H κατοικία βρίσκεται στη νότια πλευρά της νήσου Πάρου. Έχει νότιο προσανατολισμό με θέα προς τη θάλασσα και η είσοδος είναι από τη βορεινή πλευρά. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου οικοπέδου είναι η θέση του. Τοποθετημένο σε ένα ακρωτήρι με θεάσεις προς τις τέσσερις προσανατολισμούς.
Λόγω της συγκεκριμένης ιδιαιτερότητας και τοπογραφίας σχεδιάστηκε μια κατοικία που επιτρέπει τις οπτικές διαμέσου της κατοικίας προς τη θάλασσα και τη χερσόνησο. Η κατοικία δανειζόμενη στοιχεία από την αρχιτεκτονική του late modernism (ύστερου μοντερνισμού) μεταφρασμένα και σχεδιασμένα σε ένα κομμάτι γης δίπλα στη θάλασσα σχηματίζει μια μεγάλη στεγασμένη επιφάνεια που εδράζεται πάνω σε τοιχία ,τοίχους που λειτουργώντας σαν πανέλα ορίζουν θέες και σημεία κατοίκησης .
Τα υδάτινα στοιχεία οι αυλές καθώς και η φύτευση απλώνονται σαν επίπεδα που οργανώνονται διαμέσου και κάτω από την επιφάνεια διαβίωσης ενοποιώντας τη θάλασσα, την παραλία ,το τοπίο με τους χώρους διημέρευσης .
Τα στοιχεία διαρρέουν και ενοποιούνται .Οι αυλές διαμορφώνονται δίπλα στους χώρους διημέρευσης αγκυρωμένοι στο έδαφος συνεχίζοντας τη διαδρομή από την κατοικία προς τη θάλασσα. Οι πέργκολες, που συμπληρώνονται με καλάμι, συνεχίζουν τις μεγάλες πλάκες δημιουργώντας στεγάσεις σε συνέχεια του εσωτερικού επεκτείνοντας το στην κατοικία, διαμορφώνοντας μια οπτική συνέχεια .
Τα τοιχία, οι πέργκολες ,τα υδάτινα στοιχεία, τα δώματα με χαλίκι, οι αυλές με το ιδιαίτερο πέτρωμα, καθώς και οι μεγάλες στεγασμένες αυλές και δωμάτια διαμορφώνουν μια αρχιτεκτονική που ορίζεται από τη διαδοχή και τη συνέχεια υλικών.
Δημιουργούνται μεγάλα κάδρα τοπίων για τον κάτοικο που βρίσκεται εντός αλλά και εκτός του σπιτιού. Η διαδοχή των επάλληλων τοίχων εντείνει την προσήλωση του βλέμματος σε μακρινά ή κοντινά τοπία και βοηθάει την εστίασή τους σε συγκεκριμένα στοιχεία της γειτονικής φύσης.
Οι αντικατοπτρισμοί του νερού η διήθηση στοιχείων του χώρου προς το τοπίο διαμορφώνουν στο εσωτερικό της κατοικίας χώρους .Οι τοίχοι συνεργάζονται με τα επίπεδα οροφής για να τονώσουν την κίνηση και να διαμορφώσουν τον αρχιτεκτονικό χώρο περιπάτου , Αυτή η κίνηση μέσα από τα στοιχεία ξεκινά μια διαδικασία ανακάλυψης κατά τη διάρκεια της εμπειρίας διαβίωσης, προσφέροντας νέες οπτικές και λεπτομέρειες υλικών που προηγουμένως ήταν αόρατες.
Οι εσωτερικοί χώροι διαμορφώνονται σε συσχέτιση με την τοπική αρχιτεκτονική, το πνεύμα, την ιστορία και τη φύση του τόπου αλλά και από την προσωπικότητα και τις ανάγκες των πελατών .
Η δύναμη του τόπου, η φύση και το φως του, οδήγησαν στη χρήση, εξ ολοκλήρου φυσικών υλικών και χρωμάτων. Η παλέτα τους έχει εμπλουτιστεί σε όλη τη διάρκεια του έργου, για να επιτευχθεί αυτό το layering που δίνει στους χώρους μια αίσθηση βίωσης.
Στο δάπεδο μια μεσογειακή πέτρα, ελαφρώς σφυρηλατημένη ,στρωμένη σε ένα περίπλοκο και χαρακτηριστικό μοτίβο, καλύπτει όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ορόφους , μετριάζοντας το εκθαμβωτικό λευκό των τοίχων. Το ξανθό ξύλο όλων των επίπλων φέρνει τη φύση μέσα στην κατοικία. Τα πλακάκια τερακότα σε έντονα μεσογειακά χρώματα χαρακτηρίζουν τα μπάνια. Τα υφάσματα και τα ειδικά σχεδιασμένα χαλιά διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, με τα διαφορετικά υφάσματα και τα χρώματα τους. Το μεγαλύτερο μέρος των επίπλων κατασκευάζεται κατά παραγγελία, εκτός από μερικά απλά κομμάτια σκανδιναβικού σχεδιασμού.
Ο φωτισμός είναι εξαιρετικά διακριτικός για την αποφυγή παρεμβολών με τη μαγεία του φεγγαριού και των αστεριών τη νύχτα.
Η αρχιτεκτονική παρούσα στο ιδανικό αυτό Τοπίο δημιουργεί μια κατοικία , ένα χώρο ξεκούρασης και απόλαυσης. Η αναφορά στο ελληνικό καλοκαίρι είναι εμφανής στον τρόπο που οι χώροι δεν είναι μονοσήμαντα ορισμένοι και επιπλέον το γεγονός ότι διαρρέουν προς το Τοπίο και τη Θάλασσα. Η κατοικία είναι μια ερμηνεία – ένας δανεισμός στοιχείων από τις αρχές του μοντερνισμού ( που τόσο σχετίζεται με την κυκλαδική αρχιτεκτονική) με στόχο την ενοποίηση και την απαλοιφή των ορίων μεταξύ του φυσικού και του κατοικημένου χώρου.

