Σχεδόν κρυμμένη, αν και στην κορυφή του λόφου Αλεομάνδρα της Μυκόνου, η "Villa Mandra" βλέπει κατευθείαν στη θάλασσα και στο ηλιοβασίλεμα της Δήλου. Η εξοχική κατοικία ατενίζει την εντυπωσιακή θέα από έναν κήπο διαμορφωμένο με ευαισθησία και με έναν πέτρινο τοίχο, που την κρύβει από τον πίσω δρόμο.
Η κατοικία σχεδιάστηκε με το σκεπτικό της χαλαρής καλοκαιρινής ζωής και ενθαρρύνει τη σύνδεση με οικογένεια και φίλους και την αρμονική συνύπαρξη με τη φύση. Για να δώσουν τη δυνατότητα της απόλαυσης του εξωτερικού χώρου καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι αρχιτέκτονες έπρεπε να φιλτράρουν την ένταση του κλίματος, προσφέροντας σκίαση και προστασία από τα στοιχεία της φύσης.

Οι χειροποίητοι πέτρινοι τοίχοι, επεξεργασμένοι παραδοσιακά, είναι επίπεδοι και λείοι. Η πέργκολα από καστανιά κατασκευάστηκε ώστε να ενισχυθεί η δομική της ακεραιότητα και κάθεται ελαφρά πάνω στους λευκούς όγκους, σκιάζοντας και προστατεύοντας την υποκείμενη αυλή. Οι απλοί λευκοί όγκοι, οι ίσιοι πέτρινοι τοίχοι και η ελαφριά πέργκολα εναρμονίζονται με το κυκλαδίτικο τοπίο και η αποτελεσματικότητα της διάταξής τους, γύρω από την κεντρική αυλή, απλοποιεί την καθημερινή ζωή. Η Villa Mandra διαποτίζεται από την ταπεινή κυκλαδική παράδοση, εμπλουτίζεται από τη φυσική υλικότητα και εμπνέεται από τη σύγχρονη καλοκαιρινή ζωή.
Φωτογραφίες: Claus Brechenmacher and Reiner Baumann

Πρόκειται για επέκταση υφιστάμενου ξενοδοχείου, που υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις:
- Στην πρώτη δημιουργήθηκαν 26 διαμερίσματα σε επικλινές έδαφος σε ενιαίο κλιμακωτό κτίριο (συγκρότημα Λ, Μ, Ν), σε γειτνίαση με το υφιστάμενο τμήμα.
- Στη δεύτερη φάση δημιουργήθηκαν 35 διαμερίσματα σε δυο ανεξάρτητα κτίρια (κτίρια Ξ και Ο), καθώς και ένα τρίτο κτίριο (κεντρικό κτίριο) με κοινόχρηστη χρήση (lounge, pool bar, εστιατόριο) στο υψηλότερο τμήμα του οικοπέδου, το οποίο συνοδεύεται από πισίνα και βοηθητικούς χώρους. Η δεύτερη φάση εδράζεται σε φυσικό έδαφος με ηπιότερη κλίση.

Όλη η επέκταση διαθέτει άπλετη θέα προς τη Σπιναλόγκα και τον Άγιο Νικόλαο και έρχεται σε άμεση επαφή με το τραχύ φυσικό τοπίο της περιοχής. Αυτό το τοπίο χαρακτηρίζεται από θαμνώδη χαμηλή βλάστηση, εκτεταμένες ξερολιθιές σε γραμμική κυρίως ανάπτυξη, κοκκινόχωμα και γκρι βραχώδεις σχηματισμούς. Είναι άνυδρο και αποπνέει μια φυσική αυστηρότητα που καθηλώνει τον επισκέπτη.
Το τοπίο γίνεται ο κύριος πρωταγωνιστής της αρχιτεκτονικής πρότασης, που στοχεύει σε μια ολότητα τοπίου και αρχιτεκτονικής. Αυτή η προσέγγιση οδήγησε σε λίγες γραμμές, που συνδιαλέγονται και συνομιλούν με το αυστηρό τοπίο. Οι χώροι κατοίκησης αναπτύσσονται γραμμικά, παρακολουθώντας το παράδειγμα των τριγύρω ξερολιθιών. Τα χρώματα και οι υφές είναι μέρος του ευρύτερου φυσικού τοπίου, ενώ το ξύλο κυριαρχεί στο κοινόχρηστο κτίριο.
Τα δώματα συμμετέχουν στο γκρι των βράχων ενώ τα διαχωριστικά των διαμερισμάτων μαζί με τις πισίνες και τα τζακούζι που διαθέτουν λειτουργούν ως τονική και χρωματική αντίστιξη.
Τα μεγάλα γραμμικά σκίαστρα (brise-soleil) στους τελευταίους ορόφους, που συχνά διασπούν και υπερβαίνουν τους κτιριακούς όγκους, συνδέονται ωσμωτικά και σημειολογικά με τις μεγάλες γραμμικές ξερολιθιές του κρητικού τοπίου.

