Ένα σύγχρονο ασιατικό εστιατόριο βρίσκει στέγη σε ένα διατηρητέο κτίριο πρώην κλωστοϋφαντουργίας, εκατό χρόνια έπειτα από την ανέγερσή του, και η αρχιτεκτονική πρόταση καλείται να συνδυάσει τις αρχές της αποκατάστασης με την ταυτότητα της νέας χρήσης.
Το "ειδικό βάρος" του διατηρητέου κτιρίου, καθώς και τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν την ιστορικότητά του, παραμένουν αισθητά και άμεσα αναγνωρίσιμα. Οι εξωτερικές όψεις αποκαθίστανται στην αρχική τους μορφή, ενώ στο εσωτερικό -ισόγειο, υπόγειο και πατάρι- οι σύγχρονες παρεμβάσεις στο αρχικό κέλυφος καθίστανται σκοπίμως ευκρινείς. Ο χώρος του ισογείου διατηρείται διαμπερής και συνεχής, με κουζίνα που οργανώνεται γύρω από κεντρική νησίδα με "ανοιχτές" εστίες και άλλες απαραίτητες συσκευές, ενώ διατηρείται και η αρχική μεταλλική σκάλα προς το πατάρι. Η διαρρύθμιση του χώρου των τραπεζοκαθισμάτων ακολουθεί επίσης την αρχιτεκτονική του αρχικού εσωτερικού, με αυστηρή συμμετρία και αξονικότητα στον ελεύθερο κεντρικό χώρο του ανοιχτού εξώστη.
Η ταυτότητα της νέας χρήσης συμφωνεί απόλυτα με τις επιλογές της αποκατάστασης, με αναφορές σε ένα πρότυπο με απλοποιημένα στοιχεία ανεπιτήδευτης ασιατικής κουλτούρας. Ο σχεδιασμός είναι λιτός, γραμμικός, ισχυρά γεωμετρικός, χωρίς περιττά στοιχεία διακόσμησης. Ωστόσο, τα επί μέρους στοιχεία αποδίδουν στο χώρο μια συγκρατημένη "ποπ" αισθητική, που αντισταθμίζει την αυστηρότητα της ατμόσφαιρας και δημιουργεί χαλαρό κλίμα για φαγητό και συζήτηση. Σε αυτά ανήκουν η νέον επιγραφή, η οποία διαχωρίζει αντιληπτικά την κουζίνα από το χώρο πελατών, τα χαρακτηριστικά διάτρητα μοτίβα των σταθερών διαχωριστικών και οι διάσπαρτες πορτοκαλί λεπτομέρειες.
Η ατμόσφαιρα προδιαθέτει τους επισκέπτες για περισσότερη επικοινωνία και άνετη συμπεριφορά, αφού μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στην ιδιωτικότητα που προσφέρουν οι πλευρικές σειρές τραπεζοκαθισμάτων και στο πιο δημόσιο χαρακτήρα του κεντρικού μπαρ. Οι ανοιχτόχρωμοι χρωματικοί τόνοι συνδυάζονται με ενδιάμεσους θερμούς τόνους σε στοιχεία της επίπλωσης, ενώ ο φωτισμός, θερμός και στοχευμένος, υποστηρίζει τις βασικές αρχιτεκτονικές επιλογές. Όσον αφορά στις λεπτομέρειες, οι φυσικές υφές στην τεχνοτροπία των τοίχων και στα ανεπεξέργαστα διάτρητα κεραμικά τούβλα των στοιχείων επίπλωσης, επιτρέπουν μια δεύτερη ανάγνωση του χώρου από κοντά.