Ο σχεδιασμός του διαμερίσματος εστιάζει στη δημιουργία ενός φιλόξενου χώρου και στόχο έχει την άνετη διαμονή μίας τετραμελούς οικογένειας (νεαρό ζευγάρι με δύο παιδιά). Κύριο ζητούμενο είναι η βέλτιστη εκμετάλλευση του χώρου διημέρευσης και η δημιουργία χώρων στους οποίους η οικογένεια θα συγκεντρώνεται για να περνάει αρμονικά την καθημερινότητά της εντός μίας σύγχρονης λειτουργικά και αισθητικά κατοικίας.
Εισερχόμενος στο διαμέρισμα, συναντά κανείς το καθιστικό - κεντρικός χώρος του διαμερίσματος με κυρίαρχο στοιχείο το τζάκι που δημιουργεί ζεστή ατμόσφαιρα και προσθέτει χαρακτήρα και γοητεία στο δωμάτιο. Ο χώρος μπροστά του μένει ελεύθερος προς όφελος των παιδιών της οικογένειας ενώ η σύνθεση γύρω του φιλοξενεί την οθόνη προβολής, έπιπλα αποθήκευσης καθημερινών αντικειμένων, μικρή βιβλιοθήκη στην πλαϊνή πλευρά και μικρό καθιστικό όπου τα μέλη της οικογένειας μπορούν να χαλαρώσουν και να διαβάσουν. Σε συνέχεια με το καθιστικό, εντοπίζεται η ανοιχτή κουζίνα που επιτρέπει στην οικογένεια να περνά χρόνο μαζί μαγειρεύοντας και χαλαρώνοντας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μία οριζόντια επιφάνεια που λειτουργεί σαν επιφάνεια εργασίας και φαγητού θέτει ένα ελαφρύ όριο μεταξύ τον χώρων κρατώντας τους ταυτόχρονα σε επαφή αλλά και απόσταση. Σε άμεση γειτνίαση με το καθιστικό βρίσκεται ο μεγάλος εξώστης (ημιυπαίθριος) που ανοίγεται προς την ανατολή και το βουνό, αντιμετωπίζεται ως προέκταση του διαμερίσματος και φιλοξενεί τον εξωτερικό χώρο φαγητού όπου η οικογένεια μπορεί να γευματίζει και να χαλαρώνει τις περισσότερες ώρες της ημέρας κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Στους λιγότερο κοινόχρηστους χώρους, τρία υπνοδωμάτια σχεδιάστηκαν και φιλοξενούν το ζευγάρι και τα παιδιά της οικογένειας.
Αναφορικά με την υλικότητα, γήινα χρώματα και φυσικά υλικά επικρατούν σε όλους τους χώρους αποδίδοντας στους χρήστες ένα ήρεμο και ζεστό περιβάλλον. Στο δάπεδο του διαμερίσματος τοποθετείται υψηλής ποιότητας ξυλεία ενώ μαρμάρινα πλακάκια σε δάπεδα και επενδύσεις τοίχων υγρών χώρων προσθέτουν πολυτέλεια και κομψότητα. Κινητή και μόνιμη επίπλωση με φυσικά υλικά και ήρεμες αποχρώσεις συνθέτουν ένα αρμονικό εσωτερικό σύνολο ενώ άνετα έπιπλα και χαρούμενα χρώματα διακοσμούν τον εξώστη που συμπληρώνει αισθητικά την εσωτερική διακόσμηση και λειτουργεί ως προέκτασή τους.
Το διαμέρισμα εξοπλίστηκε με όλες τις απαραίτητες, σύγχρονες Η/Μ εγκαταστάσεις και λειτουργεί σαν smart home επιτρέποντας στον χρήστη να τις ελέγχει εξολοκλήρου από το κινητό του τηλέφωνο.

Ο βασικός προβληματισμός αυτής της μελέτης ήταν η ένταξη ενός πολυώροφου κτιρίου στον αστικό ιστό του κέντρου της Θεσσαλονίκης, με λιτό και διακριτικό τρόπο ως προς τη σύνθεση των όγκων και των στοιχείων διαμόρφωσης των όψεών του.
Αναπόσπαστο στοιχείο της μελέτης αποτέλεσε η αξιοποίηση της αρχαιολογικής ανασκαφής στη στάθμη του υπογείου του οικοπέδου, όπου βρέθηκαν αρχαιότητες που μαρτυρούν τη διαρκή χρήση αυτού του χώρου από την παλαιοχριστιανική περίοδο έως και τα χρόνια του μεσοπολέμου. Το πιο σημαντικό εύρημα είναι το θαλάσσιο τείχος της Θεσσαλονίκης, που διέρχεται κατά μήκος του οικοπέδου και είναι σε πολύ καλή κατάσταση, το οποίο πρέπει να διατηρηθεί και μάλιστα να είναι επισκέψιμο. Τα υπόλοιπα ευρήματα, που χρονολογούνται από τον 4ο μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ., παρέμειναν ανέπαφα με σκοπό να είναι προστατευμένα από το κτίριο, ορατά και επισκέψιμα από το υπόγειο.
Το ιδεατό στερεό που προκύπτει από τον συνδυασμό του μικρού πλάτους του πεζόδρομου με το επιτρεπόμενο ύψος και τον συντελεστή δόμησης του οικοπέδου περιορίζει το κτίριο σε μια πολύ συγκεκριμένη γεωμετρική μορφή.