Η ευλαβική παρακολούθηση των κλίσεων και της θέας διασπά και τους ίδιους τους κτιριακούς όγκους, οι οποίοι συστρέφονται και υποχωρούν ακολουθώντας τις φυσικές κλίσεις.
Το σκούρο γκρι - πράσινο χρώμα, που κυριαρχεί στο έργο, φέρνει σε επαφή το φυσικό τοπίο με τον επισκέπτη - φιλοξενούμενο και τον κάνει να αισθανθεί ως μέρος της ολότητας φύσης - αρχιτεκτονικής. Αυτό το εγχείρημα στοχεύει στην επίτευξη μιας τοπικά προσδιορισμένης σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η οποία "φυτρώνει" με τη φυσικότητα ενός δένδρου στον τόπο. Η αρχιτεκτονική αυτή δεν θέλει να είναι εξεζητημένη, χρησιμοποιεί απλά μέσα και πατάει πάνω σε στάνταρντ οικοδομικές μεθόδους, που της δίνουν τη δυνατότητα να είναι οικονομική, άρα λαϊκή, με άμεση δυνατότητα να γίνει η αυριανή παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου μας.
Ακολουθώντας αυτήν τη φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκαν "κλασικές" μέθοδοι κατασκευής (φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυρόδεμα, οπτοπλινθοδομές πλήρωσης, ξηρά δόμηση στους εσωτερικούς χώρους, συστήματα εξωτερικής θερμομόνωσης κτλ.), δίνοντας όμως μεγάλη προσοχή στις υφές, στην υλικότητα και στην ένταξη των Η/Μ εγκαταστάσεων στους κτιριακούς όγκους.
Έτσι στην πρώτη φάση δημιουργήθηκε ένα εξωτερικό "τεχνικό" πάρκο με χαμηλούς ηλιακούς συλλέκτες με εξωτερική περίφραξη από ξερολιθιά, ενώ στη δεύτερη φάση αντλίες θερμότητας επιμελώς χωροθετημένες. Οι εξωτερικές μονάδες των κλιματιστικών τοποθετήθηκαν χαμηλά στον περιβάλλοντα χώρο των κτιρίων και εφοδιάστηκαν με ξύλινες επενδύσεις στο χρώμα των κτιρίων.

Όλες οι επιλογές των υλικών συντάσσονται με τη γενικότερη φιλοσοφία της αρχιτεκτονικής του έργου, που στοχεύει σε μια "λαϊκή", τοπικά προσδιορισμένη, σύγχρονη αρχιτεκτονική, η οποία (ίσως παραδόξως) υπηρετεί ταυτόχρονα τις ανάγκες ενός πολυτελούς ξενοδοχείου σε μια από τις πιο πριβέ τουριστικές περιοχές της Ελλάδας, όπως αυτή της Ελούντας. Αυτό όμως μπορεί να σημαίνει ότι η αληθινή ποιότητα δε χρειάζεται να είναι απαγορευτικά ακριβή και απρόσιτη, όπως εδώ και αιώνες έχει αποδείξει η λαϊκή μας αρχιτεκτονική με τις αλήθειες της, που συνεχίζουν να μας εμπνέουν και να μας καθοδηγούν.
Η νέα κατασκευή "δεν πρέπει να προβάλει παράξενη και αταίριαστη, αλλά να δείχνει σα να υπήρχε από πάντοτε στη θέση που κατασκευάστηκε", Άρης Κωνσταντινίδης 1987.

1.Φωτοβολταϊκά πλαίσια σε συστήματα επένδυσης κτιριακών όψεων
Η χρήση φωτοβολταϊκών πλαισίων ως στοιχείων κάλυψης και προστασίας των στοιχείων του κτιριακού κελύφους, π.χ. της θερμομόνωσης, της τοιχοποιίας κτλ., από τις καιρικές μεταβολές και τα καιρικά φαινόμενα αποτελεί μία πρόσθετη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω τεχνολογίας. Η εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας γίνεται με την κατασκευή εξωτερικά του κτιριακού κελύφους μιας μεταλλικής κατασκευής, που εδράζεται στο φέροντα οργανισμό του κτιρίου, επάνω στην οποία τοποθετούνται τα φωτοβολταϊκά πλαίσια. Για τη στερέωσή τους τα φωτοβολταϊκά πλαίσια φέρουν περιμετρικό μεταλλικό πλαίσιο με κατάλληλες διαμορφώσεις, οι οποίες επιτρέπουν τη συναρμογή και αγκύρωσή τους στη μεταλλική κατασκευή. Αυτή η τεχνική συχνά επιτρέπει την κυκλοφορία αέρα στην πίσω πλευρά των φωτοβολταϊκών πλαισίων μέσω ενός διακένου, γεγονός που οδηγεί και στην αύξηση του βαθμού απόδοσης των πλαισίων λόγω της ψύξης τους. Η εφαρμογή αυτών των συστημάτων συχνά είναι εφικτή και σε υφιστάμενα κτίρια που φέρουν αντίστοιχη μεταλλική κατασκευή με την αντικατάσταση των μεταλλικών ή συνθετικών πετασμάτων που υπάρχουν από φωτοβολταϊκά πλαίσια.

