Στο νέο μουσείο του ιδρύματος Β. & Ε. Γουλανδρή προβλέφθηκε μια πρωτοποριακή τεχνική στεγανολεκάνης πολλαπλών στρώσεων. Λόγω των πέντε υπογείων, τα τρία εκ των οποίων προορίζονται για κύρια χρήση, του μεγάλου βάθους εκσκαφής και του υψηλού υδροφόρου ορίζοντα (μόλις στα 2 m) επιλέχθηκε ένα σύστημα με περισσότερες της μιας γραμμής άμυνας. Το συγκεκριμένο σύστημα θα έπρεπε να αποτελεί αξιόπιστη στεγανοποιητική στρώση, να συνιστά αποδοτική ζώνη θερμομόνωσης με μικρό πάχος και να είναι ανθεκτικό στις κρούσεις των συνεργείων σκυροδέτησης, που θα ακολουθούσαν. Το σύστημα περιλάμβανε αποστραγγιστικά φύλλα, μπεντονιτική μεμβράνη και ψεκαστή πολυουρία, ανάμεσα σε δύο στρώσεις ειδικού αφρού πολυουρεθάνης υψηλής πυκνότητας. Μ' αυτόν τον τρόπο, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία τα δύσκολα σημεία της προσωρινής αντιστήριξης του νεοκλασικού κτίσματος με χαλύβδινο φορέα, ο οποίος μπορούσε να αποξηλωθεί μόνο μετά την κατασκευή του φέροντος οργανισμού από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Αρχιτεκτονική μελέτη: Ι. & Α. ΒΙΚΕΛΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Φωτογραφία: ΙΔΡΥΜΑ Β. & Ε. ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ / Χ. ΔΟΥΛΓΕΡΗΣ
Το κτίριο επί της οδού Γκούρα στην Πλάκα, μερικά μέτρα από την Πύλη του Αδριανού, στεγάζει το "ARCH", έναν ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό χώρο τέχνης. Πρόκειται για νέα κατασκευή με ισόγειο χώρο και δύο άνωθεν επίπεδα. Το "ARCH" λειτουργεί ως χώρος έκθεσης και, ταυτόχρονα, ως χώρος διαμονής, ακολουθώντας το concept του "residency": βραχύχρονη διαμονή του καλλιτέχνη στο χώρο, η οποία ολοκληρώνεται με την έκθεση των έργων, που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκειά της. Στο ισόγειο υπάρχει εκθεσιακός χώρος διπλού ύψους και μικρός χώρος πωλητηρίου με πρόσβαση στην πίσω αυλή. Στον α’ όροφο βρίσκεται ο χώρος σεμιναρίων με την ανοιχτή στο κοινό βιβλιοθήκη, WC κοινού και χώρος γραφείου. Στον β’ όροφο βρίσκεται ο χώρος διαμονής και εργαστηρίου και η βεράντα με θέα προς το βράχο της Ακρόπολης.
Στο ίδιο σημείο, υπήρχε ένα μη διατηρητέο κτίριο βιοτεχνίας, το οποίο κρίθηκε κατεδαφιστέο από τη μελετητική ομάδα, καθώς είχε υποστεί πολλαπλές φθορές και παρεμβάσεις που είχαν αλλοιώσει τον χαρακτήρα του. Από το παλαιό κτίριο διατηρήθηκε και επανεγκαταστάθηκε στο ίδιο σημείο το σφυρήλατο μεταλλικό κιγκλίδωμα του μικρού εξώστη, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, το οποίο αποτέλεσε αφετηρία σύνθεσης των στοιχείων της νέας πρόσοψης.
Το κτίριο σχεδιάστηκε λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τους ρυμοτομικούς περιορισμούς και, αφετέρου, την ομαλή ένταξη του στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον της περιοχής της Πλάκας. Με δεδομένο ότι το οικόπεδο, εμβαδού 340 m2, ήταν ελεύθερο μόνο από την οδό Γκούρα, πλάτους 6 m, και ότι έπρεπε να διασφαλιστούν οι κατάλληλες αποστάσεις από τα περιμετρικά κτίρια, το κτίριο σχεδιάστηκε με ενιαία πρόσοψη και πίσω αυλή. Ακολουθώντας τις υποχρεωτικές αποστάσεις, η κάτοψη διαμορφώθηκε σε σχήμα ανάποδου "Τ", σε όλα τα επίπεδα. Το ύψος του κτιρίου είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο - 10 m - και συμβάλλει στη διατήρηση του ενιαίου κτιριακού μετώπου του δρόμου, ενώνοντας το "ARCH" με τα γειτονικά του κτίρια. Σε όλες τις ελεύθερες όψεις προβλέφθηκαν μεγάλα ανοίγματα, ώστε το φυσικό φως να εισέρχεται σε όλους τους χώρους, παρά το στενό πλάτος του δρόμου και τον περιορισμένο χώρο της πίσω αυλής.
