Τα διαμερίσματα βρίσκονται στο κέντρο του οικισμού της Ύδρας δίπλα στον Καθεδρικό Ναό και μόλις 100 m από το λιμάνι. Η πρόσβαση σε αυτά πραγματοποιείται από το κύριο ανηφορικό μονοπάτι του νησιού, που συνδέει το λιμάνι με το μοναστήρι Προφήτης Ηλίας, κοντά στην κορυφή Έρος του βουνού της Ύδρας.
Τα διαμερίσματα φιλοξενίας διαμορφώνονται σε δύο υφιστάμενα σε επαφή κελύφη, κατασκευασμένα περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής, με εξωτερικούς πέτρινους τοίχους, ξύλινες δίρριχτες κεραμοσκεπείς στέγες και υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης βρόχινου νερού.
Έχουν επιμήκη κάτοψη με προσανατολισμό από ανατολή προς δύση, διαστάσεων 4,5 Χ 15 m έκαστο, συνολικού μεικτού εμβαδού 140 m και ύψους ανωδομής περίπου 6 m. Τα μοναδικά ανοίγματα στην κύρια ανατολική και στην πίσω δυτική όψη τους, αλλά και ο περίκλειστος ακάλυπτος χώρος των 45 m στη δυτική πλευρά προσδίδουν έναν εσωστρεφή χαρακτήρα στον εσωτερικό χώρο.
Ως κεντρικός στόχος της αρχιτεκτονικής προσέγγισης τέθηκε η ανάδειξη των χαρακτηριστικών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των κτισμάτων, ως ιδιαίτερων τύπων της, σε συνδυασμό με την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών ενός άρτιου σημερινού συγκροτήματος φιλοξενίας.
Τα κτίρια επιμερίστηκαν σε δύο ίσα τμήματα κατά την έννοια του μήκους, προκειμένου να δημιουργηθούν 4 διώροφα διαμερίσματα των 70 m², προσπελάσιμα από τον κύριο παρακείμενο άξονα πεζών. Στο κεντρικό τμήμα του συνολικού μήκους των πτερύγων διαμορφώθηκαν οι βοηθητικοί χώροι (κουζίνες, λουτρά, ντουλάπες, σκάλες), ενώ στις άκρες του, χωροθετήθηκαν το καθιστικό στο ισόγειο και τα υπνοδωμάτια στον όροφο, εξασφαλίζοντας επαρκή φυσικό φωτισμό.
Δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή για την επιτυχία διακριτής χωρικής ταυτότητας στο κάθε διαμέρισμα. Στα δύο ανατολικά, που βλέπουν στον κεντρικό πεζόδρομο, ο όροφος αντιμετωπίζεται σαν πατάρι σε υποχώρηση, επιτρέποντας στον επισκέπτη ή στον περαστικό την αντίληψη του διώροφου χώρου στο σύνολό του. Στα δύο δυτικά διαμερίσματα μεγάλη έμφαση δίνεται στην κατά μήκος σύνδεση του ισόγειου χώρου με τις υπαίθριες αυλές τους ως ιδιαίτερου στοιχείου τους. Οι αυλές αντιμετωπίζονται ως προστατευμένοι από τα γειτονικά κτίρια μικροί χώροι ανάπαυλας και ησυχίας, αποτελώντας φυσική συνέχεια του εσωτερικού χώρου.
Σε ό,τι αφορά στον εσωτερικό διάδρομο προσπέλασης στα διαμερίσματα, αυτός διαμορφώθηκε ως σημαντικό στοιχείο προβολής του εσωτερικού χώρου του συγκροτήματος στον πλακόστρωτο πεζόδρομο, μέσα από το σχεδιασμό του ως ημιυπαίθριου με ανάλογη μεταχείριση των υλικών και του τεχνητού φωτισμού.
Γενικότερα, ο τεχνητός φωτισμός των διαμερισμάτων αποτέλεσε επίσης σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής μελέτης με κύριο στόχο την ανάδειξη των επί μέρους περιοχών τους και των χωρικών χαρακτηριστικών τους (καθιστικά, γωνιές ύπνου, λουτρά, κουζίνες, σκάλες), ενισχύοντας την απαραίτητη διακριτή ατμόσφαιρα που συνοδεύει την κάθε μια από αυτές. Παράλληλα επιδιώχθηκε η ανάδειξη της αντίθεσης της ιστορικότητας των κελυφών σε σχέση με το σύγχρονο χαρακτήρα των νέων διαμορφώσεων.