2.Φωτοβολταϊκά πλαίσια σε συστήματα γυάλινης όψης
Τα φωτοβολταϊκά πλαίσια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να αντικαταστήσουν τους υαλοπίνακες, μονούς ή διπλούς, διαφανείς ή αδιαφανείς, που εγκαθίστανται τις γυάλινες όψεις των κτιρίων.
Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής και συναρμολόγησης, τα φωτοβολταϊκά πλαίσια μπορούν είτε να τοποθετηθούν απευθείας επάνω στο μεταλλικό πλαίσιο (σκελετό) της γυάλινης όψης είτε να ενσωματωθούν στο κτίριο ως βιομηχανικά προκατασκευασμένα πετάσματα, μειώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο το χρόνο εγκατάστασης. Όπως και οι υαλοπίνακες έτσι και τα φωτοβολταϊκά πλαίσια μπορούν να είναι διαπερατά ή αδιαπέραστα από το ηλιακό φως και να φέρουν αντίστοιχα μονή ή διπλή υάλωση. Στην περίπτωση της διπλής υάλωσης ο δεύτερος υαλοπίνακας φέρει κατάλληλη θερμική επεξεργασία που του προσδίδει υψηλή αντοχή, ώστε να μην καταστρέφεται από τη θερμική καταπόνηση που του προξενεί η αύξηση της θερμοκρασίας του φωτοβολταϊκού πλαισίου.

Πρόκειται για την κύρια κατοικία ζευγαριού από τη Γαλλία, που αποφάσισε να ζήσει μόνιμα στη νότια Κρήτη λίγο έξω από τον οικισμό Κεραμές του νομού Ρεθύμνου. 
Η επιθυμία του ζευγαριού για μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη οπτική επαφή με το θαυμάσιο κρητικό τοπίο και το Λιβυκό Πέλαγος με τα νησιά Παξιμάδια και την Τριόπετρα, οδήγησε στη χρήση μεγάλων υαλοστασίων στους χώρους διημέρευσης, τα οποία προστατεύτηκαν με τη σειρά τους από το δυνατό κρητικό ήλιο με μεγάλους προβόλους από οπλισμένο σκυρόδεμα, αποφεύγοντας κάθετα στοιχεία (κολώνες) που θα διατάρασσαν αυτήν την επαφή.
Το τζάκι έχει την εστία ως μοναδικό στοιχείο στο εσωτερικό του σαλονιού κρατώντας τον κορμό στο εξωτερικό του σπιτιού μαζί με την καμινάδα, γεγονός που κάνει την παρουσία του εξαιρετικά διακριτική. Φωτογραφίες: Ιωάννης Κανδυλάκης

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο πανελλήνιος συνεταιρισμός μηχανικών και εργοληπτών προκήρυξε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη μελέτη ενός πρότυπου παραθεριστικού οικισμού σε μία πευκόφυτη πλαγιά με έντονες κλίσεις, στο νησί των Σπετσών. Το Α’ βραβείο και την ανάθεση κέρδισαν οι αρχιτέκτονες Δημήτρης και Σουζάννα Αντωνακάκη, οι οποίοι σχεδίασαν ένα σύνολο 200 διώροφων κατοικιών.
Χωρίς να καταφεύγουν σε απλοϊκές μιμήσεις των παραδοσιακών στοιχείων του νησιού (στέγες, καμάρες κλπ.), οι αρχιτέκτονες πέτυχαν να προσδώσουν μία ουσιαστική "μεσογειακότητα" στο σύνολο, μεταγράφοντας δομικά στοιχεία του αιγαιοπελαγίτικου οικισμού, όπως η αρμονική παράθεση πάνω στις τοπογραφικές καμπύλες, ώστε όλα τα κτίσματα να έχουν άπλετη θέα, οι οφιοειδείς δρόμοι, οι σχέσεις κλειστού- ημιυπαίθριου- ανοικτού χώρου, η εσωτερική αυλή που κρύβεται από την αυλόπορτα και το διαβατικό, το σπάσιμο των όγκων κλπ. Παράλληλα, εφάρμοσαν ευθέως διδάγματα της φιλοσοφίας της ομάδας των ΤΕΑΜ Χ, όπως την ανάδειξη των "ενδιάμεσων" χώρων σε πρωτεύοντα στοιχεία, και τη συμμετοχή του χρήστη στην παραγωγή του οικιστικού προϊόντος. Ειδικά το δεύτερο, το ενστερνίστηκε και ο συνεταιρισμός, παραδίδοντας στους δικαιούχους κελύφη με ολοκληρωμένο μόνον το σκελετό σκυροδέματος και τις βασικές οπτοπλινθοδομές, με την παραδοχή της αποπεράτωσης από τους δικαιούχους, βάσει των δικών τους αναγκών, αλλά με σεβασμό των γενικών κατευθυντήριων γραμμών.
Η πραγματικότητα δυστυχώς διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Όλα σχεδόν τα αίθρια κλείστηκαν, το φυσικό έδαφος σκάφτηκε, δημιουργήθηκαν ισόγεια επίπεδα χωρίς θέα και οι όψεις αλλοιώθηκαν σε μεγάλο. Το αποτέλεσμα ήταν μία ασφυκτική παράθεση κλειστών "κουτιών", χωρίς βιώσιμους υπαίθριους χώρους και χωρίς αποτελεσματικό φυσικό αερισμό και φωτισμό. Ο χρόνος, σε συνδυασμό με την φτωχή τοπική οικοδομική τεχνογνωσία της εποχής, επέφερε και μία έντονη πρόωρη γήρανση για τα κελύφη, που σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι βιώσιμα, με τα σύγχρονα δεδομένα.
Σήμερα ο οικισμός περνάει μία δεύτερη νεότητα, με πολλούς συνιδιοκτήτες, από τη νεότερη γενιά, να προχωρούν σε ριζικές επισκευές και εκσυγχρονισμό. Μία τέτοια περίπτωση είναι και τα δύο κελύφη που εξετάζονται. Όταν τα αγόρασε ο νέος ιδιοκτήτης τους, το ένα ήταν σε κρίσιμη κατάσταση, με έντονες φθορές από υγρασία, διαβρώσεις οπλισμών, κατάρρευση τοιχοποιιών κ.α., ενώ το άλλο δεν είχε ποτέ αποπερατωθεί, με αποτέλεσμα ο φέρων οργανισμός να έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα. Καθώς μάλιστα τα κτίσματα βρίσκονται στο τέλος ενός αδιεξόδου δρόμου στις παρυφές του οικισμού, ο περιβάλλων χώρος τους παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης με αποσαθρωμένα πρανή, άγρια βλάστηση, και συσσώρευση σκουπιδιών.

