Καθώς ο άνεμος φυσά, δημιουργούνται στροβιλισμοί στα άκρα των στεγών, οι οποίοι προκαλούν μεγάλη διαφορά πίεσης στην περίμετρο της στέγης. Η κατασκευή στηθαίου, εκτός από τον καθαρά αισθητικό του χαρακτήρα, μειώνει αποτελεσματικά τη διαφορική πίεση και προστατεύει τη στέγη. Η σωστή κατασκευή του στηθαίου περιλαμβάνει κάποιες απλές ρχές για την προστασία του.
• Τοποθετείται στεγανή υδατοστεγανή μεμβράνη, η οποία πρέπει να καλύπτει όλο το στηθαίο και να σφραγίζεται η απόληξή της.
• Η γωνία στηθαίου - στέγης να ενισχύεται με ένα ξύλινο τριγωνικό τεμάχιο, ώστε να μη σχηματίζεται ορθή γωνία και η στεγανοποιητική μεμβράνη να μην παρουσιάζει ασυνέχειες.
• Στην περίπτωση που η απόληξη του στηθαίου κατασκευαστεί με στραντζαριστή λαμαρίνα -αντί του μαρμάρου στέψης που συνηθίζεται-, τότε τα τεμάχια της στραντζαριστής αμαρίνας θα πρέπει να καλύψουν την εσωτερική πλευρά του στηθαίου ως το ύψος της στεγανοποιητικής στρώσης, ώστε να προστατεύεται αποτελεσματικά η κατασκευή.

 

 

Μια λειτουργική κουζίνα υψηλής αισθητικής με σύγχρονο εξοπλισμό αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο σε μια ανακαίνιση κατοικίας.

Η ανακαίνιση των ηλεκτρικών δικτύων και γενικότερα των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό τους είναι μία συνεχής διαδικασία, η οποία έχει δύο βασικές αιτίες.

Η γήρανση των κατασκευών οπλισμένου σκυροδέματος συνοδεύεται από βλάβες στα δομικά υλικά. Η πρόληψη, η επιβράδυνση και η αποκατάσταση της φθοράς μέσω σύγχρονων μεθόδων και κανονιστικών διατάξεων διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα της κατασκευής σε διάρκεια.

Η χρήση κουφωμάτων αλουμινίου ικανοποιεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, τη βιώσιμη ανάπτυξη, που δίνει έμφαση στην αειφορική δόμηση και στην εξοικονόμηση ενέργειας με την εφαρμογή τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο δομημένο περιβάλλον.