Στην περιοχή του Αποκόρωνα και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Γαβαλοχώρι, σε έκταση εκτός οικισμού με ελαφριά κλίση, σχεδιάσαμε και κατασκευάσαμε μία κατοικία δύο επιπέδων με υπόγειο και πισίνα. Οι βασικές απαιτήσεις του πελάτη ήταν η διαμόρφωση ευρύχωρων χώρων διημέρευσης, χώρο διαλογισμού καθώς και εξωτερικών καθιστικών χώρων και κήπων.
Η κεντρική ιδέα της κατοικίας βασίζεται στην φιλοσοφία και τις αρχές του feng shui, καθώς και του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Κεντρικό ρόλο έχουν τέσσερα πέτρινα τοιχία διαφορετικού μήκους και χωροθέτησης τα οποία χωρίζουν την κατοικία σε τρεις χώρους.
Ο αρχιτέκτονας λέει: "Η αρχιτεκτονική προσέγγιση γίνεται μέσα από απλές και καθαρές γραμμές, δημιουργώντας κτίρια με ένα σύγχρονο αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό design που χαρακτηρίζεται από λειτουργικότητα και εργονομία, εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας και της μηχανικής, αποφεύγοντας κοστοβόρες κατασκευές αρχιτεκτονικού ενθουσιασμού".
Ξεκινώντας από τον ισόγειο ανατολικό χώρο, ανάμεσα στα δύο πρώτα τοιχία, βρίσκεται το καθιστικό και η τραπεζαρία και το γραφείο επάνω, κοιτώντας στο διπλό ύψος του καθιστικού. Τρία ορθοκανονικά πλαίσια διαφορετικού σχήματος και μεγέθους από corten και γυαλί, διαπερνούν το πέτρινο τοιχίο και "καδράρουν" το τοπίο. Το μεγαλύτερο τετράγωνο πλαίσιο, φιλοξενεί καθιστικό χώρο στο εσωτερικό του, αιωρούμενο στο κενό και όντας έξω από τα όρια του κτιρίου.
Το δεύτερο τοιχίο είναι μικρότερο σε μήκος και διάτρητο, ενοποιώντας τους χώρους αυτούς με την κουζίνα και την είσοδο κάτω, καθώς και την βιβλιοθήκη επάνω. Το δεύτερο τμήμα της κατοικίας αποτελεί σημείο μετάβασης από τους χώρους ημέρας στους χώρους νύχτας, καθώς και από τους κυρίως χώρους της κατοικίας στους βοηθητικούς του υπογείου. Στο τμήμα αυτό, όπως και στο πρώτο, τα ευμεγέθη υαλοστάσια που εκτείνονται σε όλο το μήκος και ύψος της όψης, προσφέρουν ανεμπόδιστη θέα στον κόλπο της Σούδας και το κρητικό πέλαγος προς τον βορρά, ενώ τα παράθυρα στον νότο επιτρέπουν την θέαση από καθιστή θέση στα λευκά όρη και τον Ψηλορείτη.
Δυτικά το τρίτο και τελευταίο τμήμα της κατοικίας, χωρίζεται σε δύο μέρη, το κλειστό που φιλοξενεί τα υπνοδωμάτια, το δωμάτιο διαλογισμού ,τις τουαλέτες, και το ανοιχτό, που δημιουργεί έναν εσωτερικό κήπο και εντάσσει το στοιχείο του νερού στη σύνθεση. Το τρίτο πέτρινο τοιχίο είναι το μεγαλύτερο σε μήκος, κρύβοντας την οπτική προς τα υπνοδωμάτια ενισχύοντας έτσι την ιδιωτικότητα. Το τέταρτο τοιχίο, έχει τραβηχτεί από τον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου αφήνοντας χώρο για τον εσωτερικό κήπο.
Ο ημιυπαίθριος χώρος που προκύπτει από την τοποθέτηση των τοιχίων γίνεται αντιληπτός ως ένας χώρος μετάβασης μέσω του οποίου η φύση και το τοπίο εισάγονται στο κτιστό περιβάλλον και αντίστροφα. Στο εν λόγω τοιχίο συναντάμε σε επανάληψη ανοίγματα με πλαίσια corten, τοποθετημένα σε σημεία που «καδράρουν» από το εσωτερικό των υπνοδωματίων και των μπάνιων, κορυφές των Λευκών Ορέων.
Στον νότιο περιβάλλοντα χώρο συναντάμε μικρούς ιδιωτικούς κήπους με δέντρα που προϋπήρχαν και βράχους, οι οποίοι φωτίζονται τις βραδινές ώρες. Στο βόρειο τμήμα η πρόσβαση είναι άμεση μέσω μεγάλων ανοιγμάτων, σε μία βεράντα με ξύλινο deck την οποία διαδέχεται ένα ομαλό πρανές που ενώνει το κτίριο με τον περιβάλλοντα χώρο. Επιπλέον βρίσκεται ένα εξωτερικό καθιστικό με τζάκι, πισίνα, καθώς και ένας κήπος μπροστά από την κουζίνα.

