Η πολυκατοικία βρίσκεται στα νότια προάστια της Αθήνας και πιο συγκεκριμένα στην Άνω Ηλιούπολη, στους πρόποδες του Υμηττού.
Κατά τη μελέτη αξιολογήθηκαν ιδιαίτερα ως πλεονεκτήματα του οικοπέδου το ικανοποιητικό μήκος της πρόσοψης, ο ευνοϊκός προσανατολισμός (μεσημβρινός), καθώς και η δυνατότητα θέας από τη μπροστινή πλευρά του κτιρίου προς την θάλασσα, από τους υψηλότερους κυρίως ορόφους, λόγω του προσανατολισμού άλλα και του επικλινούς εδάφους της περιοχής.
Με βάση τα παραπάνω και με επιπλέον προαπαιτούμενο την εξάντληση του συντελεστή δόμησης, καθώς η πολυκατοικία έγινε για εμπορική εκμετάλλευση, επιδιώχθηκε η ανάπτυξη του κτιρίου όσο το δυνατό καθ’ ύψος, μέσω της μείωσης της μεγίστης κάλυψης αυτού.
Έτσι, η χωροθέτησή του σε σχέση με τις ήδη δομημένες όμορες ιδιοκτησίες έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούνται όσο το δυνατό μικρότερες τυφλές πλευρές – μεσοτοιχίες στο νέο κτίριο. Η επιλογή αυτή είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ευρύτατων ακαλύπτων με ανατολικό - μεσημβρινό προσανατολισμό, τόσο στο πλαϊνό όριο όσο και στην πίσω πλευρά του οικοπέδου, με άμεσα οφέλη όχι μόνο για τα διαμερίσματα (καλύτερες συνθήκες φυσικού φωτισμού των χώρων εσωτερικά), άλλα και για το ευρύτερο μικροκλίμα του ίδιου του οικοδομικού τετραγώνου.
Όσον αφορά στις λοιπές συνθετικές αποφάσεις, εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη υψομετρική διαφορά που υπήρχε στην πρόσοψη από τη μία άκρη έως την άλλη, αποφασίστηκε η δημιουργία υπόγειας στάθμης κατ’ επέκταση του βασικού περιγράμματος της οικοδομής προκειμένου να εξασφαλιστούν οι απαιτούμενες θέσεις στάθμευσης, καθώς και επιπλέον απαραίτητοι αποθηκευτικοί χώροι. Η επιλογή αυτή σε συνδυασμό με την κατασκευή χώρου pilotis στο ισόγειο, σε συνέχεια του κήπου, είχε ως συνέπεια τη δημιουργία, στη στάθμη του εδάφους, ελεύθερων χώρων προς αξιοποίηση από τους ένοικους μελλοντικά.
Πάνω από την pilotis η πολυκατοικία αναπτύσσεται σε 4 στάθμες, ενώ το διαμέρισμα στην τελευταία στάθμη ενοποιείται με μικρό χώρο σοφίτα, ο οποίος χωροθετείται μέσα στη στέγη. Οι δυο αυτοί χώροι ενοποιούνται και οπτικά μέσω ενός μικρού αίθριού, το οποίο δημιουργεί διώροφους χώρους σε τμήμα του διαμερίσματος.
Εξωτερικά, όσον αφορά την μορφολογία του κτιρίου, τονίζεται ιδιαίτερα η δημιουργία ενός τετράγωνου πλαισίου που δημιουργείται από κατακόρυφα και οριζόντια μη φέροντα τοιχία, το οποίο οργανώνει και ενοποιεί οπτικά το σύνολο των ανοιχτών εξωστών της πρόσοψης, άλλα και αυτών του πλαϊνού ακάλυπτου. Επιπλέον, με τη χειρονομία αυτή το κτίριο ξεπροβάλει και δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε γωνιακό οικόπεδο.
Εσωτερικά στα διαμερίσματα έχει γίνει χρήση υλικών στη φυσική τους μορφή, όπως δρυς για τα πατώματα σε μεγάλες διαστάσεις τάβλας, μάρμαρο carrara για επενδύσεις σε πάγκους κουζίνας και τζάκια και αντίστοιχες επενδύσεις μαρμάρινων πλακιδίων στους χώρους υγιεινής. Παρόμοια υλικά με αντίστοιχη υφή έχουν χρησιμοποιηθεί και σε αρκετούς κοινόχρηστους χώρους, όπως στα κλιμακοστάσια, στο θάλαμο του ανελκυστήρα κ.α., προκειμένου να υπάρχει, όσο το δυνατό, μία ενιαία λογική στο σύνολο των χώρων της πολυκατοικίας.