Το εμπορευματικό κέντρο του Ο.Σ.Ε. στο Θριάσιο Πεδίο Αττικής είναι το μεγαλύτερο εμπορικό σιδηροδρομικό κέντρο στα Βαλκάνια. Σ΄ αυτό εντάσσονται σειρά κτιρίων logistic πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Στο πλαίσιο του γενικότερου προγραμματισμού της ΕΡΓΟΣΕ, ανατέθηκε ο σχεδιασμός μέρους των κτιριακών εγκαταστάσεων στο αρχιτεκτονικό γραφείο Bobotis+Bobotis Architects.
Παρά το γεγονός ότι ο εμπορευματικός σταθμός βρίσκεται εκτός δομημένου περιβάλλοντος, όπου κυριαρχεί η παρουσία μέσων μεταφοράς εμπορευμάτων (τρένα και φορτηγά αυτοκίνητα), επιχειρήθηκε η υλοποίηση έργων με ισχυρή αρχιτεκτονική ταυτότητα. Η ΕΡΓΟΣΕ, παρά το σχετικό αρχικό προβληματισμό για την πρόταση δημιουργίας αρχιτεκτονικού έργου σε μη κατοικημένη περιοχή, από τους αρχιτέκτονες Θεοφάνη Μπομπότη και Λουκά Μπομπότη, ενέκρινε τη μελέτη. Σημαντική για την έγκριση αυτή υπήρξε η υποστήριξη των αρχιτεκτόνων, καθώς και των μηχανικών των άλλων ειδικοτήτων της ΕΡΓΟΣΕ.
Πρόκειται για τα κτίρια διοίκησης, ελέγχου κινήσεων, μεταφόρτωσης εμπορευμάτων και τις πύλες εισόδου. Τα κτίρια έχουν το καθένα τη δική του ταυτότητα, είναι σαφώς διακριτά και ανταποκρίνονται στις λειτουργικές ανάγκες της κάθε ιδιαίτερης χρήσης. Επίσης, διακριτές είναι και οι πύλες εισόδου - ελέγχου, ώστε να σηματοδοτούν την είσοδο στον εμπορευματικό σταθμό. Κοινό χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι οι μεταλλικοί στατικοί φορείς, καθώς και οι μεταλλικές επικαλύψεις και πλαγιοκαλύψεις. Ο στατικός φορέας συμμετέχει εμφανώς στην αρχιτεκτονική σύνθεση και ως εκ τούτου η γεωμετρία του αποτέλεσε σημαντικό αντικείμενο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η στατική επίλυση στο σύνολό της, πέραν των άλλων απαιτήσεων, ανταποκρίθηκε πλήρως στην προτεινόμενη γεωμετρία των στατικών φορέων. Το σύνολο των στατικών μελετών εκπονήθηκαν από το γραφείο στατικών μελετών του πολιτικού μηχανικού Τηλέμαχου Τσικνιά.
Κτίριο διοίκησης
Συντίθεται από δύο κυρίως όγκους, που καλύπτονται σε μια ενιαία μεταλλική "επιδερμίδα", διαμορφώνοντας τη χαρακτηριστική μορφή του, αλλά και την πέμπτη όψη που διακρίνεται από ψηλά. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα κτίρια. Ο κύριος όγκος των γραφείων χωροθετήθηκε σε δύο επιμήκεις γραμμικούς ορόφους, που καταλαμβάνουν το ισόγειο και τον πρώτο όροφο. Σε άλλο τμήμα του ισογείου φιλοξενούνται οι υπόλοιποι χώροι, οι οποίοι εξυπηρετούν κοινόχρηστες ανάγκες, καθώς και λειτουργίες, που σχετίζονται με συναλλαγές και διαδικασίες μεταξύ εργαζομένων του Κτιρίου Διοίκησης και τρίτων. Σε αυτή την ενότητα έχουν προβλεφθεί χώροι υποδοχής, αναψυκτήριο, αίθουσα συνεδριάσεων 200 ατόμων, κ.λπ.
Κτίριο ελέγχου
Αναπτύσσεται ως προς το επίπεδο γραμμικά - ορθογωνικά, παράλληλα των σιδηροτροχιών. Ογκοπλαστικά έχει τα χαρακτηριστικά "πύργου" ελέγχου. Σαφής παρουσία η γεωμετρία του στατικού φορέα στις επιμήκεις όψεις, οι οποίες καλύπτονται με ημιδιαφανή U-Glass. Η επιλογή αυτή, εκτός από το λειτουργικό χαρακτήρα εισόδου φυσικού φωτισμού πανταχόθεν, παρέχει τη δυνατότητα ανάγνωσης του φορέα ημέρα και νύχτα. Μορφή και στατικός φορέας δημιουργούν την ταυτότητα του συγκεκριμένου κτιρίου.
Κτίριο μεταφόρτωσης
Αποτελεί το μεγαλύτερο σε όγκο κτίριο. Η Επικάλυψη και πλαγιοκάλυψη εντάσσονται σε ένα ενιαίο κέλυφος, που μαζί με τον εξέχοντα όγκο των γραφείων στην κύρια όψη, συνθέτουν τη συνολική μορφή και ταυτότητα του κτιρίου.
Πύλες
Εκτός του ιδιαίτερου λειτουργικού σχήματος, χαρακτηρίζονται και από το έντονο κόκκινο χρώμα, που τις καθιστά ακόμη πιο διακριτές.