Επιχειρώντας τη διατήρηση του παρελθόντος της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής και, ταυτόχρονα, την προβολή του στη σύγχρονη πραγματικότητα, στο κτίριο συναντώνται νεοκλασικά και art deco στοιχεία. Εξωτερικά, οι τοίχοι είναι σε μπεζ απόχρωση, ενώ στο εσωτερικό γίνεται εκτεταμένη χρήση διαχρονικών υλικών, όπως μάρμαρο, μωσαϊκό και ξύλο. Βασικοί στόχοι υπήρξαν η συνεχής επικοινωνία του εσωτερικού με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της συνοικίας της Πλάκας, σε κατακόρυφο και οριζόντιο επίπεδο, καθώς και η απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ των εσωτερικών χώρων. Κατακόρυφα παράθυρα και παράλληλα ανοίγματα σε όλο το ύψος του κτιρίου δημιουργούν έναν συνεχή διάλογο και οπτικές φυγές των επί μέρους χώρων και τον περιφερειακών κτιρίων.
Η συμμετρική κύρια όψη, μήκους 22 m, χαρακτηρίζεται από την τετράφυλλη μεταλλική εξώθυρα, η οποία βρίσκεται σε εσοχή, επενδυμένη με μάρμαρο -χαρακτηριστικό που συναντάται σε κτίρια του μοντέρνου κινήματος. Τα δύο κατακόρυφα ανοίγματα στις δύο άκρες διατρέχουν το ισόγειο και τον α’ όροφο. Στον α’ όροφο υπάρχουν ακόμη 5 ανοίγματα, τα τρία εκ των οποίων δίνουν πρόσβαση στον εξώστη. Σε όλα τα ανοίγματα τοποθετήθηκαν μεταλλικά μαύρα κουφώματα με κατακόρυφα και οριζόντια καϊτια ειδικής σχεδίασης, σχηματίζοντας ένα επαναλαμβανόμενο λιτό γεωμετρικό μοτίβο. Ο β’ όροφος βρίσκεται σε εσοχή και δεν διακρίνεται από το δρόμο.
Εισερχόμενοι από την κύρια είσοδο, βρισκόμαστε στο χώρο υποδοχής, που μας οδηγεί στον εκθεσιακό χώρο, στο κλιμακοστάσιο και στο χώρο πωλητηρίου. Ο εκθεσιακός χώρος είναι διπλού ύψους και προσφέρει οπτικές φυγές στον α’ όροφο μέσω σταθερών υαλοστασίων. Οι τοίχοι είναι λευκοί και διακόπτονται μόνο από τα ανοίγματα, ώστε να υπάρχουν ελεύθερες κατακόρυφες επιφάνειες για την τοποθέτηση εικαστικών έργων. Χάρη στο διπλό ύψος, υπάρχει η δυνατότητα έκθεσης έργων μεγάλων διαστάσεων, με ελεύθερη τοποθέτηση στο χώρο ή σε ανάρτηση. Όλο το δάπεδο είναι λευκό μωσαϊκό, εκτός από το χώρο του ανελκυστήρα, στον οποίο υπάρχουν λευκά και μαύρα μαρμάρινα πλακίδια σε γεωμετρικό μοτίβο. Ο κατακόρυφος όγκος του ανελκυστήρα έχει επενδυθεί με ξύλινη επιφάνεια από δρυ η οποία διατρέχεται από μεταλλικά προφίλ διατομής "Π", δημιουργώντας ξανά ένα ορθογωνικό μοτίβο. Η κλίμακα έχει επενδυθεί με μαύρο μάρμαρο, το οποίο ορίζει και το μεταβατικό χώρο μεταξύ του κλιμακοστασίου και των υπολοίπων δωματίων στον α’ και β’ όροφο.
Το κτίριο αποφασίστηκε να ανεγερθεί με μεταλλικό σκελετό, καθώς -λόγω της ιδιαίτερης τοποθεσίας του- το επιτρεπόμενο βάθος εκσκαφής ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Ο σκελετός είναι εμφανής σε λίγα μόνο σημεία: στα κατακόρυφα ανοίγματα του κλιμακοστασίου και στις λεπτές κολώνες στρογγυλής διατομής στον β’ όροφο. Καθώς υπήρχε εξαρχής η ανάγκη σχεδιασμού ενός όσο το δυνατόν λιτότερου χώρου, αποτέλεσε πρόκληση η επιτυχής απόκρυψη όλων των μηχανολογικών εγκαταστάσεων εντός του μεταλλικού σκελετού.
Ο α’ όροφος φιλοξενεί την βιβλιοθήκη του "ARCΗ", σε χώρο που είναι ανοιχτός στο κοινό. Ο α’ όροφος διαφοροποιείται συνειδητά από τη λιτότητα του ισογείου, καθώς ακολουθήθηκε μια περισσότερο κλασική προσέγγιση. Το ξύλινο δάπεδο σε σχέδιο ψαροκόκαλου, τα ξύλινα λευκά εσωτερικά παντζούρια και τα ανοίγματα στην οροφή, που προσφέρουν φως από τη βεράντα του β’ ορόφου, προσθέτουν στο χώρο την αίσθηση οικειότητας. Η ξύλινη βιβλιοθήκη, καθώς και όλες οι εσωτερικές πόρτες, είναι ειδικής κατασκευής. Τα σταθερά υαλοστάσια δίνουν τη δυνατότητα θέασης προς το ισόγειο.