Σκοπός της μελέτης υπήρξε ο σχεδιασμός μία εντυπωσιακής κατοικίας που να εγκιβωτίζει την απέραντη θέα του οικοπέδου προς τη θάλασσα και το βουνό και να ισορροπεί με την αναγκαία διαφύλαξη της ιδιωτικότητας μίας κατοικίας. Γνώμονες της πρότασης αποτέλεσαν η επιλογή κάτοψης ανοικτού τύπου για τους χώρους διημέρευσης σε συνδυασμό με μία σύγχρονη, καθαρή και γλυπτική αρχιτεκτονική που επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης ακατέργαστων υλικών. Η προσέγγιση περιελάμβανε τη διαχείριση ενός απότομου οικοπέδου που γειτνιάζει με εθνικό πάρκο της χώρας.
Οι δευτερεύοντες βοηθητικοί χώροι τοποθετούνται στο χαμηλότερο επίπεδο του οικοπέδου, με όσο το δυνατόν μικρότερη εκσκαφή στο ανάγλυφο. Η είσοδος στο κτίριο βρίσκεται στη στάθμη του υπόγειου χώρου στάθμευσης, ο οποίος λαμβάνει φυσικό φωτισμό μέσω μίας διάφανης επιφάνειας υγρού στοιχείου του ισόγειου επιπέδου. Οι κύριες χρήσεις του κτιρίου φιλοξενούνται σε δύο επίπεδα άνω της πλαγιάς με τα καθιστικά, την κουζίνα, την πισίνα  και τον κήπο στο πρώτο επίπεδο και τα υπνοδωμάτια να τοποθετούνται στο δεύτερο επίπεδο, όντας απομονωμένα από τις κύριες χρήσεις αλλά σε ένωση με το τοπίο, μέσω της επεκτατικής φύτευσης. Τα διάφορα στρώματα της κατοικίας επιτρέπουν διαφορετικές εμπειρίες στο χώρο.
Η είσοδος στο ισόγειο επίπεδο, διαμέσου της γραμμικότητας του χώρου του μπαρ, οδηγεί στην "καρδιά" της κατοικίας, δηλαδή στην κουζίνα. Η κουζίνα με τη σειρά της διαχωρίζεται στην τραπεζαρία και το θερινό καθιστικό. Το χειμερινό καθιστικό χωροθετείται ομοίως παραπλεύρως της κουζίνας, με τη διαφορά ότι η οροφή πλέον βρίσκεται χαμηλότερα, πλαισιώνοντας τη θέα και οριοθετώντας ένα χώρο ανεπίσημων συγκεντρώσεων γύρω από το τζάκι.
Τα όρια ανάμεσα στον εσωτερικό και των εξωτερικό χώρο είναι δυσδιάκριτα, με μόνιμο πρωταγωνιστή το περιβάλλον τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, η οροφή από τσιμέντο με ραβδώσεις, τα ραφιναρισμένα τσιμεντένια δάπεδα των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και η διαχρονικότητα των δρύινων δαπέδων των ιδιωτικών χώρων και της εσωτερικής ξυλουργικής ενδυναμώνουν την αίσθηση της συνέχειας. Ο προαύλιος χώρος γίνεται μέρος των χώρων διημέρευσης, ενώνεται όπως προαναφέρθηκε οπτικά με την υπόγεια στάθμη και προφυλάσσει την ιδιωτικότητα του τελευταίου επιπέδου μέσω μιας επιφάνειας Cor-Ten, η οποία επιτρέπει στις ακτίνες του ήλιου να εισέλθουν δημιουργώντας παιχνιδίσματα φωτός στους χώρους κυκλοφορίας. Οι δοκοί των δύο επιπέδων, με τη μονολιθική αισθητική τους, μοιάζουν να αιωρούνται  πάνω από τις φωτεινές και σχεδόν διαφανείς όψεις της κατοικίας. Η ανοικτή διάταξη με τα λιγοστά υποστυλώματα και τις λιγοστές τοιχοποιίες, καθώς και τα όσο το δυνατόν λιγότερα διαχωριστικά πλαίσια των υαλοστασίων παραχωρούν για άλλη μία φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη θέα.