Ιστορικό
Η εκπόνηση της μελέτης για το έργο των Κεντρικών Γραφείων του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως στη Λευκωσία, τοποθετείται χρονολογικά στο 2001, οπότε και εξασφαλίστηκε η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για αξιοποίηση κρατικού τεμαχίου στο αστικό κέντρο. Η διατηρητέα οικοδομή αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος του έργου και λήφθηκε υπόψη στον αρχικό σχεδιασμό. Λόγω εκκρεμοτήτων με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικοδομή δεν είχε περιληφθεί στη σύμβαση υλοποίησης του έργου και παρέμεινε εγκαταλειμμένη για πολλά χρόνια. Όταν περιήλθε στην κατοχή του δημοσίου το 2014, είχε ήδη υποστεί διάφορες επεμβάσεις και σημαντική φθορά. Πρόκειται για αστική οικοδομή με νεοκλασικές επιδράσεις, κτισμένη σε γωνιακό τεμάχιο με μεγάλη αυλή, η οποία αρχικά ήταν ιδιωτική κατοικία. Μετά την αποκατάσταση της, η οικοδομή θα στεγάσει τη Βιβλιοθήκη και ορισμένα γραφεία του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Κατασκευή
Οι επεμβάσεις στο φέροντα οργανισμό της οικοδομής καθορίζονταν στη μελέτη του πολιτικού μηχανικού του έργου και είχαν ως εξής:
α) καθαιρέσεις: επιχρισμάτων προς επιδιόρθωση λιθοδομών, εσωτερικών και εξωτερικών δαπέδων, πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα (οροφές δυο υπογείων δωματίων και εξωστών), γύψινης ψευδοροφής και ξύλινης στέγης,
β) περιμετρικές εκσκαφές τοίχων για επισκευή των λιθοδομών και κατασκευή ενισχύσεων,
γ) επιδιόρθωση λιθοδομών: καθαίρεση επιχρισμάτων/ καθάρισμα, τοπική αντικατάσταση λιθοσωμάτων, αποκατάσταση αρμών, εισπίεση ενεμάτων και εφαρμογή σταθεροποιητικού σε όσες λιθοδομές προορίζονταν να δεχτούν επίχρισμα (ασβεστοκονίαμα εξωτερικά και γυψοκονίαμα εσωτερικά) και εφαρμογή υδαταπωθητικού σε λαξευτές λιθοδομές, που θα παρέμεναν εμφανείς,
δ) επιδιόρθωση εξωστών: αποσυναρμολόγηση φθαρμένων σιδηροδοκών, λιθοδομών επένδυσης τους, πέτρινων υποστυλωμάτων, αρίθμηση λίθων, αντικατάσταση σιδηροδοκών, τοποθέτηση λίθων στις ίδιες θέσεις,
ε) επισκευή /ενίσχυση των σιδηροδοκών στο εσωτερικό της οικοδομής,
στ) κατασκευή νέων πλακών δαπέδου και επισκευή των στοιχείων από σκυρόδεμα που διατηρήθηκαν (ανώφλια, φουρούσια μπαλκονιών),
ζ) κατασκευή νέας ξύλινης στέγης.
Τυπολογία / μορφολογία
Στην οικοδομή, η συνήθης τριμερής διάταξη του "ηλιακού" με δωμάτια εκατέρωθεν εφαρμόστηκε με μια παραλλαγή σε ότι αφορά το σχήμα του "ηλιακού", το οποίο είναι οκταγωνικό. Αυτό το οκταγωνικό σχήμα επέδρασε στη διάταξη των χώρων, χωρίς όμως να καταργήσει τις συνήθεις τυπολογικές σχέσεις. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η είσοδος στον "ηλιακό" γίνεται μέσω προθαλάμου, η χαρακτηριστική διαμπερής σχέση μεταξύ εισόδου, ηλιακού και πίσω αυλής διατηρείται. Επίσης, μέσα από τη διαφοροποίηση της σχέσης του οκταγωνικού "ηλιακού" με τους κύριους και βοηθητικούς χώρους, επιτυγχάνεται η συνήθης μεταβολή της κάτοψης από συμμετρική στο μπροστινό μέρος, σε ασύμμετρη στο πίσω τμήμα της οικοδομής.
Στις όψεις οι σχέσεις αυτές εκφράζονται από τα διάφορα μορφολογικά στοιχεία, όπως είναι η στέγη, τα πέτρινα λαξευτά στοιχεία, τα ανοίγματα, κοκ., και τονίζονται περαιτέρω με το στοιχείο των κεντρικών εξωστών. Στην πρόσοψη ο κεντρικός εξώστης αποτελεί έναν αυστηρά συμμετρικό κτιριακό όγκο, που προβάλλεται από την υπόλοιπη οικοδομή, ενώ στην πίσω όψη ο εξώστης είναι ασύμμετρος και εντάσσεται στο κέλυφος της οικοδομής.
Αρχιτεκτονική Πρόταση
Η αποκατάσταση της διατηρητέας οικοδομής περιλάμβανε δύο σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την αρχική κατάσταση: την αλλαγή χρήσης και την ένταξη της στο ευρύτερο σύμπλεγμα των ανοικτών χώρων και γραφείων του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Η ένταξη αυτή επιτυγχάνεται χωροταξικά: στις δύο πλευρές της αυλής που συνορεύουν με δημόσιο δρόμο η σχέση με τον αστικό ιστό διατηρείται αναλλοίωτη, ενώ από την κεντρική πλατεία του συμπλέγματος η οικοδομή και ο περιβάλλοντας της χώρος αποτελούν το επίκεντρο ενδιαφέροντος. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε επίσης στη διατήρηση της τοπογραφίας της αυλής, των μαλακών επιφανειών και στη φύτευση με ελιές και κιτρομηλιές.
Εντός της οικοδομής, οι μετατροπές είναι αναγνώσιμες και δεν αναιρούν τα κύρια γνωρίσματα της οικοδομής. Οι πέτρινες τοιχοποιίες και τα αρχικά ανοίγματα αποκαταστάθηκαν ή σηματοδοτήθηκαν, ανάλογα με τη σημασία τους και τη νέα χρήση των χώρων: στον κεντρικό "ηλιακό" τα αρχικά ανοίγματα και κουφώματα αποκαταστάθηκαν, ενώ στο χώρο της βιβλιοθήκης, όπου τα δωμάτια ενοποιήθηκαν, τα αρχικά τους όρια σηματοδοτήθηκαν με την επίπλωση και τη διαμόρφωση της ψευδοροφής. Οι πρώην βοηθητικοί χώροι έχουν χαμηλή ψευδοροφή και οι λιγοστοί λεπτοί τοίχοι από οπτόπλινθους αντικαταστάθηκαν με διαχωριστικά από γυαλί. Στις όψεις δόθηκε προσοχή στην αποκατάσταση των σημαντικών μορφολογικών στοιχείων (πέτρινα λαξευτά στοιχεία, εξώστες, συμμετρικές σκάλες, κουφώματα). Η πρόταση αποκατάστασης επιχειρεί, παρά τις αναγκαίες μετατροπές, να διαφυλάξει τις ποιότητες, που καθιστούν τη διατηρητέα οικοδομή μέρος της κοινής ποιητικής μνήμης.