Κεντρική ιδέα και κριτήρια σχεδιασμού
Η μελέτη είχε να αντιμετωπίσει τις εξής προκλήσεις:
• να προσδώσει μία "νέα αρχή" σε ένα πλήρως απαξιωμένο κέλυφος. Καθώς ο οικισμός λειτουργεί με το σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεν υπήρχε η εναλλακτική του να κατεδαφιστεί το υπάρχον κτίριο και να αντικατασταθεί από ένα νέο.
• να δημιουργήσει ένα κτίριο με σύγχρονες οικοδομικές πρακτικές, το οποίο όμως θα έπρεπε να εξακολουθεί να αποτελεί τμήμα του οικιστικού συνόλου, και να μην επιβάλλεται ή να ξεχωρίζει με εξεζητημένο τρόπο.
• να επαναφέρει ζωτικά στοιχεία του αρχικού σχεδιασμού των Αντωνακάκη, όπως το σπάσιμο των όγκων, τη σχέση του μέσα με το έξω, την απλότητα και την καθαρότητα, τις οπτικές φυγές-καδραρίσματα και τη δημιουργία διακεκριμένων χώρων ανάλογα με τον προσανατολισμό.
• να δημιουργήσει μία κατοικία διακοπών, που να μεταφέρει τη θερινή αύρα και την αίσθηση του αιγαιοπελαγίτικου φωτός και της θέας, σύμφωνα με τις παραμέτρους που έθεσε εξαρχής ο ιδιοκτήτης.
Η επέμβαση περιελάμβανε την ενοποίηση των δύο κατοικιών, την πλήρη στατική ενίσχυση, την εκ νέου διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων και των όψεων και την ενσωμάτωση νέων υλικών, δικτύων και κατασκευών. Η ανάπλαση επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση και στον υπαίθριο χώρο με εξυγίανση των πρανών, δημιουργία αναλημματικών τοιχίων, και μεγάλης κλίμακας φυτεύσεις.