Το ακίνητο βρίσκεται στη Βόρειο Ανατολική πλευρά του νησιού με θέα τη Νάξο. Το υπάρχον ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’90 αποτελούνταν από δωμάτια με ανεξάρτητες εισόδους όλα συγκεντρωμένα σε ένα ενιαίο όγκο χωρίς εσωτερική συνοχή. Όλα τα διακοσμητικά στοιχεία αφαιρούνται, γίνονται καθαιρέσεις και προσθήκες ώστε να αναδειχθούν τα στοιχεία που θεωρούνται σημαντικά. Η διάσπαση του όγκου προς τα νοτιοανατολικά έρχεται σε αντίθεση με τη μονολιθικότητα της βορειοδυτικής πλευράς και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η εντύπωση του "πύργου" από την έμφαση στις κατακόρυφες ακμές του κτιρίου.
Μετά την απογύμνωση των σαθρών επιχρισμάτων και τις εκτεταμένες επισκευές στο φέροντα οργανισμό, το κτίριο των 350 m2 επενδύεται με εξωτερική θερμοπρόσοψη ώστε να αποκτήσει βιοκλιματικό χαρακτήρα. Η γεωμετρία του απλοποιείται, δημιουργούνται σαφείς ακμές και καθαρές επιφάνειες.
Δημιουργείται έτσι ένας εσωτερικός πυρήνας, μια κατοικία. Στον πρώτο όροφο, οι τοίχοι μεταξύ των δωματίων καθαιρούνται προκειμένου να δημιουργηθεί ενιαίο σαλόνι, κουζίνα και τραπεζαρία. Μια καινούργια σκάλα συνδέει τον όροφο αυτό εσωτερικά με το ισόγειο που χωροθετούνται 3 υπνοδωμάτια με 2 μπάνια. Στο δεύτερο όροφο δημιουργούνται τρείς ξενώνες με ανεξάρτητες εισόδους.
Νέες μπαλκονόπορτες στη τραπεζαρία αποκαλύπτουν μια εντυπωσιακή θέα στη θάλασσα. Ο χώρος επεκτείνεται σε ένα εξωτερικό σαλόνι πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα. Στη νοτιοδυτική πλευρά δημιουργούνται μια αυλή, μια πισίνα και μια πέργκολα που στεγάζει από κάτω της κουζίνα με ψησταριά, τραπεζαρία και σαλόνι.
Τσιμεντοκονίες στα δάπεδα, δρύινες ανάγλυφες επιφάνειες, ματ διαπνεόμενα ασβεστοχρώματα στους τοίχους και λεπτές μαύρες μεταλλικές διατομές συνθέτουν τη παλέτα των υφών και υλικών του εσωτερικού σχεδιασμού. Απογυμνωμένος ο χώρος από το περιττό αποπνέει γαλήνη.

Το αρχιτεκτονικό γραφείο GEM Αrchitects δημιουργήθηκε το 2006 από τη Δέσποινα Γουναροπούλου, τη Βίκυ Εμμανουηλίδου και τον Πέτρο Μπαζό. Τα μέλη του έχουν σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. και μεταπτυχιακά στις Η.Π.Α στα πανεπιστήμια UPenn, USC και Columbia University N.Y αντίστοιχα. H επαγγελματική τους δραστηριότητα ξεκινάει το 1996 σαν μέλη του αρχιτεκτονικού γραφείου ΜΕΤΑ αρχιτεκτονική. Τα έργα που έχουν εκπονήσει μέσα σε 25 χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας κυμαίνονται από αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, μελέτες δημοσίου αλλά κυριότερα, ιδιωτικά έργα. Πολύ σημαντικές ήταν οι συνεργασίες της ομάδας με άλλα αρχιτεκτονικά γραφεία όπως για παράδειγμα με το γραφείο Η. Γουναρόπουλος - Α. Κωστίκας και συνεργάτες Ο.Ε. με το οποίο μελετήσαν το Αμφιθέατρο και τη Βιβλιοθήκη της Σχολής Ικάρων που υλοποιήθηκε στο Τατόι. Τα μέλη του γραφείου έχουν διδακτική πείρα, έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους και διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, συμμετείχαν στη 3η στη 4η και στην 7η Biennale νέων αρχιτεκτόνων και στις εκθέσεις: η κατοικία στην Ελλάδα από τον 20ο στον 21ο αιώνα και στα Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2009 και 2013 που διοργάνωσε το Ε.Ι.Α. Το 2017 το γραφείο έλαβε το Βραβείο Σύγχρονου Αρχιτεκτονικού Έργου από το ΣΑΔΑΣ για μια κατοικία που σχεδίασε και υλοποιήθηκε στη Πάρο.