Το κτίριο βρίσκεται στην παλιά πόλη των Χανίων, στην 4η πάροδο Καλλινίκου Σαρπάκη 40. Πρόκειται για κτίσμα με άγνωστη την αρχική χρήση του, όμορο του ενετικού ναού του Αγίου Ελευθερίου. Η κατασκευή του ανάγεται στην περίοδο της ενετοκρατίας και υπέστη σημαντικές παρεμβάσεις στη διάρκεια της τουρκοκρατίας με τη μετατροπή του σε αποθήκη.
Εσωτερικά ο χώρος παρουσιάζει ενδιαφέρον, με τη θολωτή οροφή και τα λίθινα υποστυλώματα με τα τόξα που την υποστηρίζουν, το μεγάλο εσωτερικό ύψος του και τα αρχιτεκτονικά ίχνη παλαιοτέρων κατασκευαστικών φάσεων, που σώζονται στις τοιχοποιίες και το δάπεδο, τα οποία αποτέλεσαν και σημαντικό υλικό τεκμηρίωσης. Αποδίδει έτσι μια στιβαρή εικόνα της αρχιτεκτονικής και της ιστορίας του.
Η μελέτη προσέγγισε το ζήτημα της αποκατάστασης του κελύφους με σεβασμό στην ιστορικότητα του, με επιλεκτική ανάδειξη των ενδιαφερόντων λίθινων στοιχείων και με υλικά συμβατά με το δομικό χαρακτήρα του, ενώ για τις τελικές επικαλύψεις χρησιμοποιήθηκαν έγχρωμα πατητά κονιάματα.
Επιλέχτηκε επίσης και με κριτήριο την αντιστρεψιμότητα της παρέμβασης, τα δίκτυα και οι νέες εγκαταστάσεις που ήταν απαραίτητες για την επανάχρηση του χώρου ως αρχιτεκτονικό γραφείο, να μην ενσωματωθούν στις λιθοδομές αλλά να ακολουθήσουν εμφανείς διαδρομές, συμβάλλοντας στην ταυτότητα της νέας χρήσης.
Στο εσωτερικό, ο προτεινόμενος ορθογωνικός κάναβος διαφοροποιείται από τη γεωμετρία του κελύφους, αλλά εγγράφεται αρμονικά σε αυτήν. Η ανάκτηση τμήματος του παταριού και ο τρόπος κατασκευής του, το καθιστούν ένα λεπτό διάφραγμα που αιωρείται, χωρίς να αλλοιώνεται η συνολική εικόνα του χώρου, το ύψος του και τα ενδιαφέροντα δομικά του στοιχεία. Εικόνα που γίνεται άμεσα αντιληπτή, τόσο στον εισερχόμενο, ο οποίος αντικρίζει το πατάρι αυτό, μακριά και στο ύψος του ματιού, όσο και στον ευρισκόμενο εντός του γραφείου.
Η προτεινόμενη γραφή, υποστηριζόμενη και από την επιλογή των υλικών, καθιστά σαφή την αρχιτεκτονική ταυτότητα της παρέμβασης και συνδιαλέγεται με το ιστορικό κέλυφος.