Περιγραφή κτιρίου
Τα υφιστάμενα κτίρια ήταν τριώροφα, τοποθετημένα σε έντονη πλαγιά, με το ημιεπίπεδο μεταξύ α’ και β’ ορόφου να αποτελεί το επίπεδο εισόδου από την επάνω -δυτική- πλευρά, και το ισόγειο να βλέπει στην κάτω -ανατολική- πλευρά. Η επέμβαση διατήρησε αυτήν τη χαρακτηριστική κλιμάκωση, συνδυάζοντάς την και με την αντίστοιχη κλιμάκωση των εξωτερικών χώρων στις τρεις εξωτερικές πλευρές. Δημιουργήθηκε ένα νέο πλατύτερο κλιμακοστάσιο, σε αντικατάσταση των δύο στενών υφιστάμενων.
Στο επίπεδο του β’ ορόφου, διατάσσονται το καθιστικό και η κουζίνα. Προκειμένου να ανακτηθεί μεγαλύτερος αύλειος χώρος, ο όροφος υποχώρησε από την οικοδομική γραμμή και δημιουργήθηκε μία μεγάλη βεράντα, εκμεταλλευόμενη τη θέα των νησιών, των Σπετσών, της Ύδρας, της Δοκού, και του Μυρτώου Πελάγους με την ακτογραμμή της Πελοποννήσου. Προκειμένου να μην εμποδίζεται η θέα και ο ηλιασμός, όταν είναι επιθυμητός, κατασκευάστηκε ένα μηχανοκίνητο στέγαστρο με δυνατότητα πλήρους ανάσυρσης και απόκρυψης στο δώμα του κτιρίου. Σε αντίθεση με την προϋπάρχουσα τυφλή όψη, έγινε εκμετάλλευση και της τρίτης πλευράς που διαθέτει το κτίσμα, με τη δημιουργία ενός μεγάλου παραθύρου –"ματιού" προς το δάσος. Τα νέα μεγάλα ανοίγματα, και στις τρείς πλευρές, σε συνδυασμό με τον ρυθμιζόμενο φεγγίτη-πτερύγιο επαναφέρουν τον διαμπερή φυσικό αερισμό.
Στο επίπεδο του α’ ορόφου, χωροθετούνται υπνοδωμάτια με πρόσβαση στην αυλή της νότια πλευράς, ενώ στο επίπεδο του ισογείου χωροθετούνται οι δύο ξενώνες με χρήση της ανατολικής αυλής.

Τεχνολογίες κατασκευής και επιλογή υλικών
Ο φέρων οργανισμός και τα πέδιλα ενισχύθηκαν πλήρως, με μανδύες και νέα φέροντα στοιχεία. Οι οπτοπλινθοδομές ανακατασκευάστηκαν, με χρήση θερμομόνωσης. Ομοίως, στα δώματα εφαρμόστηκε στεγανοποίηση και θερμομόνωση. Σε όλο το κτίριο εφαρμόστηκε εξωτερικό επίχρισμα.
Σε όλα τα δάπεδα, εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, εφαρμόστηκε πατητή τσιμεντοκονία σε μπεζ χρωματισμό, προκειμένου αφενός να ενοποιηθούν οι χώροι και αφετέρου να αποδοθεί η θερινή φωτεινή αίσθηση, που είχε ζητήσει ο ιδιοκτήτης. Η τσιμεντοκονία εφαρμόστηκε επίσης στα ξυλουργικά έπιπλα των λουτρών και στα ξύλινα πατήματα της σκάλας. Η νέα σκάλα έγινε μεταλλική, χωρίς ρίχτια, έτσι ώστε να μη διακόπτονται οι οπτικές φυγές.
Όλα τα εξωτερικά κουφώματα είναι αλουμινίου, βαμμένα σε ένα -εκτός καταλόγων- γαλάζιο χρώμα, το οποίο βρέθηκε μετά από ανάλυση των αποχρώσεων του γαλάζιου στον παραδοσιακό οικισμό των Σπετσών. Τα κιγκλιδώματα είναι ανοξείδωτα για λόγους αντοχής και πιο διακριτικής εμφάνισης, ενώ το συρόμενο στέγαστρο διαθέτει μεμβράνη "καμουφλάζ" για δημιουργία κυματίσματος των σκιών πάνω στο δάπεδο.
Στον εξωτερικό χώρο, χρησιμοποιήθηκε χτυπητό μάρμαρο για τις πλακοστρώσεις, καθώς και ακατέργαστη πέτρα Χαλκιδικής και επίχρισμα με κεραμάλευρο για την επένδυση των τοιχίων, που ορίζουν τις φυτεμένες πεζούλες, ώστε να αποδοθεί η έννοια των "φυσικών" αναχωμάτων. Η ίδια πέτρα χρησιμοποιήθηκε και σε ιδιαίτερους τοίχους του ισογείου, για να προσδώσει την έννοια του "υπόσκαφου" και της επαφής με το φυσικό ανάγλυφο.
Για τη φύτευση, έγινε συνεργασία με γεωπόνο, κάτοικο του νησιού και γνώστη της τοπικής χλωρίδας. Χρησιμοποιήθηκαν ενδημικά φυτά, χαρακτηριστικά του τόπου (ελιές, βουκαμβίλιες, αμυγδαλιές, συκιές, δενδρολίβανα κα), με μικρές ανάγκες ποτίσματος. Η κατασκευή έγινε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, με χρήση, όπου ήταν δυνατόν, τοπικών συνεργείων.