Συνθετικά επιχειρήθηκε η κλιμάκωση του όγκου του κτιρίου με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρηθεί η μνήμη της μικροκλίμακας της περιοχής και να ενταχθεί η οικοδομή διακριτικά στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Για τη μορφολογία του κτιρίου πολύ σημαντικό ρόλο παίζει ο τρόπος θεμελίωσής του και η στατική επίλυσή του, η οποία παρουσίασε ιδιαίτερη δυσκολία μετά την αρχαιολογική ανασκαφή.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλής μεταφορά των φορτίων της θεμελίωσης στο υπέδαφος, επιλέχθηκε ως μοναδική πλέον λύση, η χρήση "ομάδων πασσάλων" κάτω από κάθε δομικό στοιχείο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η όλη εικόνα του θαλάσσιου μετώπου παρέμεινε αναλλοίωτη, γιατί η στέψη τους (κεφαλόδεσμοι) είναι στο επίπεδο του δαπέδου της σωστικής ανασκαφής.
Στη συνέχεια, στο επίπεδο του ισογείου στόχος ήταν να δοθεί η αίσθηση ότι το κτίριο αιωρείται επάνω από την υπάρχουσα αρχαιολογική ανασκαφή, δημιουργώντας σε πυλωτή έναν μεγάλο ημιυπαίθριο χώρο. Το ισόγειο στο μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από γυάλινες βατές επιφάνειες, που παρέχουν άμεση θέα προς την αρχαιολογική ανασκαφή. Αυτό συμβάλλει και στη δημιουργία μιας πιο ανάλαφρης κατασκευής επάνω από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Στην ίδια λογική βασίζεται και η αρχιτεκτονική σύνθεση των παραπάνω ορόφων, όπου συνεχίζονται τα μεγάλα ανοίγματα και τονίζεται η λειτουργική και αισθητική σημασία των υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων.
Σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της σύνθεσης παίζει η δημιουργία ενός κεντρικού όγκου, που επενδύθηκε με τεχνογρανίτη σε μορφή πωρόλιθου και δημιουργεί την αίσθηση ενός ενιαίου έρκερ με αναφορές στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που αρμόζει στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η ξενοδοχειακή μονάδα 5 αστέρων αποτελείται από οκτώ ορόφους και περιλαμβάνει 27 δωμάτια και junior suites καθώς και κοινόχρηστους χώρους στο επίπεδο του ισογείου.
Στο δώμα υπάρχει η απόληξη κλιμακοστασίου και δημιουργείται μια πέργκολα για χρήση του χώρου από τους ενοίκους της μονάδας.
Το κτίριο με τη μορφή του εναρμονίζεται στο περιβάλλον της περιοχής, ενώ αποτελεί μια ολοκληρωμένη, λιτή και διαχρονική αρχιτεκτονική πρόταση, που εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με την αρχαία ανασκαφή.

Το έργο αποτελεί μία εξοχική υπόσκαφη κατοικία, που αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα, σε μια περίοπτη πλαγιά με έντονη κλίση, στο νησί της Αντιπάρου. Έχει ανατολικό προσανατολισμό και λόγω της τοποθεσίας του γηπέδου, έχει θέα προς το κανάλι Πάρου - Αντιπάρου, όπως και ορατότητα σε γειτονικά νησιά των Κυκλάδων.
Η διάσπαση ενός κτιριακού όγκου σε 3 επιμέρους υπόσκαφα τμήματα έχει σκοπό την πλήρη ένταξη του κτιρίου στην τοπογραφία της περιοχής. Έτσι, δημιουργούνται αποσπάσματα κτιρίων, ήπιας επέμβασης, δίνοντας έμφαση στο μετασχηματισμό του εδάφους. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η επιβάρυνση ενός τόσο ιδιαίτερου τοπίου με μεγάλους κτιριακούς όγκους. Μέσα από τη συνθετική διαδικασία προκύπτουν τρία υπόσκαφα κτίρια και δύο κολυμβητικές δεξαμενές.
Η διαμόρφωση της όψης του υπόσκαφου κτιρίου έχει διττή αντιμετώπιση, του "φυσικού" και του "γεωμετρικού". Το "φυσικό" αντιμετωπίζεται μέσω της χρήσης της πέτρας ως στοιχείου ενσωμάτωσης στο τοπίο και το "γεωμετρικό" μέσω της αποτύπωσης του γεωμετρικού αναλόγου του βράχου, με τα λευκά πρίσματα της όψης. Περαιτέρω, η εναλλαγή της τοπικής πέτρας και του άσπρου σοβά δίνει την αίσθηση μιας επέμβασης στο τοπίο, η οποία είναι μικρής κλίμακας, διατηρώντας της αίσθηση της παραδοσιακής κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη χωροθέτηση των λειτουργιών του συγκροτήματος. Οι ιδιωτικοί χώροι των δωματίων εντοπίζονται στο άνω και μεσαίο επίπεδο, με τους κοινόχρηστους χώρους του καθιστικού και τραπεζαρίας, να παρεμβάλλονται ενδιάμεσα, καθώς οι κολυμβητικές δεξαμενές βρίσκονται στο μεσαίο και το κάτω επίπεδο. Ένας διάδρομος κατάβασης αποτελεί το συνεκτικό όριο ανάμεσα στα επίπεδα, αποτελώντας όμως συγχρόνως, μέσω του σχεδιασμού του, ένα φίλτρο ιδιωτικότητας ανάμεσα στους χρήστες και τις διαφορετικές λειτουργίες. Μέσω ενιαίων χαράξεων και περιπατητικών διαδρομών στο συγκρότημα τονίζονται καίρια σημεία θέασης, στα οποία χωροθετούνται καθιστικοί χώροι.
