Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951.
Σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα με κύρια ασχολία τη μελέτη και κατασκευή ιδιωτικών έργων. Δίδαξε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (2002-2005).
Έργα του έχουν δημοσιευτεί και εκτεθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2008 εξέδωσε το βιβλίο Λέξη + Εικόνα (εκδ. Εκκρεμές) με κείμενα και σχόλια πάνω στο έργο του.
Ως ενιαίο δομικό στοιχείο ένα πυροπροστατευτικό υαλοστάσιο –όπως ένα κούφωμα– οφείλει να παρουσιάζει ενιαίο δείκτη πυραντίστασης. Tα πυροπροστατευτικά υαλοστάσια αποτελούνται από δύο τουλάχιστον τζάμια, το διάκενο μεταξύ των οποίων έχει πληρωθεί με διαφανή θερμοδιογκούμενη ζελατινώδη ουσία. Mε την αύξηση της θερμοκρασίας θραύεται το τζάμι από την πλευρά της φωτιάς και το υλικό πλήρωσης μετατρέπεται σε θερμομονωτικό αφρό, ο οποίος καλύπτει και προστατεύει το τζάμι της άλλης πλευράς.
H πυραντίσταση εξασφαλίζεται ουσιαστικά από το υλικό πλήρωσης. Tο πάχος αυτής της στρώσης εξαρτάται από τις ιδιότητες του υλικού και τον επιθυμητό δείκτη πυραντίστασης του υαλοστασίου. H αποτελεσματικότητα μπορεί να βελτιωθεί με τη χρήση πυράντοχων τζαμιών. Eπίσης, με την αύξηση του αριθμού των επάλληλων τζαμιών –και αντίστοιχα των στρώσεων πλήρωσης, αλλά με πολύ μικρότερο πάχος– είναι δυνατό να παραχθούν πυροπροστατευτικά υαλοστάσια με σχετικά μικρό πάχος και ικανοποιητική θερμομόνωση, ηχομόνωση και αντίσταση στη μετάδοση της θερμότητας, καθώς και στη διέλευση καπνού. Για τις περισσότερες περιπτώσεις ο δείκτης πυραντίστασης 30 λεπτών θεωρείται ικανοποιητικός. Στα υαλοστάσια χρησιμοποιείται κατά κανόνα σκελετός από μέταλλο, αλουμίνιο ή χάλυβα και σπανιότερα από ξύλο. Τα μέταλλα χαρακτηρίζονται ως άκαυστα υλικά ενώ το ξύλο ως δύσκολα αναφλέξιμο. Τέλος, για την πλήρωση και τη σφράγιση των αρμών πρέπει να χρησιμοποιούνται υλικά με δείκτη πυραντίστασης εφάμιλλο με αυτόν του υαλοστασίου ή θερμοδιογκούμενων πυράντοχων (ορυκτοβάμβακας σε συνδυασμό με ειδικές μαστίχες ή σιλικόνες κτλ).
Οι μεταλλικές σχάρες αποτελούν μια ειδική κατηγορία βιομηχανικών δαπέδων, τα οποία στηρίζονται σε μεταλλικό σκελετό. Πρόκειται κατά κανόνα για προκατασκευασμένα στοιχεία που παρουσιάζουν σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως υψηλές μηχανικές αντοχές και διαμόρφωση κατάλληλης επιφάνειας για την κίνηση πεζών και τροχοφόρων.
Τα συνήθη υλικά κατασκευής είναι τα εξής:
• Ανοξείδωτος χάλυβας, ο οποίος χρησιμοποιείται σε ιδιαίτερα διαβρωτικό περιβάλλον ή για λόγους αισθητικής.
• Γαλβανισμένος μαλακός χάλυβας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλό κόστος.
• Κράματα αλουμινίου - μαγνησίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από χαμηλό βάρος.
Η τοποθέτηση των σχαρών γίνεται επάνω σε μεταλλικό σκελετό με ειδικούς μεταλλικούς γάντζους σύνδεσης ή μπουλόνια, ανάλογα με το είδος της σχάρας.
Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής τους, οι μεταλλικές σχάρες διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες:
• Διάτρητες σχάρες από μεταλλικά ελάσματα, η διατομή των οποίων αποτελείται συνήθως από ανοικτή κοιλοδοκό που διαμορφώνεται με πίεση. Πρόκειται για περαστές σχάρες που τοποθετούνται χωρίς ηλεκτροσύντηξη ή πρεσσάρισμα. Επιλέγονται κατά κανόνα για μικρές παραγγελίες με ποικιλία τελικών διαστάσεων. Διατίθενται και σχάρες με οδοντωτές διαμήκεις λάμες για πρόσθετη αντιολισθηρότητα.
• Ηλεκτροπρεσαριστές σχάρες, κατασκευασμένες από ηλεκτροπρεσαριστές ράβδους, οι οποίες είναι συγκολλημένες σε κάθε κόμβο και διαμορφώνουν έναν ορθογωνικό ή τετραγωνικό κάνναβο. Πρόκειται για στοιχεία με μεγάλη ακαμψία, σταθερότητα και βέλτιστη διανομή φορτίων.
• Πρεσαριστές σχάρες, κατασκευασμένες από μεταλλικές ράβδους που τοποθετούνται κάθετα μεταξύ τους, υπό πίεση, διαμορφώνοντας έναν κάνναβο, ανάλογο με εκείνον των ηλεκτροπρεσαριστών πλακών. Χαρακτηρίζονται από γρήγορη, οικονομική και ποιοτική παραγωγή, χωρίς συγκόλληση στους κόμβους, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα παραγωγής πολύ στενών φατνωμάτων. Αποτελούν την πλέον κατάλληλη επιλογή για αρχιτεκτονικές εφαρμογές.