Το κτίριο του "ARCH" διαθέτει σύγχρονες μηχανολογικές εγκαταστάσεις (φωτισμός εκθεσιακού χώρου, ηλεκτροκίνητα ρολά ασφαλείας και ρολά συσκότισης, ενδοδαπέδια θέρμανση, σύστημα κλιματισμού, σύστημα συναγερμού) και, παράλληλα, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (ψηλό ξύλινο σοβατεπί, ειδικά σχεδιασμένα φωτιστικά και πόμολα, μεταλλικές λεπτομέρειες, μαρμάρινες επενδύσεις στα WC).
Η λιτότερη πίσω όψη είναι σύγχρονη και εναρμονισμένη με τη λειτουργία του κτιρίου. Μεγάλα κατακόρυφα ανοίγματα, με μεταλλικά μαύρα κουφώματα, διατρέχουν όλο το ύψος. Η αυλή έχει βιομηχανικό δάπεδο, στο οποίο υπάρχουν μικρές φυτεμένες οπές. Ο χτιστός καναπές είναι επενδυμένος με custom κεραμικά πλακάκια από τον εικαστικό Ανδρέα Μελά. Οι δράσεις του "ARCH" μεταφέρονται στον εξωτερικό του χώρο, ο οποίος ορίζεται από το ίδιο και τα γειτονικά του κτίρια.
Επικοινωνία, συμβίωση, αφαιρετικότητα, συγκερασμός, διαφορετικότητα: οι βασικές έννοιες πίσω από τον σχεδιασμό του κτιρίου του "ARCH" αντανακλούν την πολυδιάσταστη λειτουργία του.
Η εξοχική κατοικία στη Νεράτζα βρίσκεται σε ένα επίπεδο οικόπεδο στη βόρεια ακτογραμμή της Πελοποννήσου με απρόσκοπτη θέα προς τον Κορινθιακό και τον Παρνασσό. Εκτός από τη θέα, δεν υπάρχουν εμφανή τοπολογικά χαρακτηριστικά ή γύρω κτίρια, που να διαμορφώνουν ένα ισχυρό τοπικό πλαίσιο. Το ίδιο λοιπόν το κτίριο γίνεται το πλαίσιο αναφοράς. Είναι ένα σπίτι για να δημιουργεί κάποιος αναμνήσεις.
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι ποιος είναι ο αυτός ο μηχανισμός που δημιουργεί αναμνήσεις. Αυτό επιτυγχάνεται από το συνδυασμό της απλότητας, της αντίθεσης και το παιχνίδι της κλίμακας και των μεγεθών.
Ο σχεδιασμός του σπιτιού ανταποκρίνεται στην ανεμελιά των παραθαλάσσιων διακοπών, αλλά και αντανακλά την ανάγκη για ιδιωτικότητα. Η απλή διάταξη του κτιρίου, οργανωμένη σε ένα επίπεδο, επιτρέπει την ποικιλομορφία του σχεδιασμού με τη μορφή εξωτερικών χώρων με διαφορετικές ιδιότητες και την οργανική σύνδεση διαφόρων προγραμματικών περιοχών, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Η κατοικία αποτελείται από δύο πτέρυγες - η πρώτη περιέχει δύο υπνοδωμάτια, ενώ η άλλη τον ξενώνα. Εκεί όπου συναντιούνται, βρίσκεται ένα απλόχωρο σαλόνι μαζί με την κουζίνα και την τραπεζαρία. Δύο μεγάλοι κυλινδρικοί φεγγίτες κεντράρονται πάνω από τον πάγκο της κουζίνας και τη τραπεζαρία.
Ένας εξωτερικός χώρος καθιστικού βρίσκεται ανάμεσα στην πισίνα και το σαλόνι. Η μπροστινή βεράντα ανοίγεται στην παραλία και στη θάλασσα, ενώ η εσωτερική αυλή - είσοδος ανοίγεται στο νότο. Το κομψό πλαίσιο εμφανούς σκυροδέματος των περιμετρικών περγκολών αναδιπλώνεται γύρω από τον λευκό μονολιθικό όγκο του σπιτιού, ενώ ταυτόχρονα πλαισιώνει τις όψεις προς το βορρά και το νότο ρυθμίζοντας τις αναλογίες του συνόλου.
Η μεγαλύτερη πινακοθήκη της χώρας, η νέα Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (Ε.Π.Μ.Α..Σ), ολοκλήρωσε τις εργασίες ανακαίνισης και επέκτασης των εγκαταστάσεών της, έτοιμη να μπει σε μια νέα εποχή για την ιστορία της και να αποτελέσει μια καλλιτεχνική και ιστορική εγκυκλοπαίδεια της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας.
Η Εθνική Πινακοθήκη φιλοξενούταν σε προσωρινές στέγες μέχρι το 1976, όταν πλέον στεγάστηκε στο κτίριο που σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες και καθηγητές Νίκος Μουτσόπουλος (ο οποίος αποχώρησε αργότερα), Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος. Το έργο, χαρακτηριστικό δείγμα του μοντέρνου διεθνούς ρυθμού, θεμελιώθηκε το 1964 και εγκαινιάστηκε το 1968 το Α' κτίριο και το 1976 το Β' κτίριο.