Σημαντική παράμετρος στο σχεδιασμό είναι η αίσθηση της ενοποίησης των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Η κατασκευή εσωτερικών αιθρίων, η χρήση σύγχρονων συρόμενων κουφωμάτων, όπως και η ενιαία χρήση υλικών δαπέδου εξαφανίζουν το όριο του μέσα με το έξω.
Τα εσωτερικά αίθρια αποτελούν επίσης μια βιοκλιματική προσέγγιση στο κτίριο καθώς συμβάλλουν στη διοχέτευση φυσικού φωτισμού και αερισμού παρέχοντας συνθήκες άνεσης στους χρήστες. Μακρόστενες σχισμές στο έδαφος, δημιουργούν μία σκηνογραφική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της κατοικίας. Πέργκολες και δομικά στοιχεία, πλήρως ενταγμένα στο περιβάλλον, καλούνται να προστατέψουν το χρήστη από τον ήλιο και τους έντονους ανέμους των Κυκλάδων. Με αυτόν τον τρόπο το χωρικό μοντέλο αποτελεί το υπόβαθρο της μέγιστης εμπειρίας του χρήστη στο φυσικό τοπίο της Αντιπάρου.

Η αρχιτεκτονική μελέτη της συγκεκριμένης κατοικίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στη βάση των απαιτήσεων και αναγκών των χρηστών της, αποτελείται από ενιαίο χώρο σαλονιού – τραπεζαρίας – κουζίνας και από ένα πιο ιδιωτικό-απομακρυσμένο γραφείο στο ισόγειο. Στο επίπεδο του ορόφου, είναι χωροθετημένα τρία en Suite υπνοδωμάτια, τα οποία έχουν την ελάχιστη δυνατή επαφή μεταξύ τους, για λόγους ηχομόνωσης και ιδιωτικότητας.
Το οικόπεδο έχει ήπια κλίση καθώς και θέα προς τη δύση και πιο συγκεκριμένα προς το σπήλαιο που βρίσκεται η Μονή της Χρυσοσπηλιώτισσας, ένα από τα αρχαιότερα μνημεία της Κύπρου. Το κτίριο εντάσσεται στις υψομετρικές του τεμαχίου, οι οποίες βοήθησαν αφενός στη λιγότερη δυνατή εκσκαφή του και αφετέρου στη δημιουργία της πισίνας τύπου infinity edge. Στη χαμηλή πλευρά του οικοπέδου η οποία είναι και η πλευρά της κύριας όψης, δημιουργήθηκε ένας φυσικός φράχτης, με σκοπό την ενίσχυση της ιδιωτικότητας των ενοίκων.
Η ανάπτυξη του κτιρίου είναι γραμμική καθώς απλώνεται στο σχήμα του οικοπέδου. Η σύνθεσή του πραγματοποιείται μέσω μικρότερων όγκων οι οποίοι ταυτόχρονα διαχωρίζουν τις επί μέρους χρήσεις του, κάτι που γίνεται αντιληπτό τόσο στην κάτοψη όσο και στις όψεις του οικοδομήματος.
Η είσοδος στην κατοικία πραγματοποιείται κλιμακωτά· η πύλη της κύριας όψης υποδέχεται το χρήστη, ενώ η κύρια είσοδος αποκαλύπτεται μετά από μία μικρή περιδιάβαση στον μεσογειακό κήπο και καθώς το κτίριο υποχωρεί σε αυτό το σημείο, δημιουργείται ένα δεύτερο πλάτωμα υποδοχής. Στο βάθος του πλατώματος αυτού, ο χρήστης συναντά τη γυάλινη πόρτα εισόδου της οικίας, όπισθεν της οποίας κυριαρχεί ως φόντο η προβολική κρεμαστή ξύλινη σκάλα.
Ο χώρος εισόδου που οργανώνεται κεντροβαρικά του κτιρίου, έχει διπλό ύψος και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των τριών όγκων της όψης. Στο σημείο αυτό, συγκεντρώνονται οι χώροι κίνησης του κτιρίου: ο διάδρομος σύνδεσης των χώρων διημέρευσης με το γραφείο στο ισόγειο, το κλιμακοστάσιο καθώς και η γέφυρα σύνδεσης των τριών όγκων του κτιρίου στον όροφο. Τα μεγάλα υαλοστάσια στο πάνω μέρος του εσωτερικού αυτού αίθριου, εξυπηρετούν τόσο το φυσικό φωτισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, όσο και την απαγωγή του θερμού αέρα κατά τους θερινούς μήνες.
Στο επίπεδο του ισογείου, οι χώροι διημέρευσης εκτονώνονται προς την αυλή του οικήματος, με θέα προς τη δύση. Κατά το άνοιγμα των συρόμενων θυρών, οι εσωτερικοί χώροι αυτού του επιπέδου ενοποιούνται με τους αντίστοιχους εξωτερικούς. Το υγρό στοιχείο της πισίνας λειτουργεί ευεργετικά στο μικροκλίμα που δημιουργείται, καθώς συντελεί στη φυσική ψύξη του δυτικού αέρα πριν αυτός εισέλθει στο κτίριο. Οι γραμμικοί φεγγίτες που έχουν τοποθετηθεί ψηλά στη νότια πλευρά του κτιρίου, επιλέχθηκαν αφενός για να συμβάλλουν στην άμεση απαγωγή του θερμού αέρα και στον διαμπερή αερισμό,
και αφετέρου ώστε να επιτύχουν τον έμμεσο φωτισμό της οροφής. Με την κίνηση αυτή, δημιουργείται η αίσθηση μεγαλύτερου ύψους στο χώρο του ισογείου καθώς επίσης βελτιώνεται η οπτική άνεση των χρηστών του, μέσω της μείωσης του φαινομένου της θάμβωσης.
