Ο παλαιότερος τρόπος τοποθέτησης πλακών μαρμάρου και κεραμικών πλακιδίων ήταν η επικόλληση με ισχυρό τσιμεντοκονίαμα. Σήμερα ο τρόπος αυτός έχει περιοριστεί σε ελάχιστες εφαρμογές, κυρίως χαμηλού ύψους και επικρατέστερη είναι η ανάρτηση στην όψη με μηχανικά μέσα. Τόσο οι πλάκες μαρμάρου, όσο και τα κεραμικά πλακίδια, όταν πρόκειται να στερεωθούν με επικόλληση, θα πρέπει να επικολλώνται επάνω σε οπτοπλινθοδομή ή οπλισμένο σκυρόδεμα και όχι επάνω στη θερμομονωτική στρώση. Επίσης λόγω του γεγονότος ότι όταν επικολλώνται πρακτικά λειτουργούν ως φράγμα υδρατμών και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο συμπύκνωσης υδρατμών, θα πρέπει στο κέλυφος να τοποθετείται μία πρόσθετη στρώση προς τη θερμή πλευρά της διατομής του δομικού στοιχείου που θα λειτουργεί επίσης ως φράγμα υδρατμών και θα παρεμποδίζει την πορεία προς τα έξω των διαχεόμενων υδρατμών μέσω της μάζας του δομικού στοιχείου.
Γενικά όμως, η στήριξη των πλακών δεν συνιστάται να γίνεται μόνο με τσιμεντοκονίαμα ή άλλες τσιμεντούχες κόλλες αλλά και με μηχανικά μέσα (αγκύρια). Τα αγκύρια διακρίνονται αφενός σε ολόσωμα, τα οποία έχουν βάση έδρασης από το ίδιο το μέταλλο και αφετέρου σε ρυθμιζόμενα διαφόρων τύπων, που στερεώνονται με βύσματα στην οικοδομή. Η επιλογή του κατάλληλου τύπου αγκυρίων προσδιορίζεται από τη στατική μελέτη, από την επάρκεια αντοχής των στοιχείων της υποδομής που θα στηριχτούν αυτά, από την καθετότητα και την επιπεδότητα των όψεων, από τις αρχιτεκτονικές απαιτήσεις του έργου αλλά και από το πάχος της θερμομονωτικής ή/και ηχομονωτικής στρώσης. Όταν οι πλάκες επένδυσης τοποθετούνται με ανάρτηση σε μεταλλικό σκελετό συνιστάται η διαμόρφωση διακένου αερισμού, προκειμένου να εκτονώνονται οι διαχεόμενοι υδρατμοί και να αποφεύγεται το φαινόμενο σχηματισμού υγρασίας λόγω συμπύκνωσης επάνω σ' αυτές. Σ' αυτό το διάκενο τοποθετείται η θερμική μόνωση σε επαφή με το εσωτερικό κέλυφος, αφήνοντας τελικά ελεύθερο χώρο τουλάχιστον 30 mm.
Μεταξύ των πλακών επένδυσης διαμορφώνονται αρμοί που είτε μένουν ελεύθεροι (εφόσον οι πλάκες αλληλοεπικαλύπτονται με τη διαμόρφωση κατάλληλης πατούρας) είτε σφραγίζονται με ειδικό αρμοκονίαμα, ανθεκτικό στην ηλιακή ακτινοβολία, με σκοπό την προστασία τους από το νερό της βροχής.
Αυτή η προστασία μπορεί να επιτευχθεί και από την κατάλληλη διαμόρφωση της πατούρας στην άκρη των πλακών.
Η θέση της θερμομονωτικής στρώσης σε σχέση με τους αμείβοντες δημιουργεί τις ακόλουθες κατασκευαστικές παραλλαγές. Θερμομόνωση ανάμεσα στους αμείβοντες: Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στη διατήρηση της μόνιμης επαφής ανάμεσα στο θερμομονωτικό υλικό και στους αμείβοντες, ώστε να μειώνεται η επιφάνεια που λειτουργεί ως θερμογέφυρα. Θερμομόνωση ανάμεσα και κάτω από τους αμείβοντες: Η διατομή έχει βελτιωμένη θερμομονωτική –και ηχομονωτική– συμπεριφορά σε σύγκριση με την προηγούμενη λύση. Θερμομόνωση κάτω από τους αμείβοντες: Προσφέρει το πλεονέκτημα μιας ενιαίας θερμομονωτικής στρώσης, δίχως θερμογέφυρες στις περιοχές των αμειβόντων. Θερμομόνωση επάνω από τους αμείβοντες: Προστατεύει τη φέρουσα κατασκευή από τις εξωτερικές θερμικές επιβαρύνσεις ή διακυμάνσεις και την αφήνει ορατή στον εσωτερικό χώρο.
Για την προστασία του χωρου από την υγρασία γίνεται εξωτερικά κατασκευή απομάκρυνσης των νερών. Αυτή περιλαμβάνει λιθορριπή, στεγανωτικά φυλλα και διάτρητο σωλήνα απορροής των ομβρίων, που τα οδηγεί στο δίκτυο ομβρίων ή σε κατάλληλο αποδέκτη μακριά από το κτίριο. Για επαρκή υδατοστεγανότητα τοποθετείται διπλό ασφαλτόπανο γύρω από το τοιχίο του υπογείου, το θεμέλιο και το φρεάτιο φωτισμού του υπογείου. Το δάπεδο του φρετίου κατασκευάζεται με πατητό τσιμεντοκονίαμα πυκνότητας 650 kg/m³ με στεγανοποιητικό μάζας και με κλίση προς υδρορρόη, που οδηγεί τα όμβρια στο σωλήνα απορροής κάτω από το φρεάτιο.