Παρόλα αυτά με το πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκε η ανάγκη επέκτασης και εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεων, καθώς η έκταση των συλλογών, οι απαιτήσεις του κοινού και η δραστηριότητα του μουσείου, εκθεσιακή και εκπαιδευτική, αυξήθηκε σημαντικά. Δημιουργήθηκε η ανάγκη για καταλληλότερες και ανετότερες συνθήκες στέγασης των 20.000 έργων τέχνης και των χώρων συντήρησής τους, της βιβλιοθήκης και των γραφείων διοίκησης, αλλά και δημιουργίας νέων χώρων. Έτσι, το 2008 και μετά από προμελέτη των αρχικών μελετητών, διενεργήθηκε από το υπουργείο πολιτισμού διεθνής διαγωνισμός για τις οριστικές μελέτες, τον οποίο κέρδισαν τα γραφεία "Αρχιτεκτονική Ε.Π.Ε. Γραμματόπουλος - Πανουσάκης" και "Δ.Βασιλόπουλος και Συνεργάτες Ε.Ε.".
Η επέκταση των εγκαταστάσεων της Εθνικής Πινακοθήκης υπερδιπλασίασε τους λειτουργικούς της χώρους. Η σημαντική αύξηση των εκθεσιακών χώρων δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη ευελιξία για μια πιο σύνθετη μουσειολογική διαχείριση και παρουσίαση των έργων. Ταυτόχρονα, οι νέοι χώροι, όπως το αμφιθέατρο, η αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων και η νέα άιθουσα υποδοχής με τις ψηφιακές εφαρμογές, το νέο πωλητήριο και τα δύο καφέ-εστιατόρια επιτρέπουν στην Πινακοθήκη να καλλιεργήσει έναν ευρύτερο εκπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο.
Βασικό στοιχείο του νέου σχεδιασμού του συγκροτήματος είναι το γυάλινο πέτασμα που καλύπτει όλη τη βόρεια όψη του κτιρίου Β, το οποίο τιμητικά μετονομάστηκε σε πτέρυγα "Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος", λόγω της δωρεάς για την αποπεράτωση του έργου. Πίσω από το πέτασμα βρίσκονται οι ράμπες κυκλοφορίας των επισκεπτών, οι οποίες αποτέλεσαν έμπνευση για το νέο λογότυπο της Πινακοθήκης. Στο κτίριο Β' προστέθηκαν νέοι ανελκυστήρες και πραγματοποιήθηκε επίσης η προσθήκη 3ου ορόφου, στον οποίο στεγάζονται μόνιμες συλλογές, διοικητικές υπηρεσίες, εργαστήρια συντήρησης, η βιβλιοθήκη και εστιατόριο με πανοραμική θέα. Χαρακτηριστική μορφολογικά είναι επίσης η κατασκευή γυάλινου περιβλήματος στο κλιμακοστάσιο του κτιρίου Γ'.
Μουσειογραφική μελέτη
Στο κτιριακό συγκρότημα της Εθνικής Πινακοθήκης, αντικείμενο της μουσειογραφικής μελέτης αποτέλεσε η διαμόρφωση των προσβάσιμων χώρων από τους επισκέπτες, κατανεμημένων σε 6 ορόφους, συνολικού εμβαδού 8.500m².
Το μουσειολογικό πυρήνα της Εθνικής Πινακοθήκης αποτελούν:
• οι αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων στον 1ο και 2ο όροφο του κτιρίου Β, όπου παρουσιάζεται η μόνιμη συλλογή της ελληνικής ζωγραφικής και χαρακτικής του 19ου και 20ου αιώνα,
• η αίθουσα της μόνιμης έκθεσης στο 2ο υπόγειο του κτιρίου Γ, όπου παρουσιάζεται η μόνιμη συλλογή της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής και χαρακτικής,
• οι αίθουσες των εναλλασσόμενων εκθέσεων στον 3ο όροφο του κτιρίου Β, όπου παρουσιάζονται με εναλλασσόμενο πρόγραμμα οι συνεχώς εμπλουτιζόμενες συλλογές της σύγχρονης τέχνης (20ου και 21ου αιώνα).
Στις αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων ο χώρος οργανώνεται με σταθερά εκθεσιακά πανό, που είναι στραμμένα σε σχέση με την πορεία του θεατή, σχεδιάζοντας την πορεία του βλέμματος με την αποκάλυψη και απόκρυψη του βάθους του χώρου. Τα πανό με μια μνημειακή αίσθηση αναπτύσσονται μέχρι την ψευδοροφή, για να αναδειχθούν τα σημαντικά μεγάλα εκθέματα και οι μικρότεροι πίνακες τοποθετούνται στους γύρω εκθεσιακούς τοίχους. Μ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στην αφηγηματική συνέχεια των εκθεμάτων, δημιουργώντας θεματικά κέντρα και οπτικές φυγές, ευνοώντας τις πολλαπλές συσχετίσεις και αναγνώσεις. Οι ψευδοροφές γενικού / ειδικού φωτισμού φέρουν διαφώτιστη ελαστική ηχοαπορροφητική μεμβράνη με γραμμικά φωτιστικά φωτοδιόδων (LED) και φώτα ενιαίας κατανομής του φωτισμού των εκθεμάτων. Επίσης έχουν χαραχθεί έτσι, ώστε τα ενσωματωμένα εκθεσιακά φώτα να ακολουθούν παράλληλα τις κατευθύνσεις των εκθεσιακών πανό, εξασφαλίζοντας την ενιαία κατανομή του φωτισμού παρόμοια σε όλες τις εκθεσιακές επιφάνειες.