Στην περιοχή του Λαγονησίου εδράζεται το οικόπεδο μελέτης, σηματοδοτώντας μια μετάβαση μεταξύ του αστικού και του φυσικού τοπίου. Ο συμπαγής λευκός όγκος που στεγάζει την νέα κατοικία φαίνεται σχεδόν σαν να αιωρείται πάνω από τον περιβάλλοντα χώρο. Καθώς αναδύεται από το έδαφος, περιστρέφεται κατά 6 μοίρες, δημιουργώντας έτσι μία αρμονική αντίθεση με την υφιστάμενη τοπογραφία. Μέσα από αυτή την ανάταση, ενσωματώνεται η μετάβαση από τους ιδιωτικούς στους κοινόχρηστους χώρους. Τα υπνοδωμάτια "βυθίζονται" στο έδαφος προσφέροντας επαφή με τη γη, εγγύτητα με τη φύση. Κατά την ανάβαση από την κουζίνα στο καθιστικό, μία καταπληκτική θέα αποκαλύπτεται. 
Η στιβαρότητα του συμπαγούς όγκου διακόπτεται μόνο από δύο μεγάλα ανοίγματα, που "καδράρουν’ το ξερό τοπίο. Σκοπός αυτής της χειρονομίας είναι αρχικά η προστασία από τους δυνατούς ανέμους που εντοπίζονται στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται μία αίσθηση ιδιωτικότητας και προστασίας. Οι φεγγίτες στην οροφή παρέχουν τον απαιτούμενο αερισμό, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στο φυσικό φως να διαχέεται ομοιόμορφα σε κάθε χώρο, προσφέροντας μοναδικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι ιδιωτικές χρήσεις περικλείονται μέσα σε όγκους που δεν αγγίζουν την οροφή, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο, στο φως του ήλιου να διατηρεί την αδιάκοπη ροή του.
Το House 6 ° αποτελεί ένα μινιμαλιστικό μανιφέστο. Ο λευκός όγκος που ξεπροβάλλει από το χώμα, έρχεται σε αντίθεση με τον μπλε ουρανό, δημιουργώντας μία αίσθηση διαχρονικότητας. Μέσω του σχεδιασμού ενσαρκώνεται η αντίδραση απέναντι στο θόρυβο, την πολυπλοκότητα, την εντυπωσιοθηρία. Με εργαλείο την απλότητα, η κατοικία σχεδόν θυμίζει ναό, ενισχύοντας την ιερότητα της χρησης που στεγάζει – το σπίτι.

H συνθετική διαδικασία καθορίστηκε από τη μελέτη της επιθυμητής κοινωνικο-χωρικής δομής, ανάγοντας ωστόσο την έννοια του προγράμματος από το λειτουργικό στο βιωματικό προσδιορισμό του. Η κυριότερη προγραμματική ανάγκη αφορούσε στη διατήρηση της συνεχούς οπτικής εποπτείας του χώρου υποδοχής από τις αίθουσες διδασκαλίας, χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία του καθηγητή. Ταυτόχρονα, η οργάνωση του χώρου έπρεπε να διασφαλίζει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των αιθουσών διδασκαλίας και το οπτικό πεδίο των μαθητών να εστιάζεται στο φυσικό στοιχείο που περιβάλλει το κτίριο, παρά στο χώρο της υποδοχής. Αυτή η ασύμμετρη κοινωνικο-χωρική παράμετρος ήταν και η βασική σχεδιαστική αρχή, η οποία οργάνωσε τις αίθουσες διδασκαλίας ασύμμετρα ως προς το χώρο αναμονής. Γι’ αυτό το λόγο, η συνθετική δομή διαβάλλεται, με τρόπο που να δημιουργήσει μια "διάνοιχτη" αυλή, καθιστώντας το κτίριο μια κόγχη στο υφιστάμενο τοπίο. Ως μία "παύση", που εσωκλείει μέρος του υφιστάμενου τοπίου στη σχεδόν μονολιθική αρχιτεκτονική μορφή, επιτυγχάνεται η χωρική συναρμογή των επιμέρους λειτουργικών μονάδων σε άμεση συνάρτηση με την προσβασιμότητα και την ορατότητα στο χώρο. Στην ουσία, η "διάνοιχτη" εσωτερική αυλή επιτρέπει τη χωρική αποστασιοποίηση της δεύτερης αίθουσας διδασκαλίας από το χώρο αναμονής, επιτρέποντας ωστόσο την οπτική επαφή με αυτόν Με στόχο να εξευρεθεί η βέλτιστη συναρμογή των επιμέρους ενοτήτων, έγιναν διαγράμματα οπτικών πεδίων, διαμέσου του προγράμματος ανάλυσης του δομημένου περιβάλλοντος Depthmap, το οποίο βασίζεται στη θεωρία του συντακτικού του χώρου (Space Syntax Theory).