Το συγκρότημα αναπτύσσεται σε πέντε επίπεδα, υπόγειο, ισόγειο και τρεις ορόφους. Λειτουργικά και κατασκευαστικά το υπόγειο, το ισόγειο, ο 1ος και ο 2ος όροφος έχουν κοινή διάταξη και δημιουργούν κεντρικά ένα χώρο κυλινδρικής μορφής, ο οποίος στεγάζει τη βιβλιοθήκη.
Αυτό το κεντρικό τμήμα περιβάλλεται από το υπόλοιπο κτίριο μορφής Π, το οποίο είναι ελεύθερο στις δύο απέναντι πλευρές, ενώ οι άλλες δύο είναι καλυμμένες από τις επιχωματώσεις του λόφου. Τα δύο τμήματα του κτιρίου συνδέονται με ένα αίθριο περιμετρικά της βιβλιοθήκης, το οποίο φωτίζεται από φεγγίτες στην οροφή του. Το αίθριο απομονώνει την κυρίως βιβλιοθήκη από το υπόλοιπο κτίριο, συνδεόμενο μόνο σε δύο σημεία ανά όροφο με τον κύλινδρο.
Ο 3ος όροφος εκτείνεται μόνο επάνω από το κυλινδρικό τμήμα της βιβλιοθήκης και στεγάζει το αναγνωστήριο "Έλλη Ιωάννου".
Αναλυτικότερα στον κύλινδρο χωροθετείται η βιβλιοθήκη και η αίθουσα μελέτης. Το κεντρικό τμήμα του κυλίνδρου διαχωρίζεται με ένα κυκλικό τοίχο από το χώρο, στον οποίο βρίσκονται τα βιβλιοστάσια.
Στο τμήμα Π υπάρχουν χώροι διδασκαλίας, αμφιθέατρα, εργαστήρια, χώροι γραφείων και διεύθυνσης του προσωπικού της βιβλιοθήκης, βοηθητικοί χώροι Η/Μ, χώροι διακομιστών (server rooms), χώρος παραλαβής αγαθών, χώροι αρχείων και φύλαξης σπάνιων συλλογών κτλ.
Στο κέντρο του κυλινδρικού τμήματος της βιβλιοθήκης διαμορφώνεται ένα κυκλικό αίθριο σε όλους τους ορόφους. Αυτό το αίθριο στεγάζεται από θόλο, στο κέντρο του οποίου τοποθετήθηκε ένας ηλιοστάτης διαμέτρου 5 m, που φωτίζει με φυσικό φως όλο το κεντρικό τμήμα του κυλίνδρου, όπου βρίσκονται τα αναγνωστήρια. Ο ηλιοστάτης είναι μία περιστρεφόμενη εξειδικευμένη κατασκευή με περιστρεφόμενες περσίδες και φωταγωγό οροφής. Ο θόλος στηρίζεται σε μεταλλική κατασκευή και εκτός από την επιφάνεια του ηλιοστάτη, ο υπόλοιπος καλύπτεται με μεμβράνη και θερμοϋγρομονωτικά υλικά στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ στο υπόλοιπο έχει τοποθετημένους φεγγίτες με ειδικούς υαλοπίνακες που διαχέουν το φως.
Για τη διάχυση του φωτός στο κεντρικό τμήμα της βιβλιοθήκης, κατασκευάστηκε ένας κώνος ύψους 24 m, από μεταλλικό σκελετό και επένδυση από ειδική γυψοσανίδα, με ειδική βαφή στιλπνής επικάλυψης, έτσι ώστε δεχόμενος το φως από τον ηλιοστάτη να το διαχέει στο κεντρικό τμήμα του αναγνωστηρίου, παρέχοντας φυσικό φωτισμό.
Από την εξωτερική επιφάνεια του κτιρίου της βιβλιοθήκης, αναρτώνται σε όλους τους ορόφους -πλην του υπογείου- 31 κόκκινοι γυάλινοι μικροί χώροι μελέτης για 4 ή 6 άτομα, τα αναγνωστήρια, που επικοινωνούν σε κάθε όροφο με το κυλινδρικό τμήμα μέσω θυρών, ώστε οι όποιες συζητήσεις στα αναγνωστήρια να μην ενοχλούν του αναγνώστες της βιβλιοθήκης.
Ο χώρος διαθέτει περίπου 900 θέσεις μελέτης, εξοπλισμένες με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και συνολικά το κτίριο έχει τη δυνατότητα να στεγάσει περίπου 1 εκ. έντυπους τόμους.
Εξωτερικά, οι δύο ελεύθερες πλευρές του κτιρίου στο ισόγειο, 1ο και 2ο όροφο, έχουν βεράντες οι οποίες καλύπτονται με μια μεμβράνη δικτυωτής μορφής, που αφήνει το φως της ημέρας να διέρχεται κατά 28% και επομένως έχουν και το ρόλο σκίασης.
Περιμετρικά ο 3ος όροφος έχει υαλοστάσιο σε όλη του την περίμετρο, καθώς και τέσσερις θύρες διαφυγής και επίσκεψης από τον 3ο όροφο στην άνω οριζόντια επιφάνεια των δύο πλευρών του λόφου.
Ο σχεδιασμός του έργου υπαγορεύεται από τις αρχές εξοικονόμησης ενέργειας, με όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγονται από τη βιοκλιματική προσέγγιση (σκίαση, φυσικός δροσισμός κτλ.)
Ο φέρων οργανισμός του κτιρίου είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα που θεμελιώνεται σε γενική κοιτόστρωση. Όλα τα ορατά του τμήματα αποτελουνται από εμφανές σκυρόδεμα.
Ο αρχιτέκτονας εμπνεύστηκε από τον παρακείμενο λόφο του Άρωνα με το χαρακτηριστικό οροπέδιο.
Ο τεχνητός λόφος απαρτίζεται από δύο ανεξάρτητα τμήματα και αναπτύσσεται σε όλο το ύψος του από το ισόγειο έως και το 2ο όροφο.
Η στέψη του λόφου, στη στάθμη του δαπέδου του 3ου ορόφου, είναι επίπεδη και φυτεύεται με χαμηλή βλάστηση, όπως και μια περιμετρική ζαρντινιέρα στη στάθμη του 2ου ορόφου. Η στέψη του λόφου περιμετρικά έχει ένα διάδρομο περιπάτου, ο οποίος όπως και η ράμπα καλύπτεται από ανυψωμένο ξύλινο δάπεδο.