Ο φέρων οργανισμός του κτιρίου είναι μεταλλικός, ενώ οι τοιχοποιίες πλήρωσης έχουν πραγματοποιηθεί από ξηρά δόμηση.
Στο πλαίσιο της βιοκλιματικής προσέγγισης του έργου, πέρα από την εσωτερική θερμομόνωση των τοιχοποιιών αλλά και το εγκατεστημένο σύστημα εξωτερικής θερμοπρόσοψης, σε όλους τους κύριους χώρους της κατοικίας έχει προβλεφθεί φυσικός φωτισμός και διαμπερής αερισμός. Επιπροσθέτως, έχει εγκατασταθεί φωτοβολταϊκό σύστημα στην οροφή του κτίσματος, για χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η υλικότητα του κτιρίου έχει ήπια παλέτα, χρησιμοποιώντας τέσσερα βασικά υλικά, το λευκό σοβά, υλικά τσιμεντοειδούς βάσης, μεταλλικά στοιχεία σε μαύρο χρώμα καθώς και το υλικό του ξύλου με σκοπό την επίτευξη της αίσθησης του οικείου.

Η συγκεκριμένη μεζονέτα στο Βύρωνα συνολικού εμβαδού 120 m2 αποτελούσε μέχρι πρόσφατα, ένα ευρύχωρο διαμέρισμα δύο επιπέδων σε πολυκατοικία, που δεν κατοικούταν σε μόνιμη βάση. Βασική σχεδιαστική απαίτηση του ιδιοκτήτη ήταν η αναδιαμόρφωση της λειτουργικής δομής και αισθητικής της κατοικίας, ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί ο χώρος ως studio παραγωγής αλλά και ως χώρος κατοικίας. Παράλληλα, βασικό ζητούμενο ήταν η δημιουργία ενός νέου χαρακτήρα, που κύριο στοιχείο του θα ήταν ο συγκερασμός των δύο ιδιοτήτων του χώρου «κατοικία - studio παραγωγής».
Η κεντρική συνθετική ιδέα στηρίχτηκε σε μια αρχιτεκτονική απλότητα σε επίπεδο δομής, με καθαρές, γεωμετρικές γραμμές, διαμορφωμένη από κατασκευές λιτές, ευφάνταστες και λειτουργικές, με κοινό συνδετικό νήμα, την ιδιοκατασκευή. Παράλληλα, η επιλογή των χρωμάτων της τοιχοποιίας, οι ιδιαίτερες υφές των υλικών, η μικρή κλίμακα που συναντάται στη λεπτομέρεια των επιλογών, η διατήρηση και ανάδειξη της ξύλινης οροφής, συνδιαμορφώνουν τη συνθετική ιδέα.
Πιο αναλυτικά, οι επεμβάσεις στον χώρο έγιναν με βασική αρχή την ενοποίηση των επιμέρους χώρων (κουζίνα, καθιστικό, τραπεζαρία, τζάκι) και την απλοποίηση της κίνησης σε αυτούς με το φως να ρέει ανεμπόδιστα. Στόχος ήταν οι χώροι διημέρευσης να μπορούν να φιλοξενούν πολλά άτομα εν ώρα εργασίας, κυρίως στα διαστήματα που η κατοικία θα χρησιμοποιείται ως studio παραγωγής. Επίσης, η μόνιμη επίπλωση της κατοικίας κρίθηκε απαραίτητο να είναι λιτή ώστε να υπάρχει επαρκής χώρος για τον απαραίτητο κάθε φορά εξοπλισμό των συντελεστών. Οι λύσεις αποθήκευσης, που αποτέλεσε βασικό σχεδιαστικό ζητούμενο για την άρτια οργάνωση της διπλής ταυτότητας του χώρου οικία - studio, απαρτίζεται από σταθερές ξυλουργικές κατασκευές κυρίως στο χώρο της κουζίνας με προεκτάσεις ως το καθιστικό. Τα μεγάλα ανοίγματα στην κύρια όψη της οικίας εξασφαλίζουν άπλετο φως στο ενιαίο εσωτερικό χώρο.
Η επιβλητική παρουσία του μαύρου, «διαπραγματεύεται» συνεχώς τη θέση του ανάμεσα στις έντονες χρωματικές επιλογές, κίτρινο, μωβ, πετρόλ, σε συνδυασμό με το γκρι – λευκό μάρμαρο του πατώματος και τα ξύλινα στοιχεία της οροφής. Το σουρεαλιστικό αυτό «τοπίο κατοίκησης» εναλλάσσεται μέσω του τεχνητού φωτισμού, όπου δίνεται η δυνατότητα αλλαγής χρώματος φωτισμού και αυξομείωσης της έντασης του. Η επιλογή της καθαρής και αυστηρής γεωμετρίας σε επίπεδο επίπλωσης – κατασκευής συνομιλεί με την πληθωρική παρουσία των επιλογών χρώματος και φωτισμού.
Οι παραπάνω αρχιτεκτονικοί χειρισμοί εν τέλει διαμορφώνουν ένα σταθερό πλαίσιο «κατοίκησης» ενώ παράλληλα συνεισφέρουν στην «εναλλαγή» του σεναρίου κατοίκησης από studio παραγωγής σε κατοικία και αντίστροφα.

 

 

 

Βασικό στόχο του σχεδιασμού αποτέλεσε η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας αριστοκρατικής κομψότητας με μινιμαλιστικό ύφος και αφαιρετικά στοιχεία. Βασικό ζητούμενο το προϊόν να αποτελεί κύριο στοιχείο στον χώρο χωρίς να παρακάμπτεται από το design. Η επιλογή, ο χειρισμός και η ισορροπία των υλικών συντείνουν στην επίτευξη του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Η ζεστασιά του ξύλου πάνω στη ματ επιφάνεια του δαπέδου σε γκρι απόχρωση πατητής τσιμεντοκονίας δημιουργεί αντίθεση με τις στιλπνές επιφάνειες του μαρμάρου και της λευκής λάκας ενδυναμώνοντας το αποτέλεσμα.