Ειδικότερα οι εκθεσιακοί τοίχοι και τα εκθεσιακά πανό με τελική επιφάνεια γυψοσανίδας, επιτρέπουν την ανάρτηση των έργων με βίδωμα στο υπόστρωμά τους από ινοσανίδα. Τα εκθεσιακά πανό στηρίζονται στο δάπεδο και στο σκελετό της διαφώτιστης οροφής, ώστε να είναι δυνατή η όδευση καλωδίων στο εσωτερικό τους από τις καλωδιώσεις της οροφής. Επίσης, οδεύσεις καλωδίων στους περιμετρικούς τοίχους γίνονται στην επάνω απόληξή τους.
Ο εκθεσιακός χώρος, πέρα από τις εκθεσιακές επιφάνειες εξοπλίζεται με προθήκες, ώστε να εμπλουτισθεί με ευαίσθητο εκθεσιακό υλικό, με σχέδια, υδατογραφίες και χαρακτικά. Επίσης, μέσα από ανοίγματα του εσωτερικού χώρου προς την πόλη, εμπλουτίζεται με τη θέα των αποσπασμάτων του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου της Πινακοθήκης.
Στις αίθουσες των εναλλασσόμενων εκθέσεων, για την αντιμετώπιση των ειδικών απαιτήσεων ευελιξίας για την αναδιαμόρφωση της οργάνωσης της έκθεσης, υλοποιήθηκε ένα σύστημα ψευδοροφής με ηχοαπορροφητική γυψοσανίδα και ένα σύνθετο μεταλλικό κάναβο με τον οποίο εξασφαλίζεται ο ενιαίος έμμεσος γενικός φωτισμός, καθώς και η δυνατότητα να στηριχθούν σε εναλλακτικές θέσεις εκθεσιακά πανό με το φωτισμό τους, να αναρτηθούν εκθέματα, να δημιουργηθούν σκοτεινοί θάλαμοι προβολής.
Εκτός από τις αίθουσες έκθεσης των μόνιμων συλλογών, στο 2ο υπόγειο του κτιρίου Γ λειτουργεί η αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων. Για την επίτευξη ενός υποβάθρου υποστήριξής τους έχει επεκταθεί η εφαρμογή του συστήματος ψευδοροφής / φωτισμού / ανάρτησης των εναλλασσόμενων εκθέσεων της μόνιμης συλλογής, ώστε να προσφερθεί αντίστοιχα η επιζητούμενη ευελιξία στην οργάνωση του χώρου.
Στις αρθρώσεις των αιθουσών έκθεσης με τις περιοχές της οριζόντιας και κατακόρυφης κυκλοφορίας του κτιρίου, ορίζονται κόμβοι κυκλοφορίας, που σημαίνονται με ξυλεπένδυση των τοίχων και οροφών, με ενσωματωμένες οθόνες πληροφοριών, ενσωματωμένες προθήκες με χαρακτικά και μεγάλα ανοίγματα προς τη θέα της πόλης. Η διαδρομή του επισκέπτη συγκροτείται ως μια αλληλουχία αιθουσών έκθεσης και κόμβων κυκλοφορίας, στους οποίους μπορεί να προσανατολιστεί και να επανασχεδιάσει την πορεία του, καθώς από 60 οθόνες συνολικά του παρέχονται πληροφορίες γενικά για τη συλλογή, για το το περιεχόμενο της κάθε αίθουσας, για την κίνησή του στο κτιριακό συγκρότημα. Επίσης σε αυτή τη διαδρομή συναντώνται ειδικά για την Πινακοθήκη σχεδιασμένα καθιστικά για ανάπαυση, αναμονή ή απόλαυση της θέας της πόλης.
Η υποδοχή του επισκέπτη στο κτιριακό συγκρότημα γίνεται σε έναν πολυλειτουργικό χώρο όπου πέραν του ελέγχου, των πληροφορίων και εξυπηρετήσεων, παρέχεται η δυνατότητα της πολλαπλής ψηφιακής πληροφόρησης για το έργο, τις συλλογές και δραστηριότητες της Πινακοθήκης. Σε αυτόν το χώρο βρίσκεται και το κύριο πωλητήριο της Πινακοθήκης με προθήκες πολλαπλών δυνατοτήτων. Για την οργάνωση του πολυλειτουργικού χώρου έχει τοποθετηθεί ένα εμβληματικό ζωγραφικό έργο μήκους 16 μέτρων, στραμμένο προς τους εισερχόμενους επισκέπτες. Η ξύλινη ψευδοροφή ακολουθεί τη στροφή του έργου και αναδεικνύει το πωλητήριο, το ταμείο, το βεστιάριο, ως ελεύθερα τοποθετημένα έπιπλα. Από το χώρο υποδοχής δίνεται η δυνατότητα κίνησης του επισκέπτη προς τους εκθεσιακούς χώρους των μόνιμων συλλογών της Πινακοθήκης ή προς τους χώρους των περιοδικών εκθέσεων, καθώς και προς το αμφιθέατρο 220 θέσεων ή τις καφετέριες. Η μία καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο του Α κτιρίου και αναπτύσσει τα υπαίθρια καθιστικά της στον αύλειο χώρο και η άλλη στον τρίτο όροφο του Γ κτιρίου με πανοραμική θέα προς Λυκαβηττό – Ακρόπολη – Πειραιά - Αρδηττό.