Η κατοικία βρίσκεται σε μια απομακρυσμένη γεωργική περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από δύσβατη πρόσβαση και ελάχιστη κυκλοφορία. Το σύνθετο κτιριολογικό πρόγραμμα απαιτούσε το σχεδιασμό στο οικόπεδο μιας μικρής σχολής εικαστικών και μιας κατοικίας. Η αρχιτεκτονική πρόταση θα έπρεπε να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία μεταξύ των δύο λειτουργιών και ταυτόχρονη ιδιωτικότητα σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο. Επίσης, η αίσθηση της ασφάλειας ήταν σημαντικό ζητούμενο για τους ένοικους, δεδομένης της ερημικής τοποθεσίας, στην οποία βρίσκεται το έργο.
Οι χώροι της κατοικίας και της σχολής, αλλά και οι περισσότερες επί μέρους χρήσεις, οργανώνονται περιμετρικά μιας εσωτερικής αυλής, η οποία προσφέρει έναν εσωστρεφή και ιδιωτικό χώρο για τους ενοίκους και για τους μαθητές της σχολής. Με την κατάλληλη φύτευση, η αυλή αυτή μπορεί να λειτουργήσει και ως διεπαφή της σχολής και της κατοικίας. Οι κοινόχρηστοι χώροι της κατοικίας έχουν άμεση οπτική σχέση με την κεντρική αυλή, ενώ τα υπνοδωμάτια έχουν ιδιωτική πρόσβαση σε μικρές αυλές στην εξωτερική περίμετρο της οικίας.
Η κύρια πρόσβαση του κτιρίου από το χωμάτινο δημόσιο δρόμο οδηγεί σε δύο ανεξάρτητες εισόδους για τη σχολή και την κατοικία. Η είσοδος της οικίας οδηγεί διαδοχικά σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι οργανώνονται περιμετρικά της αυλής. Τα ανοίγματα, τα οποία δημιουργούνται μεταξύ των διάφορων χώρων, επιτρέπουν διαμπερή εξαερισμό, φυσικό φωτισμό και προσβάσεις προς την εξωτερική περίμετρο του κτιρίου. Ένας διάδρομος, ως φυσική προέκταση των κοινόχρηστων χώρων, οδηγεί στις εισόδους των υπνοδωματίων. Στο τέλος αυτού του περιμετρικού διαδρόμου, μια γυάλινη θύρα οδηγεί σ’ έναν εξωτερικό μεταβατικό χώρο και στην υπηρεσιακή είσοδο της σχολής.
Η αντίληψη των σύνθετων προγραμματικών απαιτήσεων, ως ανάγκη ύπαρξης αυτόνομων λειτουργικών ενοτήτων μέσα σε μια ενιαία σύνθεση, αλλά και ο διάλογος τους με τη συνεχή περιμετρική κυκλοφορία και η σχέση τους με την κεντρική αυλή, είναι σημαντικά στοιχεία στην διαμόρφωση του συνόλου. Η αντίληψη του χώρου ως πέρασμα ή ως σημείο στάσης μεταβάλλεται συνεχώς, τόσο σε σχέση με τις χρήσεις, όσο και με τις προσβάσεις προς την αυλή. Η διαμόρφωση της οροφής, με την αυτόνομη σημειακή μεταβολή της, συνεισφέρει στο διάλογο των διαφορετικών λειτουργιών, εξυπηρετώντας τις διαφορετικές ανάγκες σε ηλιασμό και αερισμό.
Ο προσανατολισμός των κοινόχρηστων χώρων είναι νότιος, επιτρέποντας άμεση ηλιακή ακτινοβολία κατά τους χειμερινούς μήνες. Στα υπνοδωμάτια, οι κεκλιμένες οροφές με νότιους φεγγίτες επιτρέπουν την παθητική θέρμανση των χώρων τον χειμώνα. Σε αντίθεση με την οικία, ο διώροφος όγκος της σχολής φωτίζεται από ανοιγμάτα με συρόμενους υαλοπίνακες στη βόρεια πρόσοψη και σταθερούς φεγγίτες. Ο έμμεσος φυσικός φωτισμός εντός του χώρου ενισχύεται από τις αντανακλάσεις στις γυάλινες επιφάνειες της κατοικίας.
Ο περιορισμένος προϋπολογισμός του έργου απαιτούσε τη συμβατική κατασκευή, με ενισχυμένο σκυρόδεμα και τοιχοποιία από οπτόπλινθους και σύστημα εξωτερικής θερμομόνωσης. Παράλληλα,  η απλότητα της κατασκευής και η λιτότητα στην επιλογή των υλικών, ενισχύουν τη σχεδιαστική πρόθεση και συντελούν στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης χωρικής εμπειρίας.