Η σχεδιαστική γραμμή του καταστήματος έχει ως βασικό στόχο από τη μια πλευρά την απόλυτη εργονομία χωρίς να παρακάμπτεται το αισθητικό αποτέλεσμα και από την άλλη να εξομαλυνθεί η ασύμμετρη μορφή της αρχικής κάτοψης του καταστήματος. Έξυπνες επιλογές όπως η δημιουργία στην είσοδο του καταστήματος ενός μαύρου πλαισίου με πλακίδιο στο δάπεδο και χρώμα σε τοιχοποιία και οροφή συνέβαλλαν στην επίτευξη του στόχου αυτού, ενώ ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια υποδομή για τη βέλτιστη ανάδειξη της βιτρίνας δημιουργώντας ένα κάδρο περιμετρικά αυτής.
Σημαντική πρόκληση αποτέλεσε το ζητούμενο να ενταχθούν οι κολώνες του καταστήματος στο σχεδιασμό και να αποτελέσουν μέρος αυτού. Για το λόγο αυτό η reception, η οποία ακολουθεί το ίδιο pattern υλικών, τοποθετείται στο κέντρο δίπλα στην κολώνα ορίζοντας έτσι το χώρο της. Στο μπροστινό της σημείο φέρει την επωνυμία με μικρά μύρα γράμματα και κρυφό φωτισμό πάνω και κάτω από αυτό. Ταυτόχρονα, ο πάγκος εξυπηρέτησης στη δεξιά πλευρά σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αγκαλιάζει την δεύτερη κολώνα και την κάνει μέρος του επίπλου μαζί με τον επιτοίχιο καθρέπτη.
Στο κέντρο τοποθετείται μια νησίδα, ορίζοντας τις ροές στον χώρο και διαχωρίζοντας τις δυο πλευρές. Η νησίδα πλαισιώνεται από μαύρη σατινέ λάκα και μάρμαρο στην επιφάνεια της νησίδας με κρυφό φωτισμό στο κάτω μέρος και κρυφά συρτάρια με σκοπό την αποθήκευση προϊόντων και την άμεση χρήση τους κατά την εξυπηρέτηση των πελατών. Πάνω ακριβώς από τη νησίδα τοποθετείται εξωτερική μαγνητική ράγα φωτισμού σε καμπύλο σχήμα ακολουθώντας τη σχεδιαστική γραμμή των επίπλων, τα οποία υιοθετούν καμπύλους σχεδιασμούς.
Στο μπροστινό μέρος του καταστήματος βρίσκεται ο κυρίως χώρος της έκθεσης και πώλησης, ενώ πίσω ακριβώς βρίσκεται το εργαστήριο και οι βοηθητικοί χώροι, οι οποίοι διαχωρίζονται με τοιχοποιία ξηράς δόμησης και στην οποία εφαρμόζονται δυο υαλοπετάσματα επενδυμένα με αυτοκόλλητα τύπου one way vision, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα οπτικής επαφής εκ των έσω χωρίς ωστόσο να υπάρχει αυτή η δυνατότητα για το κοινό. Το γράφημα που επιλέχθηκε είναι σχέδιο oneline draw σχετικό με το προϊόν.
Το κατάστημα υιοθετεί κατά κύριο λόγο το λευκό φόντο στην έκθεση προϊόντων. Τα ράφια στην αριστερή πλευρά του καταστήματος σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από λευκή σατινέ λάκα με κρυφό φωτισμό κάτω από κάθε ράφι με σκοπό την ανάδειξη των προϊόντων. Κάτω από τα ράφια τοποθετούνται συρταριέρες, χωρίς περιττές λεπτομέρειες, οι οποίες βοηθούν τον επαγγελματία να αποθηκεύει το εμπόρευμα του. Ανάμεσα τους τοποθετούνται δυο μεγάλοι επιμήκεις καθρέφτες με μαρμάρινη πλάτη. Στα έπιπλα ο συνδυασμός είναι λευκή λάκα με φυσικό ξύλο οξιάς ενώ ένα τρίτο υλικό, το μάρμαρο Forest Green, εφαρμόστηκε στο σχεδιασμό με σκοπό να δώσει ένα πιο εκλεπτυσμένο ύφος.
Στη δεξιά πλευρά τοποθετείται μια σειρά από συρτάρια με ύφος ιταλικής φινέτσας, ενώ μια αφαιρετική κατασκευή, στον τοίχο ακριβώς από πάνω, από σιδερόβεργες οπλισμού σε συνδυασμό με χρωματιστούς γυάλινους κύβους αναδεικνύουν τα οπτικά δημιουργώντας έναν επιτηδευμένο, αλλά και πλήρως εναρμονισμένο διάκοσμο στο κατάστημα και εγείροντας το μάτι ώστε να μελετάει με λεπτομέρεια την έκθεση.
Τέλος, μια ακόμη έκθεση γυαλιών τοποθετείται στον τοίχο με πλάτη από ξύλο οξιάς και ράφια από λευκή λάκα με ενδιάμεσες αυλακώσεις κάθετου κρυφού φωτισμού.
Η μεγάλη πρόσοψη του καταστήματος αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο προς εκμετάλλευση. Έτσι οι βιτρίνες σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνουν ελεύθερη οπτική επαφή με τις εσωτερικές εκθέσεις για τους πελάτες. Μαύροι, μεταλλικοί σκελετοί συνδυάστηκαν με ξύλο οξιάς και λευκή λάκα πάνω στο μαύρο φόντο του δαπέδου. Εξωτερικά επιλέχθηκε το λευκό χρώμα σε συνδυασμό με μαύρα γράμματα της επωνυμίας η οποία υπογραμμίζεται με τη βοήθεια ενός γραμμικού φωτισμού στην πρόσοψη. Τέλος γύψινα λευκά φωτιστικά σώματα μοιράζουν το φως στην εξωτερική οροφή.