Το αρχιτεκτονικό γραφείο Leaf Architects Studio δημιουργήθηκε το 2010 και εδρεύει στην Θεσσαλονίκη. Ιδρυτής του γραφείου είναι ο αρχιτέκτων Θεόδωρος Γκαζοτζής.
Ο Θεόδωρος Γκαζοτζής σπούδασε αρχιτεκτονική στο UNL και στο London Metropolitan University. Στη συνέχεια, απέκτησε το Master’s Degree στο Computer Imaging in Architecture από το Westminster university. Εργάσθηκε επί σειρά ετών στο αρχιτεκτονικό γραφείο GRIMSHAW architects στο Λονδίνο σε projects υψηλού προφίλ, προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Το γραφείο παρέχει ένα ολοκληρωμένο πακέτο αρχιτεκτονικών υπηρεσιών, περιλαμβάνοντας αρχιτεκτονική μελέτη και επίβλεψη, μελέτη εσωτερικών χώρων, μελέτες ανακαινίσεων, σχεδιασμό επίπλων και φωτιστικών, καθώς και διαχείριση έργου.
Η σχεδιαστική προσέγγιση του γραφείου βασίζεται στην ανάλυση και στην εξερεύνηση. Βασικός στόχος είναι η δημιουργία σύγχρονης, καινοτόμου και βιώσιμης αρχιτεκτονικής, που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πελάτη και του τελικού χρήστη, μέσα από την κατανόηση των υλικών και τη χρήση όλων των μέσων και εργαλείων, που παρέχει ο σύγχρονος κόσμος.
Κάθε project είναι μια ξεχωριστή πρόκληση αλλά και μια μοναδική ευκαιρία για δημιουργία.

Το αρχιτεκτονικό γραφείο ανέλαβε το σχεδιασμό ενός κτιρίου με διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, στο κέντρο Θεσσαλονίκης. Κάθε διαμέρισμα έχει σχεδιαστεί με γνώμονα την ευελιξία και την άνεση του ενοίκου, συνδυάζοντας μέσα από ένα αρμονικό αποτέλεσμα, όλες τις απαραίτητες χρήσεις. Στα διαμερίσματα ακολουθείται σχεδιασμός με καθαρές γραμμές σε βασικές γεωμετρίες και φυσικά υλικά. Στόχος ήταν να αναδειχθεί το βασικό υλικών όλων των χώρων του κτιρίου πριν την ανακαίνιση, το μωσαϊκό, το οποίο πλέον είτε επενδύει μεγάλες επιφάνειες, είτε αποτελεί λεπτομέρεια, ως μέρος ειδικών κατασκευών. Οι υπόλοιποι χρωματισμοί αποτελούν μέρος της χρωματικής παλέτας των μωσαϊκών και συνδυάζονται με φυσικό δρυ, για ένα φιλόξενο αποτέλεσμα.