Περιγραφή κτιρίου - τεχνολογίες και επιλογή υλικών
Το κτίριο αναπτύσσεται σε ένα επίπεδο, παρέχοντας έτσι αμέριστη πρόσβαση σε άτομα με κινητικές δυσκολίες. Διαθέτει χώρο αναμονής, δύο αίθουσες διδασκαλίας, γωνίες "αυθόρμητης" μάθησης, γραφείο και χώρους υγιεινής. Κατασκευαστικά, το κτίριο υλοποιείται ως μία συμβατική κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα. Το κτιριακό κέλυφος αποτελείται από διπλή τοιχοποιία με διάκενα, τα οποία επενδύονται εξωτερικά με ολοκληρωμένο σύστημα θερμοπρόσοψης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές των κανονισμών. Στο κτιριακό κέλυφος, η σύνθεση των πλήρων και διάτρητων σημείων διαμορφώνεται σε σχέση με το επίπεδο οπτικής προσβασιμότητας, που απαιτείται στο κάθε χώρο. Πιο συγκεκριμένα, στους κοινόχρηστους χώρους και στους χώρους "αυθόρμητης" μάθησης, διαμορφώνονται περισσότερα ανοίγματα, τα οποία επιτρέπουν στο φυσικό φως να ρέει, ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνουν οπτικά τη "διάνοιχτη" αυλή στον εσωτερικό χώρο.
Όλοι οι χώροι χαρακτηρίζονται από καθαρές και λιτές γραμμές, με επιλεγμένα στοιχεία χρώματος, ξύλου και διαφάνειας. Κατά το σχεδιασμό, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη επιλογή των υλικών, με κίνητρο τη δημιουργία χώρων, οι οποίοι να έχουν πολλαπλές δυνατότητες χρήσης σε συνάρτηση με τις επιλογές του χρήστη (πιο ιδιωτικούς και απομονωμένους χώρους, πιο εκτεθειμένους, φωτεινούς και ανοιχτούς χώρους κ.ά.). Τα υλικά που κυριαρχούν, είναι το λευκό επίχρισμα, οι ξύλινες λεπτομέρειες, οι οποίες προσφέρουν μια αίσθηση ζεστασιάς αλλά και οικειότητας, και το στοιχείο της φύτευσης. Η βιβλιοθήκη, τα γραφεία, η φωτεινή επιγραφή στο εξωτερικό του κτιρίου, οι θύρες καθώς και άλλα στοιχεία του χώρου, σχεδιάστηκαν ειδικά για το συγκεκριμένο έργο.

Το οικόπεδο της μελέτης βρίσκεται στην πλαγιά ενός μικρού λόφου, σε ένα αρκετά γαλήνιο και φυσικό περιβάλλον στα Πηγαδάκια της Βούλας. Τα χαρακτηριστικά της τοποθεσίας και της κλίσης του οικοπέδου, σε συνδυασμό με το πολύ μικρό ποσοστό κάλυψης οδήγησαν στη στρατηγική ενός συμμετρικού όγκου. Τοποθετημένο στη νοτιοανατολική γωνία του οικοπέδου, το κτίριο αναπτύσσει τις επιμήκεις πλευρές του προς τις δύο θεάσεις, που το περιβάλλουν: τη θάλασσα και το βουνό.

Το κτίριο προσαρμόζεται στη μορφολογία του οικοπέδου, αλλά και στις απαιτήσεις τις γειτονιάς. Σχεδιάστηκε σύμφωνα με τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού, με στόχο την παροχή των βέλτιστων συνθηκών διαβίωσης για τους χρήστες του. Το κτιριολογικό πρόγραμμα αναπτύσσεται σε 5 επίπεδα (υπόγειο, ισόγειο, δυο όροφοι και στέγη) και περιλαμβάνει διαμερίσματα και βοηθητικούς χώρους (στάθμευση και αποθήκες). Συνολικά, αποτελείται από 6 διαμερίσματα: 2 διαμερίσματα στο ισόγειο, 2 διαμερίσματα στον πρώτο όροφο και δύο μεζονέτες, που αναπτύσσονται στο δεύτερο όροφο και στη στέγη. Χάρη στην έκκεντρη τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με το οικόπεδο, αφήνεται επαρκής ζώνη υπαίθριου χώρου προς ιδιωτική χρήση για τις ισόγειες κατοικίες. Ο κήπος -φυτεμένος στο μεγαλύτερο μέρος του- περιλαμβάνει υπαίθριο καθιστικό και κολυμβητικές δεξαμενές για τις ισόγειες κατοικίες.
Η υποχρεωτική απόσταση της οικοδομικής γραμμής από το όριο του δρόμου δίνει την ευκαιρία για τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης ανάμεσα στο κτίριο και στο δημόσιο χώρο. Κεντρικά αυτής της φυτεμένης ζώνης συναντάται και η κεντρική είσοδος. Δημιουργείται ένας εμβληματικός χώρος με φυσικά στοιχεία πρασίνου και νερού κατά μήκος της διαδρομής του επισκέπτη, ο οποίος οδηγεί στο κλιμακοστάσιο, που εξυπηρετεί τα διαμερίσματα. Μία βασική επιδίωξη της σύνθεσης ήταν να παραμείνει το κλιμακοστάσιο ανοικτό, ώστε να κατέχει μια περίοπτη θέση κεντρικά του κτιρίου και να αποτελέσει ένα πρωτότυπο μορφολογικό στοιχείο της όψης. Οι κοινόχρηστοι χώροι κίνησης στη συνέχεια του κλιμακοστασίου είναι κλειστοί, αλλά ιδιαίτερα φωτεινοί, καθώς πλαισιώνονται με υαλοστάσια στη νότια όψη τους, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα αισθητική φωτός κι ένα παιχνίδι ημιδιαφάνειας, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας.