Στα νότια περίχωρα της πόλης των Χανίων, σε ημιαστική περιοχή, βρίσκει ακόμη κανείς ό,τι απέμεινε από τα περιβόλια και τα μετόχια που άλλοτε κυριαρχούσαν στο τοπίο. Σε αυτή την αραιοκατοικημένη ζώνη ανεγέρθηκε σε ένα οικόπεδο, τμήμα παλιού περιβολιού, μια τετραώροφη οικοδομή με πυλωτή και φυτεμένο δώμα. Το κτίριο στεγάζει έξι διαμερίσματα και ένα γραφείο στο ισόγειο.
Η θέση και η επιμήκης μορφή του καθορίστηκε από το στενόμακρο σχήμα του οικοπέδου. Το κτίριο εφάπτεται στην ανατολική του πλευρά. Ο προσανατολισμός είναι
από βορρά προς νότο και προς τη θέα των Λευκών Ορέων. Μορφολογικά, αποτελείται από δύο όγκους που ενώνονται με τον κοινόχρηστο χώρο του κλιμακοστασίου, ο οποίος δημιουργεί δύο εσοχές, έναν ακάλυπτο χώρο ανατολικά και ένα διώροφο ημιυπαίθριο δυτικά.
Στο ισόγειο διαμορφώθηκε ένα γραφείο 50 m2 με ανεξάρτητη είσοδο και πίσω αυλή. Στους δύο πρώτους ορόφους από δύο διαμερίσματα των 80 m2 με άνετους εξώστες και ημιυπαίθριους. Στον τρίτο όροφο, ένα οροφοδιαμέρισμα των 126 m2 αναπτύχθηκε γύρω από το κλιμακοστάσιο και χωρίστηκε σε χώρους διανυκτέρευσης και διημέρευσης, συνδεδεμένους από έναν διάδρομο-γέφυρα με χρήση γραφείου. Στο τέταρτο επίπεδο, μαζί με την απόληξη του κλιμακοστασίου, δημιουργήθηκε ένα μικρό διαμέρισμα 33 m2 και φυτεμένο δώμα.
Η σκούρα ώχρα, το κυρίως χρώμα του κτιρίου Καλυκάς, συνομιλεί με το χρώμα του εδάφους. Το μπλε, το κεραμιδοκόκκινο και το εκρού, εφαρμόστηκαν σε επιμέρους επιφάνειες. Οι αναφορές τους, προέρχονται από τα χρώματα που χρησιμοποιούνται αιώνες στο νησί και συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας αρμονικής σύνθεσης και καλύτερης αντίληψης του σχεδιασμού.
Στο εσωτερικό του κτιρίου, οι μελετήτριες σχεδίασαν το κιγκλίδωμα του κλιμακοστασίου, καθώς και έπιπλα, κινητά και σταθερά. Στο εξωτερικό, σχεδίασαν, επίσης, όλες τις μεταλλικές κατασκευές. Έγινε επιμέλεια των δαπέδων, των φωτιστικών και των χρωμάτων σε όλους τους χώρους. Στον κοινόχρηστο χώρο τοποθετήθηκε το πράσινο τηνιακό μάρμαρο, με αδρή επιφάνεια, κομμένο με συρματοκοπή. Η περίφραξη κατασκευάστηκε από κεραμιδί κλώστρα, εμφανές σκυρόδεμα και μεταλλικό κιγκλίδωμα.
Η διαμπερότητα και ο φυσικός αερισμός των διαμερισμάτων από βορρά προς νότο, η φωτεινότητα μέσα από τα μεγάλα ενεργειακά κουφώματα και η ενισχυμένη θερμοπρόσοψη, η διάρθρωση των ημιυπαιθρίων και μέσω αυτών η σκίαση των ανοιγμάτων, και το φυτεμένο δώμα, συνιστούν βιοκλιματικές παραμέτρους που μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας του κτιρίου και προσφέρουν μια άνετη διαβίωση στο εσωτερικό του.
Στο οικόπεδο διατηρήθηκαν τα ελαιόδεντρα και μια μουριά και ο περιβάλλων χώρος εμπλουτίστηκε με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπο και καλλωπιστικά φυτά. Το δώμα φυτεύτηκε με αγρωστώδεις θάμνους και έρπουσα εδαφοκάλυψη.

Το έργο αφορά τη νέα αρχιτεκτονική μελέτη ανακατασκευής πέτρινης κατοικίας και διαμόρφωση αυτής σε τρία διαμερίσματα ενός υπνοδωματίου με κοινόχρηστη αυλή και πισίνα , με την δυνατότητα εσωτερικής συνένωσης σε μια βίλα. Η κατοικία ευρίσκεται στις Άνω Αρχάνες στον Νομού Ηρακλείου. Η συγκεκριμένη τοποθεσία αποτελεί και παραδοσιακός οικισμός οπότε ο σεβασμός στην αρχιτεκτονική του κτιρίου και στους χρωματισμούς αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα. 