Σε αυτό το έργο πραγματοποιήθηκε ο επανασχεδιασμός της ρεσεψιόν της έδρας της Accenture στην Αθήνα. Ο στόχος ήταν ένας σχεδιασμός που θα ταιριάζει στο κύρος αυτής της διεθνούς εταιρείας και θα παρέχει έναν ελάχιστο, αλλά κομψό σχεδιασμό. Δυναμικά στοιχεία έχουν τοποθετηθεί στον χώρο, όπως οι κρεμαστές ξύλινες περσίδες στην οροφή, οι μονολιθικοί πέτρινοι όγκοι και ο κατακόρυφος κήπος. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι το ξύλο, το λευκό μάρμαρο, το πρωτοποριακό corian και το φυτό βρύο.
Φωτογραφίες: Πυγμαλίων Καρατζάς

Ως τρόπος διαχωρισμού της χρήσης και της ατμόσφαιρας των διαφόρων χώρων, το επίπεδο του σαλονιού και της τραπεζαρίας τοποθετήθηκε λίγο χαμηλότερα. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως γήινα υλικά - ξύλο, λευκή πέτρα και θερμός φωτισμός- δημιουργώντας έτσι μια πιο οικεία ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στον χώρο του διαδρόμου και του καθιστικού, σχεδιάστηκε ένα μπαρ με ψηλά σκαμπό, δημιουργώντας στενότερη σχέση μεταξύ των δύο χώρων.
Φωτογραφίες: Creative Photo Room

Το κατάστημα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης των Σερρών και αναπτύσσεται σε δυο επίπεδα με συνολικό εμβαδό 68 m2. Στο χώρο, κυριαρχεί ο συνδυασμός του μωσαϊκού σε γκρι αποχρώσεις σε συνδυασμό με τα κατακόρυφα στοιχεία της ξύλινης επένδυσης. Η κατασκευή του ταμείου παίζει κυρίαρχο ρόλο στον χώρο με το υλικό του δαπέδου να μεταφέρεται ως επένδυση στο ίδιο το ταμείο. Μεταλλικές κατασκευές σε μαύρο χρώμα, ολοκληρώνουν την σύνθεση.
Φωτογραφίες: Leaf Architects Studio

Αφετηρία σχεδιασμού
Σε ένα αδιέξοδο της οδού Σαρρή, το παλιό διώροφο στοιχειοχυτήριο ιδιοκτησίας Καρπαθάκη – Αναγνωστόπουλου, κτισμένο το 1930, ανασκευάζεται εξ’ ολοκλήρου και διαμορφώνεται σε ένα boutique ξενοδοχείο δώδεκα αυτοτελών διαμερισμάτων, προτείνοντας έναν νέο χώρο φιλοξενίας στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας. Από την είσοδο του κτηρίου, μέχρι και το φυτεμένο δώμα, οι αρχιτέκτονες επέλεξαν να συνδιαλέξουν στοιχεία της αθηναϊκής ιστορίας, του βιοτεχνικού χαρακτήρα της συνοικίας Ψυρρή, του ελληνικού τοπίου - μέσω των υλικών της κατασκευής (μάρμαρο, μωσαϊκό, πέτρα) και ενός συγχρόνου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Η συνολική επιφάνεια του κτηρίου ανέρχεται στα 860 m2 τα οποία και διαμοιράζονται σε 5 στάθμες. Στο υπόγειο συγκεντρώνονται όλοι οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στο ισόγειο βρίσκεται ο χώρος υποδοχής. Τα 12 διαμερίσματα του ξενοδοχείου αναπτύσσονται στους τρεις ορόφους και το δώμα φυτεύεται εξ' ολοκλήρου με φυτά ελληνικού τοπίου, προσφέροντας ένα χώρο χαλάρωσης με θέα sτο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Βασικές αρχές κατασκευής
Ο σεβασμός του βασικού δομικού κελύφους του ακινήτου, του ιδιαίτερου ογκοπλαστικού του χαρακτήρα, καθώς και η διάσωση - επανένταξη στοιχείων καθοριστικών για τη συνέχεια της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας, αποτέλεσαν βασικό οδηγό των αρχιτεκτόνων κατά το στάδιο της μελέτης του έργου. Το κτίριο ενισχύθηκε στατικά, ώστε να ανταποκρίνεται στα φορτία του φυτεμένου δώματος και της νέας χρήσης του ως boutique hotel. Τα οργανωμένα σε κατακόρυφους άξονες βιομηχανικά παράθυρα, κάποια εκ των οποίων φτάνουν έως και τα πέντε μέτρα ύψος, αντικαταστάθηκαν από νέα σιδερένια κουφώματα ίδιας τυπολογίας στην όψη, ενισχυμένα όμως με διπλούς υαλοπίνακες, ώστε να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες σε θερμομόνωση και ηχομόνωση. Συγχρόνως, οι αρχιτέκτονες έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση και ανάδειξη όλων των πέτρινων τοιχοποιιών του ακινήτου. Οι δυο μεταγενέστερες προσθήκες του κτηρίου - αυθαίρετες κατασκευές που προστέθηκαν κατά τη δεκαετία του ’90 – ενσωματώθηκαν στο γενικότερο σχεδιασμό ως πράσινοι κύβοι - "παράσιτα" και αναδείχθηκαν με την εξ ολοκλήρου διαφοροποίηση των υλικών κατασκευής τους σε επίπεδο όψεων: οι ελεύθερες έδρες τους πλαισιώθηκαν με ελληνικά φυτά, ενώ τα νέα ορθογώνια ανοίγματα – αποτελούμενα από Cor-ten λεπτομέρειες και κουφώματα αλουμινίου – καδράρουν το βλέμμα του επισκέπτη προς τις εκάστοτε οπτικές φυγές. Η αντίθεση μεταξύ παλαιού και νέου κελύφους έχει ως στόχο το καθαρό διαχωρισμό της κάθε επέμβασης, την ειλικρίνεια της κατασκευής και τη δημιουργία ενός σύγχρονου ορόσημου για τον επισκέπτη και περιπατητή, εντός του αθηναϊκού αστικού ιστού.
Η εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση υπακούει στα υφιστάμενα ανοίγματα των όψεων, τα οποία προσφέρουν φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλους τους κύριους χώρους. Οι δώδεκα χώροι φιλοξενίας διαφοροποιούνται πλήρως μεταξύ τους ως προς την σχεδιαστική προσέγγιση, τα εσωτερικά ύψη, την οργάνωση των χρήσεων ή τον όροφο στον οποίο βρίσκονται, απορρίπτοντας έτσι το λεξιλόγιο μιας τυπικής ξενοδοχειακής κάτοψης.