Σχεδιασμένο από τη διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Zaha Hadid, το Μουσείο “Eli and Edythe Broad” στο Πανεπιστήμιο του Michigan φιλοδοξεί να αποτελέσει ζωντανό εκπαιδευτικό εργαστήριο αφιερωμένο στη διερεύνηση της παγκόσμιας σύχρονης τέχνης. Ο ριζοσπαστικός σχεδιασμός του μουσείου αντιτίθεται στην παραδοσιακή γοτθική αρχιτεκτονική με την εμφανή οπτοπλινθοδομή των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, προτείνοντας μια δυναμική μορφολογία από ανοξείδωτο ατσάλι και γυαλί.
Η χωροθέτηση του οικοπέδου ανάμεσα στα όρια της πόλης και των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, με δύο κεντρικές λεωφόρους να γειτνιάζουν και ένα σύνθετο δίκτυο διαδρομών να συνδέει τόσο οπτικά όσο και οδικά τους δύο τόπους (πόλη- πανεπιστήμιο), ενέπενευσαν την αρχιτέκτονα να δημιουργήσει μια μορφή με κύριο συνθετικό εργαλείο τις έννοιες της κίνησης και της μετάβασης. Η συνολική σχεδιαστική αντιμετώπιση του κτιριακού κελύφους προέκυψε από την προβολή σε κάτοψη των δυσδιάστατων επιπέδων που δημιουργούν οι χαράξεις – πορείες μετάβασης ανάμεσα στις δυο χωρικές ενότητες. Η αναδίπλωση στην τρίτη διάσταση αυτών των επιπέδων παρήγαγε ένα δυναμικό μορφολγικό αποτέλεσμα που αποτελεί κόμβο της κίνησης και ταυτόχρονα στάση του επισκέπτη. Η ίδια αυτή έννοια της ροής εμφανίζεται και στο εσωτερικό του κτιριακού όγκου δίνοντας τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων του χώρου και συνεπώς ευέλικτης διαχείρισης κατά την παρουσίαση του εκθεσιακού υλικού.
Το κτίριακό κέλυφος συντίθεται από ένα σύνθετο μεταλλικό δικτύωμα επενδεδυμένο άλλωτε με ανοξείδωτα πετάσματα και άλλωτε με γυαλί. Η δυναμική μορφολογία του σε συνδυασμό με την ευρεία χρήση υαλοστασίων δημιουργεί απρόσμενες οπτικές συνδέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο και τις εξωτερικές χαράξεις- πορείες ενισχύοντας την έννοια της ροής.
Εσωτερικά, το κτίριο αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, τα δύο εκ των οποίων μπορούν να φιλοξενήσουν καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας. Εκτός από τους εκθεσιακούς χώρους, το μουσείο περιλαμβάνει επίσης εκπαιδευτική πτέρυγα, ένα σύγχρονο εργαστήριο ζωγραφικής, μια καφετέρια και ένα κατάστημα. Εξωτερικά του κτιρίου συναντώνται ο κήπος γλυπτικής και μια πλατεία συνάθροισης των επισκεπτών.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός του μουσείου απόλυτα συμμορφωμένος με τις διεθνείς προδιαγραφές της πιστοποίησης LEED περιλαμβάνει μέτρα όπως:
• μέγιστη εκμετάλλευση του φυσικού φωτός,
• τοποθέτηση ηλιακών συλλεκτών για την κάλυψη των αναγκών φωτισμού και θέρμανσης,
• ανιχνευτές κίνησης για τον περιορισμό της άσκοπης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτισμό, θέρμανση και ψύξη,
• συστήματα εξοικονόμησης νερού,
• έλεγχο του μικροκλίματος του περιβάλλοντος χώρου με την τοποθέτηση υψηλής και πυκνής βλάστησης.