Το γραφείο LASSA, με έδρα στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες, ιδρύθηκε το 2009 από τον Ελληνογάλλο αρχιτέκτονα Theo Sarantoglou Lalis και τη Βελγίδα αρχιτέκτονα Dora Sweijd. Το γραφείο λειτουργεί στο πεδίο σύντμησης της αρχιτεκτονικής με την τέχνη, την τεχνολογία και τις κοινωνικές επιστήμες, δίνοντας έμφαση στην ικανότητα της αρχιτεκτονικής να ενεργοποιεί τη συμμετοχή των χρηστών, να εντείνει τη χωρική τους εμπειρία και να ενισχύει τη δυνατότητα κοινωνικοποίησης.
Ο Theo Sarantoglou Lalis διδάσκει στην αρχιτεκτονική σχολή Architectural Association στο Λονδίνο από το 2009. Δίδαξε επίσης σε μεταπτυχιακά προγράμματα των πανεπιστημίων Harvard and Columbia University. Αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική σχολή Bartlett school of Architecture στο Λονδίνο, ενώ έχει εργαστεί ως αρχιτέκτονας σε μεγάλα έργα σε 22 χώρες.
Η Dora Sweijd είναι εγγεγραμμένη αρχιτέκτονας στο Βέλγιο. Διδάσκει στην αρχιτεκτονική σχολή Architectural Association και στο Chalmers University της Σουηδίας.
Αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική σχολή Bartlett school of Architecture στο Λονδίνο. Έχει εργαστεί σε μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία στις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, μεταξύ των οποίων τα γραφεία OMA, REX NY και Fosters and Partners.