Ο χώρος υποδοχής
Στο ισόγειο, η διαμόρφωση του ευρύχωρου χώρου υποδοχής πλαισιώνεται από ειδικές κατασκευές επίπλων, φωτιστικά σχεδιασμένα από τους αρχιτέκτονες, design έπιπλα και μια βιβλιοθήκη - φόρο τιμής στην τυπογραφική ιστορία του κτηρίου, με βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες αθηναϊκών και ελληνικών εκδόσεων του 20ου αιώνα.
Στο μασίφ ξύλινο δάπεδο της υποδοχής, δεσπόζει η γυάλινη επιφάνεια θέασης προς την ειδικά διαμορφωμένη κάβα του ξενοδοχείου, η οποία προέκυψε από την αποκάλυψη, κατά την κατασκευή, της παλαιάς δεξαμενής του εργοστασίου. Η δεξαμενή συντηρήθηκε και αναδιαμορφώθηκε - λόγω του πρόσφορου μικροκλίματός της - σε χώρο αποθήκευσης κρασιών και προϊόντων από την ελληνική γη.

Τα διαμερίσματα
Τα 12 ανεξάρτητα διαμερίσματα αναπτύσσονται στο ισόγειο και στους δύο ορόφους, με επιφάνειες που κυμαίνονται από 25 έως και 60 (m2), και προσκαλούν τον επισκέπτη σε μία εμπειρία ενός σύγχρονου τρόπου συλλογικής κατοίκησης στην Αθήνα. Στο ισόγειο του κτηρίου βρίσκονται δύο από τα δώδεκα διαμερίσματα του ξενοδοχείου, τα οποία και σχεδιάστηκαν γύρω από δύο εσωτερικές ιδιωτικές αυλές – αίθρια, με στόχο την επαφή των επισκεπτών με το φυσικό στοιχείο αλλά και τη συμβολή τους στο φυσικό φωτισμό και αερισμό των χώρων.
Σεβόμενοι τις υφιστάμενες αναλογίες ανοιγμάτων του κτηρίου και εκμεταλλευόμενοι τα διπλά ύψη του παλιού βιομηχανικού κελύφους στους ορόφους, οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν σε ορισμένα διαμερίσματα χώρους διημέρευσης διώροφου ύψους, εντάσσοντας μεταλλικά πατάρια (αυτόνομα στατικά) και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εξέλιξης πολλαπλών σεναρίων φιλοξενίας.