Το κτίριο παλιότερα αποτελούσε πατητήρι σταφυλιών οπότε κρατώντας με σεβασμό την ιστορία του κτιρίου η κεντρική ιδέα της αρχιτεκτονικής διακόσμησης ήταν βασισμένη στο κρασί. Ξεκινώντας από την ονοματολογία του κτιρίου VinDimora (Αρχοντικό του κρασιού σε μετάφραση από τα λατινικά), το λογότυπο και μετέπειτα στους χρωματισμούς κάθε διαμερίσματος , όλα είναι βασισμένα σε αυτή την αρχή. Κάθε διαμέρισμα έχει την δική του ταυτότητα και  είναι εμπνευσμένο από μια χρωματική ποικιλία του κρασιού, η κόκκινη σουίτα, η ροζέ σουίτα και η λευκή σουίτα,(vino rosso suite, vino rose’, vino bianco).
Οι δυο σουίτες περιλαμβάνουν εσωτερικό πατάρι (οντάς) και η τρίτη σουίτα ξεχωριστό μεσοπάτωμα. 
Σε όλο το κτίριο έχει γίνει πλήρης ανακατασκευή από τα θεμέλια μέχρι την στέγη. Ο νέος στατικός φορέας των οντάδων και του μεσοπατώματος είναι από μεταλλική κατασκευή από κοιλοδοκούς στηριζόμενο σε πεδιλοδοκάρια , Το μετέπειτα πέτσωμα των πλακών γίνεται από ξύλινες δοκίδες και ξύλινο πάτωμα όπου έρχεται και παντρεύεται το ξύλο με το μέταλλο.
Ο στατικός φορέας του κτιρίου μας οδήγησε στην εσωτερική αισθητική ταυτότητα πηγαίνοντας σε μια αισθητική πιο βιομηχανική όπου έρχεται και παντρεύεται με το παραδοσιακό υλικό της πέτρας όπου αποτελεί το κύριο οικοδομικό στοιχείο της τοιχοποιίας του κτιρίου.
Σημειακά σε διάφορες γωνίες του κτιρίου εμφανίζεται σε διάφορα σημεία η εμφανής πέτρινη λιθοδομή που έρχεται σε αισθητική ισορροπία με τα υπόλοιπα υλικά όπως το ξύλο και το μέταλλο.
Κάθε διαμέρισμα χωροθετικά έχει ένα χώρο σαλονιού ,κουζίνας ,λουτρού ,τραπεζαρίας και υπνοδωματίου. Όλα τα διαμερίσματα έχουν μια κοινόχρηστη αυλή με πισίνα σε γήινες αποχρώσεις.
Όλες οι διακοσμήσεις και τα υφαντά αποτελούν και αυτά ένα πάντρεμα του παραδοσιακού με το πιο μοντέρνο και boho στυλ.
Έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα στο φωτισμό του κτιρίου εσωτερικά και εξωτερικά. Υπάρχει σαφής κλίση στον έμμεσο φωτισμό, καθώς ο φωτισμός πάνω στα διάφορα υλικά του κτιρίου όπως πέτρα ,ξύλο , μέταλλο προσδίδει μια πιο ζεστή ατμόσφαιρα στον χώρο και στον χρηστή του κτιρίου.
Οι εξωτερικοί χρωματισμοί είναι εμπνευσμένοι από την ιδιαίτερη γήινη ποικιλοχρωμία του χωριού οπού σε συνδυασμό με το πράσινο-λαδί χρώμα των κουφωμάτων συνθέτουν μια ιδιαίτερη χρωματική παλέτα.

Η Τάνια Κάτσιου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νάουσα Ημαθίας. Ολοκλήρωσε το 2003 τις σπουδές της στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε από τότε, κατά κύριο λόγο, στο ελεύθερο επάγγελμα. Ασχολήθηκε τα πρώτα δώδεκα χρόνια, κυρίως, με τον σχεδιασμό σχολικών κτιρίων (μελέτη) και κατοικίας (μελέτη-επίβλεψη-διαχείριση). Το διάστημα 2006-2010 υπήρξε μέλος της δημιουργικής ομάδας αρχιτεκτόνων "ΆΚΡΟ". Από το 2017 έως τον Μάιο του 2023, συνεργάστηκε με το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος Αρχιτεκτόνων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης "Σχεδιασμός Αιχμής: Καινοτομία και Διεπιστημονικότητα στον Σχεδιασμό" σε διοικητική/γραμματειακή θέση. Από το 2014 το ενδιαφέρον της για ζητήματα περιβάλλοντος και πόλης ωρίμασε, μέσα από συνεχόμενη μάθηση και προσωπική εξέλιξη. Παρακολούθησε σχετικά σεμινάρια και ημερίδες καθώς και πρόγραμμα Δια Βίου Μάθησης για τις Αστικές Αναπλάσεις και τον Πράσινο Σχεδιασμό, ενώ το 2020 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Πάτρας, στο πεδίο του Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Πόλεων και Κτιρίων. Ενεργοποιήθηκε με την "Πράσινη Κοινότητα" (bottom up περιβαλλοντική ομάδα) σε δράσεις για την πόλη της Θεσσαλονίκης και το πράσινο και είναι μέλος της συλλογικότητας "Παραμικρό", ομάδας με σκοπό την προσωπική και συλλογική εξέλιξη των μελών του και τη θετική συμβολή του στην κοινωνία. Στο πλαίσιο των παραπάνω, έχει λάβει εκπαίδευση και ενδυνάμωση με εργαλεία και μεθοδολογίες αποτελεσματικής επικοινωνίας και λήψης αποφάσεων. Από τον Μάρτιο του 2022 απασχολείται και πάλι στο ελεύθερο επάγγελμα, με μια ανανεωμένη οπτική, που περιλαμβάνει το ενδιαφέρον της και την αγάπη της για τη δημιουργία, την αρχιτεκτονική, τη φύση και την πόλη. Αναζητά τρόπους ατομικής και συλλογικής έκφρασης που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής της και να φροντίζουν για το κοινό καλό, είτε αφορά στην αρχιτεκτονική εφαρμογή είτε σε άλλες εκφάνσεις της ζωής.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.