Τα διαμερίσματα είναι ευρύχωρα και ικανά να καλύψουν τις ανάγκες μιας μέσης ή μεγάλης οικογένειας. Στο πλαίσιο της εσωτερικής διαρρύθμισής τους, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις οπτικές φυγές. Στους κοινόχρηστους χώρους (καθιστικό, κουζίνα, τραπεζαρία), η διευθέτηση των ανοιγμάτων έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε το εσωτερικό να ενοποιείται με το εξωτερικό και να επιτρέπεται η ταυτόχρονη θέα και στις δύο πλευρές του οικοπέδου. Ο χώρος λειτουργεί σαν ένα διαμπερές κάδρο του λόφου και της θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνονται ο φυσικός φωτισμός και αερισμός του. Οι χώροι των υπνοδωματίων προσανατολίζονται κατά το πλείστον προς το δυτικό τμήμα του κτιρίου, όπου δίνεται η δυνατότητα για μεγάλα ανοίγματα και απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα, ενώ όσοι χώροι τοποθετούνται προς τα ανατολικά έχουν θέα προς τον καταπράσινο λόφο.

Η αυστηρή γεωμετρία του κτιρίου διασπάται με τη χρήση των έρκερ, προσδίδοντας την αίσθηση μικρότερης κλίμακας, ως αποτέλεσμα της αρμονικής σύνθεσης καθαρών στερεών. Αυτό εντείνεται με τη διαφοροποίηση του υλικού στην εξωτερική τους όψη -αφού επενδύονται με ξύλο- εντάσσοντας έτσι το κτίριο στη χρωματική παλέτα του φυσικού περιβάλλοντός του. Στις εξωτερικές όψεις τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι λευκή και γκρι θερμοπρόσοψη, κουφώματα αλουμινίου ανθρακί χρώματος με διπλά υαλοστάσια χαμηλής εκπεμπτικότητας και deck εξωτερικού χώρου. Στο εσωτερικό επιλέγεται ακόμη μια φορά το ξύλο για το δάπεδο και για τις επενδύσεις κατακόρυφων επιφανειών, σε συνδυασμό με λευκό σοβά, ενώ στις κουζίνες κυριαρχεί η λευκή λάκα και το μάρμαρο.

Το αρχιτεκτονικό γραφείο MOUSTROUFIS ARCHITECTS ιδρύθηκε το 1986 από τους αρχιτέκτονες Νίκο και Γιώργο Μουστρούφη, με αντικείμενο τις αρχιτεκτονικές μελέτες, επιβλέψεις έργων και κατασκευές.
Το γραφείο έχει πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό έργων όπως κατοικίες, συγκροτήματα κατοικιών, κτίρια γραφείων, αθλητικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικά κτίρια, εμπορικά καταστήματα κ.α.
Σήμερα αποτελείται από ομάδα αρχιτεκτόνων μηχανικών, interior designers, σχεδιαστών, εργοδηγών και landscape designers με επικεφαλής τον Νίκο και Γιώργο Μουστρούφη. Από το 2015 την ομάδα του γραφείου όπου σήμερα απασχολεί 12 άτομα, συμπληρώνει ο Δημήτρης Μουστρούφης.
Ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος του έργου, οι αρχιτέκτονες δουλεύουν ανεξάρτητα ή σε συνεργασία.
Η αρχιτεκτονική του γραφείου παρέχει υψηλής ποιότητας μελέτη και κατασκευή που βασίζεται στην απλότητα, στην αρμονία των κτιριακών όγκων και υλικών, αλλά και στην άρτια λειτουργικότητα του έργου. Η λιτότητα, η συνέπεια, η ισορροπία, η ηρεμία, το φως, το μυστήριο, το στοιχείο της έκπληξης, είναι από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την αρχιτεκτονική του γραφείου.

H Façade δημιουργήθηκε το 2014 στην Πάτρα. Το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρίας αποτελείται από έμπειρους πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στα πεδία του σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής κτιρίων και εσωτερικών χώρων. Το εύρος των χαρακτηριστικών της εταιρίας περιλαμβάνει τις ανακαινίσεις κτιριακών συγκροτημάτων και τον επανασχεδιασμό εσωτερικών και εξωτερικών χώρων.
Η σύνθεση των ιδιαιτεροτήτων του χώρου και των ανθρωπίνων αναγκών, αποτελεί την ιδιαίτερη βάση της διαδικασίας σχεδιασμού στην εξέλιξη κάθε έργου. Διαδικασία, την οποία το ανθρώπινο δυναμικό της Façade αναπτύσσει και εξελίσσει σε ένα ελεύθερο πεδίο σκέψης και δημιουργίας.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.