Ο περιβάλλων χώρος της Πινακοθήκης οριοθετήθηκε με χαμηλό περιτοίχισμα, ώστε το κτιριακό συγκρότημα να είναι ανοικτό και απολύτως ορατό από τον περιπατητή της πόλης. Στον αύλειο χώρο οι διαδρομές και στάσεις ανάμεσα σε φυτά της ελληνικής υπαίθρου επισημαίνονται με έργα της ελληνικής γλυπτικής. Σημαντικό στοιχείο σήμανσης του περιβάλλοντα χώρου αποτελεί η γιγαντοοθόνη ledmesh, 10 × 14 μέτρων στη βόρεια όψη του Β κτιρίου, που λειτουργεί ως το ψηφιακό banner της Πινακοθήκης. Ιδιαίτερη μέριμνα έχει δοθεί στο νυκτερινό φωτισμό ανάδειξης του κτιρίου, με εναλλαγή του φωτισμού από-μέσα-προς-τα-έξω και από-έξω-προς-τα-μέσα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του κάθε κτιρίου του συγκροτήματος.
Γενική πρόθεση υπήρξε οι χώροι της μουσειογραφικής μελέτης να χαρακτηρίζονται από μινιμαλισμό για να αναδεικνύονται τα έργα τέχνης, με την ελαχιστοποίηση της αντίληψης των τεχνικών στοιχείων (ρευματοδότες, φωτιστικά σώματα, συστήματα ανάρτησης) και ατονώντας την υλικότητα των στοιχείων ορισμού του χώρου (ξύλο χωρίς ισχυρά νερά, ματ μάρμαρο στο δάπεδο, γκρι χρωματισμένοι τοίχοι έκθεσης). Επίσης, με το σχεδιασμό της πορείας του βλέμματος επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί στο θεατή η αίσθηση της ελεύθερης επιλογής των κινήσεών του. Η αίσθηση αυτή εντείνεται με τη διαχείριση του τεχνητού φωτισμού σε συνέργεια με τον εισερχόμενο φυσικό φωτισμό και με την εισερχόμενη θέα των αποσπασμάτων της πόλης, προσδίδοντας στο χώρο μια υπαίθρια, ανοιχτή αίσθηση, σε μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ δύο εκθεμάτων: του έργου τέχνης και της πόλης.
Το κτίριο βρίσκεται σε οικόπεδο 12 στρεμμάτων, που καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο και περιέχει ένα κτίριο που σχεδιάστηκε από την ίδια αρχιτεκτονική ομάδα το 2010. Δύο βασικά χαρακτηριστικά του οικοπέδου υπαγόρευσαν την τοποθέτηση του νέου κτιρίου. Αφενός ο άξονας της οδού Παραδείσου, που αποτελεί σημαντική οδική πρόσβαση της περιοχής και αφετέρου η απαίτηση για την κατά το δυνατό διατήρηση ανέπαφου του ειδυλλιακού κήπου, που περιβάλλει το υπάρχον κτίριο.
Έτσι, ως βέλτιστη επιλογή κρίθηκε σχεδόν μονοσήμαντα η δημιουργία ενός γραμμικού κτιρίου κατά μήκος της οδού Παραδείσου, που θα σηματοδοτήσει επαρκώς την ύπαρξη των κτιρίων στους διερχόμενους και τους επισκέπτες, θα λειτουργήσει σαν φράγμα μεταξύ της βαρύτερης κυκλοφορίας και του εσωτερικού του ακινήτου και τέλος θα εξασφαλίσει τη διατήρηση του κήπου, αλλά και τη μέγιστη σχέση παλιών και νέων οικοδομών με αυτόν.
Το νέο κτίριο διατάσσεται σε τέσσερις στάθμες. Στο ισόγειο τοποθετούνται όλοι οι χώροι κοινού: η υποδοχή, οι χώροι συσκέψεων, η αίθουσα των πολλαπλών λειτουργιών, καθώς και γραφεία με εξυπηρέτηση κοινού. Στους δύο πρώτους ορόφους διατάσσονται οι κύριοι γραφειακοί χώροι της εταιρείας. Τέλος, στον τρίτο όροφο και σε εσοχή βρίσκεται η διοίκηση.
