιλτραρισμένες οπτικές φυγές μεταξύ βεραντών και κοινόχρηστων χώρων, αντί να κρύβει, υπενθυμίζει τη συλλογικότητα σε αυτή την γειτονιά, όπου το φως της μέρας και ο αέρας ταξιδεύουν διαμέσου απρόσμενων οριζόντιων ή κατακόρυφων διαμπερών ανοιγμάτων στον κτιριακό όγκο. Η θέα προς την πόλη και την θάλασσα, απρόσκοπτη από όλα τα επίπεδα. Εναλλαγές εικόνων μέσα και εκτός των κατοικιών εμπλουτίζουν τη βιωματική εμπειρία τόσο του χρήστη όσο και του επισκέπτη.
Καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση της έννοιας της κοινότητας αποτελεί η κοινωνικοποίηση η οποία εδώ ενθαρρύνεται μέσω του επιδέξιου χειρισμού της υφιστάμενης τοπογραφίας, τη διαμόρφωση του ευρύτερου περιβάλλοντος και το κεντρικό ρόλο του πεζόδρομου - συλλογικού χώρου. Αυτός ο κεντρικός άξονας διασύνδεσης, μια σύγχρονη εκδοχή της συνοικιακής στράτας, οργανώνεται παράλληλα με το δρόμο της πόλης και συνδέεται με το δημόσιο χώρο πρασίνου στα βόρεια της ανάπτυξης, εμπλουτίζοντάς ταυτόχρονα τη συνεχόμενη αυτή πορεία με μικρούς πλατειακούς χώρους, χώρους πρασίνου. Οι κύριες είσοδοι σε άμεση σχέση με τον κεντρικό πεζόδρομο τροφοδοτούν με ζωή αυτό τον κοινό τόπο αλληλεπίδρασης μεταξύ των κατοίκων της γειτονιάς. Δραστηριότητες άθλησης και παιχνιδιού παρέχουν πολλαπλές ευκαιρίες εκτόνωσης σε μικρούς και μεγάλους. Δέντρα, χαμηλή βλάστηση και ανθώνες με τοπικά αρωματικά φυτά κατά μήκος της πορείας, εμπλουτίζουν την εμπειρία της συλλογικής κατοίκησης.
Η συνολική ανάπτυξη διατηρεί, εν τέλει, τη δυνατότητα ένταξης των ανοικτών χώρων περιπάτου και δημόσιων χώρων πρασίνου σε ένα ευρύτερο δίκτυο δημόσιων χώρων που σχεδιάζονται για το προσεχές μέλλον στην περιοχή η οποία αναπτύσσεται.
Τυπολογίες κατοικιών και διαμερισμάτων
Τμήμα Α
Η μορφή του κτιριακού όγκου απορρέει από τις τυπολογίες των Κατοικιών του τμήματος Α. Όλα τα διαμερίσματα διαμορφώνονται ώστε να είναι ουσιαστικά οροφοδιαμερίσματα, παρέχοντας επαρκή φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλους τους χώρους και δίνοντας την ευκαιρία για οπτικές φυγές προς διαφορετικές κατευθύνσεις από τους καθημερινούς χώρους και τις βεράντες των διαμερισμάτων. Αξιοποιώντας την υφιστάμενη τοπογραφική κλίση του τεμαχίου τα ισόγεια διαμερίσματα οργανώνονται σε δύο διαφορετικές στάθμες υψομετρικής διαφοράς ενός ορόφου. Έτσι δίνεται η δυνατότητα της άμεσης σχέσης με την αυλή τους.