 

Οι OOAK αρχιτέκτονες είναι ένα ελληνικό-σουηδικό γραφείο με έδρα τη Στοκχόλμη. Το γραφείο ΟΟΑΚ ξεκίνησε ως μία συνεργασία των paan architects (Μαρία Παπαφίγκου και Johan Annerhed) με τη Marie Kojzar. Στόχος του είναι να δημιουργεί έργα με ξεχωριστή ταυτότητα που ανήκουν αποκλειστικά στον τόπο τους και βελτιώνουν την εμπειρία των χρηστών τους. Κάθε project εξελίσσεται βάσει της ανάλυσης και ανάδειξης των ιδιαίτερων ενδογενών χαρακτηριστικών του, δίνοντας πάντα έμφαση στον συνδυασμό της καινοτόμου σκέψης με κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευαίσθητες ιδέες.

 

Το "αρχιτεκτονικό σκυρόδεμα", όρος που επικράτησε για το εμφανές, έγχρωμο και ανάγλυφο σκυρόδεμα, βρίσκει διεθνώς μεγάλη εφαρμογή ιδιαίτερα στις προκατασκευασμένες προσόψεις κτιρίων. Αρκετά έργα έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, παρά την οικονομική κρίση και το συντηρητισμό, που επικρατούν στο χώρο της οικοδομής.

το πλαίσιο ανακαίνισης ενός διαμερίσματος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, οι αυξημένες ανάγκες αποθήκευσης των ιδιοκτητών καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση αποθηκευτικών χώρων σε κατάλληλα σημεία του διαμερίσματος. Στην είσοδο, κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου, οργανώθηκαν βασικές χρήσεις αποθήκευσης σε ισορροπία με την κάλυψη λειτουργικών αναγκών, όπως το βεστιάριο των επισκεπτών και ένα μικρό γραφείο.
Φωτογραφίες: Pov studio (Έκτορας Νικολάκης)

KTIRIO KM 01

Στο πλαίσιο αναδιαμόρφωσης κατοικίας στην Ελούντα, η εσωτερική σκάλα δημιουργήθηκε ως μια μεταλλική κατασκευή, με αφαιρετικά γεωμετρικά στοιχεία και μεταλλικές ράβδους, στη θέση των κιγκλιδωμάτων. Λόγω του περιορισμένου εμβαδού, βασικό στόχο κατά το σχεδιασμό αποτέλεσε η ενοποίηση του χώρου. Οι πρώτοι αναβαθμοί της σκάλας δημιουργούνται από όγκους, σε δύο διαφορετικούς χρωματισμούς μαρμάρου. Φωτογραφίες: Δημοσθένης Κούρος

KTIRIO entopos 01

 

Στη μονοκατοικία διακοπών στη Ζάκυνθο, το λουτρό με το λιτό σχεδιασμό και τα μεγάλα υαλοπετάσματα, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε άμεση επαφή με τον εξωτερικό χώρο. Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Θωμόπουλος

KTIRIO valsamaki 01

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.