Ο χώρος σίτισης και αναψυχής του προσωπικού είναι ένα ισόγειο κτίριο τοποθετημένο ελεύθερα στον κήπο μεταξύ των δύο κύριων κτιρίων, προκειμένου να γίνεται αντιληπτό ως σημείο συνάντησης και να μπορούν να το οικειοποιηθούν ομοίως παλαιοί και νέοι χρήστες του συγκροτήματος. Ενώνεται δε με τα κυρίως κτίρια με ένα ελαφρύ γραμμικό μεταλλικό στέγαστρο και έτσι γίνεται κομβικό σημείο στάσης μεταξύ τους.
Το υπόγειο γκαράζ 300 θέσεων, με πρόσβαση από την οδό Αιγιαλείας και έξοδο στην οδό Αρτέμιδος, είναι σε τρεις στάθμες, η ανώτερη με αποθήκες και μηχανοστάσια για χρήση του κτιρίου και οι άλλες δύο μόνο με χρήση στάθμευσης.
Το νέο φυλάκιο του συγκροτήματος προτείνεται στην οδό Αρτέμιδος, και ελέγχει την πρόσβαση των πεζών και εποχούμενων επισκεπτών, που κάνουν χρήση του υπαίθριου χώρου ολιγόωρης στάθμευσης.
Αρχιτεκτονικά επιχειρείται η επανάληψη της έκφρασης του υπάρχοντος κτιρίου, προκειμένου να προκύψει ένα αρμονικό ενιαίο σύνολο. Έτσι οι όψεις διαμορφώνονται με μεγάλα υαλοστάσια που επιτρέπουν τη μεγιστοποίηση του φυσικού φωτισμού. Κινητά στοιχεία ηλιοπροστασίας ρυθμίζουν αυτόματα και αναλόγως του ηλιακού φορτίου την πρόσπτωση του ηλιακού φωτός στα υαλοστάσια, ώστε να βελτιστοποιείται ο φωτισμός, χωρίς να επιβαρύνεται ο κλιματισμός του κτιρίου. Ο οριζόντιος χαρακτήρας κυριαρχεί και στο νέο κτίριο, με προβόλους, επικαλυμμένους με την ίδια φυσική πέτρα με το υπάρχον, να διαμορφώνουν τις μεγάλες του όψεις στους κύριους ορόφους των γραφειακών χώρων και την ανώτερη στάθμη με τα γραφεία της διοίκησης να έχει την αντίστοιχη σηματοδότηση με το σταθερό πέτασμα αλουμινίου στο φυσικό του χρώμα.
Εσωτερικά επελέγη μια παλέτα υλικών συγκρατημένης και αυστηρής πολυτέλειας, που αντικατοπτρίζει το χαρακτήρα του χρήστη του κτιρίου, με το κύριο ενδιαφέρον να προκύπτει από τις ποιότητες διαφάνειας - ημιδιαφάνειας και αντανάκλασης των επιφανειών, με μόνο "παιχνιδιάρικο" στοιχείο τα διάτρητα πετάσματα, που διαμορφώνουν οροφές και διαχωριστικά στο χώρο του εντευκτηρίου.
Όλα τα δώματα του υπόγειου χώρου στάθμευσης φυτεύτηκαν προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια του κήπου. Παράλληλα φυτεύτηκε και το μεγαλύτερο μέρος των δωμάτων του νέου κτιρίου, καθώς και του δώματος του εντευκτηρίου του προσωπικού για να εξασφαλισθεί μόνωση, βελτίωση του μικροκλίματος και αισθητική αρτιότητα στη λεγόμενη "πέμπτη όψη".
Το νέο κτίριο έλαβε τη διεθνή πιστοποίηση LEED (Leadership in Energy & Environmental Design) στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, Platinum, για περιβαλλοντικά και βιώσιμα κτίρια από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό, το Αμερικανικό Συμβούλιο Πράσινων Κτιρίων (U.S. Green Building Council – USGBC).
Ενεργειακός σχεδιασμός
Ο νέος χώρος πληροί τις αυστηρότερες απαιτήσεις για φιλικά προς το περιβάλλον και βιώσιμα κτίρια, ικανοποιώντας υψηλές εξειδικευμένες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης / διαχείρισης νερού και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος, μειώνοντας παράλληλα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και το λειτουργικό κόστος του κτιρίου.
Η εγκατάσταση εξωτερικής οριζόντιας σκίασης διαμορφώθηκε έτσι ώστε να παρέχει έλεγχο της ηλιακής ακτινοβολίας, καθώς η κλίση των περσίδων προσαρμόζεται αυτόματα στην κίνηση του ήλιου, προστατεύοντας έτσι αποτελεσματικά από το άμεσο ηλιακό φως. Ακόμη, ο αυτοματοποιημένος εσωτερικός φωτισμός LED συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης του κτιρίου. Η εγκατάσταση κατάλληλης θερμομόνωσης και υαλοπινάκων υψηλών προδιαγραφών συνέβαλε επίσης στην ελαχιστοποίηση των απωλειών και στην επίτευξη της διατήρησης της θερμοκρασίας του εσωτερικού χώρου χωρίς περιττή χρήση κλιματισμού. Συγκεκριμένα, στην κατηγορία ποιότητα περιβάλλοντος εσωτερικού χώρου (Indoor Environmental Quality), στο κτίριο απονεμήθηκε η βαθμολογία 15/15, όπου το 75% του εσωτερικού χώρου έχει φυσικό φωτισμό, ενώ το 90% του χώρου έχει εξασφαλισμένη ποιοτική θέα.