Η σύνθεση τεσσάρων ελεύθερων διώροφων όγκων στο χώρο καθορίζει την βασική δομή της ανάπτυξης. Ο ισόγειος κοινόχρηστος χώρος αποτελεί επέκταση της ενδιάμεσης στράτας του τμήματος Β. Οργανώνει τις προσβάσεις στα ισόγεια διαμερίσματα τριών υπνοδωματίων και στα ανώγια διαμερίσματα δύο υπνοδωματίων. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό επιτυγχάνεται από τον γωνιακό δημόσιο δρόμο στο επίπεδο της πόλης ή μέσο κλίμακας από τον υπόγειο χώρο στάθμευσης. Η κατακόρυφη κυκλοφορία με κλίμακα και ανελκυστήρα δίνει πρόσβαση στον όροφο όπου χωροθετούνται δύο διαμερίσματα τριών υπνοδωματίων. Στο χαμηλότερο επίπεδο, μέρος του οποίου οργανώνεται και ο υπόγειος Χώρος στάθμευσης χωροθετούνται επίσης δύο ισόγεια διαμερίσματα δύο υπνοδωματίων.
Αυτό το κατασκευαστικό μοντέλο παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία για εναλλαγή κλειστών και ανοικτών χώρων στις ελεύθερες όψεις, ιδιωτικών και καθημερινών χώρων, αλλά και τη διαμόρφωση διαμπερών κατακόρυφων και οριζόντιων ανοιγμάτων στον κτιριακό όγκο, που επιτρέπουν στο φως και τον αέρα να ταξιδεύει διαμέσου του κτιρίου.
Τμήμα Β
Η γειτονιά οργανώνεται από δύο παράλληλες σειρές κατοικιών κατά μήκους του δημόσιου δρόμου. Η κάθε μία έχει υψομετρική διαφορά ενός ορόφου από την άλλη. Ένας κεντρικός άξονας διακίνησης διατρέχει κατά μήκος το τεμάχιο δίνοντας πρόσβαση στις κατοικίες εκατέρωθεν, στους πεζού στο ισόγειο και στα αυτοκίνητα στο υπόγειο.
Η χωροθέτηση όλων των χώρων στάθμευσης υπόγεια απελευθερώνει την έκταση του εδάφους για διαμόρφωση άνετων ιδιωτικών αυλών και κοινόχρηστων χώρων κοινωνικοποίησης. Τη θέση των οχημάτων παίρνουν τα φυτά, τα δέντρα και οι άνθρωποι που απολαμβάνουν τους υπαίθριους χώρους.
Η κάθε κατοικία διαμορφώνεται σε δυο επίπεδα. Οι καθημερινοί χώροι τοποθετούνται στο πρώτο επίπεδο σε άμεση σχέση με την αυλή, ενώ τα υπνοδωμάτια χωροθετούνται στον όροφο. Στη σειρά των κατοικιών προς το δρόμο διαμορφώνεται πρόσβαση από το πεζοδρόμιο προς την αυλή, προς μια πορεία που οδηγεί στην κύρια είσοδο της οικίας. Αυτή η διαμπερότητα πρόσβασης διευκολύνει τη διακίνηση από, προς και διαμέσου της γειτονιάς για τους κάτοικους και τους επισκέπτες τους. Υπόγεια κάτω από κάθε κατοικία αυτής της σειράς χωροθετείται ο ιδιωτικός χώρος στάθμευσης από τον οποίο υπάρχει απευθείας σύνδεση προς τη μονάδα.
Στη σειρά των κατοικιών στην πλευρά προς τη θέα, η είσοδος των επισκεπτών διαμορφώνεται σε άμεση σχέση με τον πεζόδρομο. Αυτή η πρόσβαση που είναι στο επίπεδο των υπνοδωματίων, οδηγεί κατευθείαν μέσω της σκάλας στους καθημερινούς χώρους και την αυλή που βρίσκονται πιο κάτω. Από το επίπεδο των χώρων στάθμευσης διαμορφώνεται η είσοδος για τους κάτοικους σε άμεση σχέση με τους καθημερινούς χώρους.
Εσοχές στους όγκους, δημιουργούν εσωτερικές αυλές προς την πλευρά του πεζόδρομου, Διάτρητα μεταλλικά πλέγματα και φυτεμένοι ανθώνες ρυθμίζουν την επαφή με το κοινόχρηστο πέρασμα, επιτρέποντας ταυτόχρονα τη θέα προς τη θάλασσα και τον ηλιασμό των καθημερινών χώρων από αυτό τον προσανατολισμό.