Το έργο αφορά σε ένα αστικό διαμέρισμα σε μνημειώδη άξονα της Θεσσαλονίκης, επί της Πλατείας Αριστοτέλους.
Μετά από διαδοχική διαγραμματική ανάλυση, συμπερασματική προβολή, η κεντρική ιδέα στοιχειοθετήθηκε σε τρεις άξονες καθοδηγούμενη από το φωτισμό, τις προτεινόμενες χρήσεις και τις προκύπτουσες μορφές των αντικειμένων. Οι φόρμες ως μία καθαρή σύνοψη των παραπάνω οδηγούν στο τελικό αρχιτεκτονικό προϊόν του χώρου.
Οι λείες επιφάνειες και οι καθαρές μορφές του εσωτερικού συνδιαλέγονται μέσω της προοπτικής του χώρου και της αίσθησης που παράγεται από τα μεγάλα ανοίγματα με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική των κτιρίων της Πλατείας Αριστοτέλους που περιβάλλουν το διαμέρισμα.
Ένα κεκλιμένο διάφανο πρίσμα έχει αντικαταστήσει την κάθετη προϋπάρχουσα τοιχοποιία του φωταγωγού, ως ένα κενό ανάμεσα στις πλάκες του κτιρίου, καταλήγοντας στην οροφή του. Μια έντονα σκούρα γωνία ξεδιπλώνει προς την κύρια είσοδο του διαμερίσματος, ενώ ένας αρθρωτός ξύλινος "τοίχος" διαχωρίζει ή ενώνει τους χώρους σύμφωνα με τις ανάγκες του χρήστη. Προσαρμοζόμενοι αποθηκευτικοί χώροι τοποθετούνται διάστικτα στο διαμέρισμα. Ένας ανεστραμμένος φωταγωγός με προοπτική, δημιουργείται στη δυτική πλευρά του ιστορικού κέντρου της πόλης. Όλα τα παραπάνω οργανώνουν ένα σύγχρονο διαμέρισμα ενσωματωμένο σε μία πρότερη κατασκευή.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.