Ο κήπος του δώματος
Το δώμα του κτηρίου, επιχειρεί την επανερμηνεία της αυλής της παραδοσιακής ελληνικής κατοικίας, προσφέροντας έναν υπερυψωμένο χώρο συνάντησης, ξεκούρασης και ψυχαγωγίας, κατάφυτο και σκιασμένο. Ανάμεσα σε μία αποκλειστικά ελληνική φύτευση, αποτελούμενη από ελιές, ροδιές, λεβάντες, αρωματικά φυτά και αμπελόφυτες πέργκολες, διαμορφώνεται ένας περίπατος με πλατώματα από πλάκες μαρμάρου, τοποθετημένα σε διαφορετικές κλίσεις κάθε φορά ως προς τους άξονες του περιγράμματος του κτηρίου, που προσανατολίζουν το βλέμμα στις εκάστοτε οπτικές φυγές. Διάφορες επιμέρους κατασκευές, όπως οι μαρμάρινες κερκίδες, οι μεταλλικές πέργκολες με παραδοσιακή καλαμωτή στέγαση, τα νέα στηθαία, επηρεασμένα από το ελληνικό Bauhaus, καθώς και η προσθήκη ξυλόφουρνου για την παρασκευή ελληνικών γευμάτων, συμβάλλουν στη σύνδεση του χώρου με το ιστορικό τοπίο και συμπληρώνουν την εμπειρία του επισκέπτη.

Σύγχρονη επανερμηνεία της ιστορικότητας
Σε επίπεδο κατασκευής, ο επαναπροσδιορισμός στοιχείων της παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής, συνδιαλέγεται αρμονικά με τη χρήση της υψηλής τεχνολογίας, που απαιτείται για την ολοκλήρωση ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού έργου (εσωτερικά χωρίσματα από διπλή γυψοσανίδα με πλήρη ηχομονωτική πρόβλεψη, σύγχρονες Η/Μ εγκαταστάσεις, ηλιακοί θερμοσυλλέκτες κενού, vertical gardens κ.α.).
Φυσικά υλικά, όπως δρυς και ελληνικά μάρμαρα, καθώς και πλακίδια μεγάλων διαστάσεων, χρησιμοποιήθηκαν σε επενδύσεις τοίχων και δαπέδων. Παράλληλα, τα υφιστάμενα υλικά του ακινήτου, όπως εμφανείς λιθοδομές και τοιχοποιίες ή οροφές από βυζαντινά τούβλα, συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν, συμβάλλοντας έτσι στη συνέχεια της ιστορικότητας του κτιρίου και στη δημιουργία χώρων διαχρονικής και οικείας πολυτέλειας.
Οι σύγχρονες ανάγκες για διπλούς υαλοπίνακες (μόνωση / ηχοπροστασία) και η επιλογή της διατήρησης του βιομηχανικού μεταλλικού σκελετού στα ανοίγματα μεγάλου ύψους, αύξησαν σημαντικά το βάρος των κουφωμάτων, οδηγώντας τους αρχιτέκτονες στη δημιουργία ενός ξεχωριστού, ειδικά σχεδιασμένου, χειροκίνητου μηχανισμού ανοίγματος των κουφωμάτων με γρανάζια. Μέσα από το άνοιγμα των παραθύρων, ο επισκέπτης προσεγγίζει βιωματικά την ιστορικότητα του ακινήτου, επανεκτιμώντας το διάλογο της σύγχρονης πολυτέλειας με το βιομηχανικό παρελθόν του κτιρίου και καθορίζοντας το βαθμό συσχέτισης με το εξωτερικό περιβάλλον της πόλης, που του αποκαλύπτεται σταδιακά.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.