Η επιλογή και εγκατάσταση υλικών με υψηλά επίπεδα ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης, καθώς και ο αποκλεισμός τοξικών υλικών, αποτέλεσαν σημαντική προτεραιότητα στην κατασκευή. Συγκεκριμένα, στην κατηγορία "Υλικά και Πηγές" (Materials and Recourses) στην κλίμακα πιστοποίησης LEED, τα ποσοστά που διαμορφώθηκαν, όσον αφορά στη βιωσιμότητα του κτιρίου, έχουν ως εξής: 20% ανακυκλωμένο περιεχόμενο δομικών υλικών,
20% τοπικά συλλεγόμενα, ανακτημένα ή κατασκευασμένα υλικά,
50% πιστοποιημένα προϊόντα FSC από ξύλο,
75% επαναχρησιμοποίηση των υλικών κατασκευής και προϊόντων κατεδάφισης.
Όσον αφορά στον παράγοντα της απόδοσης του νερού (Water Efficiency), το σκορ που επετεύχθη στη διεθνή πιστοποίηση LEED είναι 10/10, με 100% μείωση της χρήσης πόσιμου νερού, 40% μείωση στην αρχική χρήση νερού εσωτερικού χώρου και 50% στην παραγωγή λυμάτων.
Οι αλλαγές που έχει επιφέρει η πανδημία σκιαγραφείται τόσο στο προφίλ των ταξιδιωτών, στους κανόνες υγιεινής και καθαριότητας, όσο και στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας στους χώρους των ξενοδοχείων κ.α. Στο άρθρο παρουσιάζονται συνοπτικά οι επικρατέστερες τάσεις, όπως αυτές διαφαίνεται να διαμορφώνουν το νέο πλαίσιο της τουριστικής βιομηχανίας.
Σε άμεση συμφωνία με τη χρήση του, το ερευνητικό κέντρο στην Κρήτη σχεδιάστηκε έτσι, ώστε να αποτελεί ζωντανό παράδειγμα κτιρίου φιλικού προς το περιβάλλον και ενεργειακά αυτόνομου.
Τα φυσικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν έχουν μικρή ενσωματωμένη ενέργεια και καλές θερμομονωτικές ιδιότητες.
Ο φέρων οργανισμός του κτιρίου είναι ξύλινος, κατασκευασμένος από επικολλητή ξυλεία κατηγορίας GL24 με πιστοποίηση αειφόρου διαχείρισης δασών. Εδράζεται σε θεμελίωση και στο κεντρικό του τμήμα σε δοκούς ή τοιχώματα του υπογείου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Η ανωδομή εξασφαλίζεται πλευρικά έναντι ανεμοπίεσης και σεισμικής φόρτισης μέσω μεταλλικών συνδέσμων δυσκαμψίας σε χιαστί διάταξη και σε επιλεγμένα φατνώματα του χωρικού πλαισίου.
Οι εξωτερικοί τοίχοι πλήρωσης του κτιρίου εγκιβωτίζουν τον ξύλινο φέροντα οργανισμό. Αυτοί οι τοίχοι είναι χτισμένοι με δύο διαφορετικές τεχνικές· μία από αυτές είναι με αχυρόμπαλες 50 cm πάχους, επιχρισμένες με πηλοκονίαμα εσωτερικά και ασβεστοκονίαμα εξωτερικά.
Επιπλέον, τα φυτεμένα δώματα περιέχουν ως οργανική ύλη προϊόντα επιφανειακής εκσκαφής του οικοπέδου, που χαρακτηρίζουν την τοπική χλωρίδα.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ & ΜΕΛΕΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: ΑΝΤΩΝΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗ, ΖΕΤΑ ΧΡΥΣΑΦΑΚΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΖΕΤΑ ΧΡΥΣΑΦΑΚΗ
Ο Γιώργος Κονταξάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1983. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (2001-2007).
Το 2009 μετοίκησε στο Παρίσι όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα του αστικού σχεδιασμού και των αναπλάσεων (Ecole Nationale Supérieure d’Architecture de Paris – La Villette) σε συνεργασία με τον αείμνηστο Γ.Τσιώμη.
Στο Παρίσι έζησε και εργάστηκε από το 2009 εως το 2020. Συνεργάστηκε με αρχιτεκτονικά γραφεία αλλά ασχολήθηκε παράλληλα με ιδιωτικά έργα ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η ευρεία θεματολογία των έργων που έχει επιμεληθεί περιλαμβάνει από τον σχεδιασμό καταστημάτων (retail design) για διεθνή brands, έως ξενοδοχεία καθώς και ιδιωτικές κατοικίες. Υλοποιημένα έργα του βρίσκονται στη Γαλλία, στη Μ.Βρετανία, στην Ασία, και στην Ελλάδα.
Από το 2020 ο Γ. Κονταξάκης αποφάσισε να μεταφέρει τη βάση του στα Χανιά, ενώ το 2021 ιδρύει την Kontaxakis Architects η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της αρχιτεκτονικής μελέτης καθώς και της μελέτης εσωτερικών χώρων.