 

Το συγκρότημα των τριών εξοχικών κατοικιών αναπτύσσεται σε μία πλαγιά με έντονη κλίση, βορειοανατολικό προσανατολισμό και ανεμπόδιστη θέα προς την περιοχή της Ασίνης και τη θάλασσα.
Οι τρεις κατοικίες σχεδιάστηκαν στην πλαγιά αμφιθεατρικά, συνδυάζοντας υπέργεια και υπόσκαφη δόμηση, με στόχο την πλήρη ένταξη στο φυσικό τοπίο και την ανεμπόδιστη θέα όλων των χώρων των κατοικιών.
Στο άνω μέρος του οικοπέδου στο φυσικό, υπάρχον πλάτωμα τοποθετήθηκε η υπέργεια Κατοικία 1. Πρόκειται για μια ισόγεια κατοικία, η οποία ορίζεται από 2 διακριτούς όγκους, που διαχωρίζονται μεταξύ τους από ένα αίθριο με φύτευση .
Ο όγκος με τη δίρριχτη στέγη, αποτελεί τον ενιαίο χώρο που φιλοξενεί τους χώρους διημέρευσης, ενώ ο δεύτερος όγκος, που τοποθετείται κάθετα στον πρώτο, περιλαμβάνει 2 υπνοδωμάτια με τα λουτρά τους.
Στη μέση του οικοπέδου, αρκετά χαμηλότερα από την υπέργεια κατοικία και ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο οργανώνεται η υπόσκαφη Κατοικία 2 και ακόμη χαμηλότερα, η Κατοικία 3 εκμεταλλεύεται τις έντονες κλίσεις στο σημείο αυτό και εντάσσεται στο φυσικό τοπίο , παραμένοντας και αυτή εξολοκλήρου υπόσκαφη.
Οι 2 υπόσκαφες κατοικίες αποτελούνται από δύο τμήματα, που διαχωρίζονται μεταξύ τους από ένα αίθριο. Το ένα υπόσκαφο τμήμα φιλοξενεί σε έναν ενιαίο χώρο την είσοδο και τους χώρους διημέρευσης, ενώ στο άλλο υπόσκαφο τμήμα, υποβιβασμένο κατά 1.00 m, οργανώνονται τα υπνοδωμάτια και τα λουτρά. Η κατοικία 3 διαθέτει επιπλέον έναν ανεξάρτητο, υπόσκαφο ξενώνα σε ακόμη χαμηλότερη στάθμη .
Τα λουτρά και οι Κουζίνες οργανώνονται στο πίσω μέρος, ενώ για το φυσικό φωτισμό και αερισμό τους έχουν σχεδιαστεί κατακόρυφοι δίοδοι .
Τα δώματα τους σκεπασμένα και φυτεμένα με χώμα, προσφέρουν μόνωση και εναρμόνιση με το φυσικό τοπίο. Οι πισίνες και οι εξωτερικοί πλακόστρωτοι χώροι του συγκροτήματος αναπτύσσονται παράλληλα με τις 3 κατοικίες σε άμεση επαφή με τους χώρους διημέρευσης, έχοντας θέα στη θάλασσα.
Όλοι οι χώροι των κατοικιών έχουν άμεση πρόσβαση στην ύπαιθρο και στους διαμορφωμένους εξωτερικούς χώρους, μέσω μεγάλων κουφωμάτων. Την επιλογή μεγάλων υαλοστασίων, επέτρεψε άλλωστε και ο βορειοανατολικός προσανατολισμός των κτισμάτων.
Το συγκρότημα μελετήθηκε με γνώμονα τη δημιουργία λιτών και καθαρών όγκων.
Τα κτίσματα παραμένουν ισόγεια και εντάσσονται στο φυσικό τοπίο.
Ο συνδυασμός υπέργειων και υπόσκαφων κτισμάτων, βατών δωμάτων και στεγών, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο και ενδιαφέρον σύνολο, ήπια ενταγμένο στο περιβάλλον του.
Οι πέτρινοι -κατά τμήματα- τοίχοι, το σύστημα εξωτερικής θερμομόνωσης και τα φυτεμένα δώματα, διατηρούν τις κατοικίες δροσερές το καλοκαίρι και ζεστές τον Χειμώνα. Φυσικός κλιματισμός επιτυγχάνεται επιπλέον με τα κατάλληλα τοποθετημένα ανοίγματα σε κάθε χώρο και τις κατακόρυφες διόδους φωτισμού - αερισμού.
Ο περιβάλλοντας χώρος διαμορφώνεται με πλακοστρωμένα πλατώματα και τοίχους αντιστήριξης από πέτρα, ενώ παλαιά ελαιόδεντρα, κυπαρίσσια αλλά και νέα φύτευση ολοκληρώνουν το φυσικό τοπίο.

 

Ο Francis Kéré –αρχιτέκτονας, εκπαιδευτικός, κοινωνικός ακτιβι¬στής– είναι ο νικητής του βραβείου αρχιτεκτονικής Pritzker για το 2022. Γεννημένος στην Μπουρκίνα Φάσο, είναι βραβευμένος με το βραβείο "Aga Khan" το 2004 και έχει σχεδιάσει το διάσημο περίπτερο Serpentine Pavilion το 2017. Είναι ο πρώτος Αφρικανός που κερδίζει το συγκεκριμένο βραβείο, το οποίο θεσπίστηκε το 1979 κι έκτοτε θεωρείται η μεγαλύτερη διάκριση στον τομέα της αρχιτεκτονικής.
Απέκτησε την πρώτη αίσθηση του αρχιτέκτονα από την παιδική του τάξη, που δεν είχε αερισμό και φως, αλλά και από ένα μικρό, με λίγο φως, αλλά ασφαλή χώρο, μέσα στον οποίο η γιαγιά του του έλεγε ιστορίες. Το 1998 ίδρυσε το ίδρυμα "Kéré" για να συγκεντρώσει χρή¬ματα και να υπερασπιστεί το δικαίωμα των παιδιών σε μια άνετη τάξη. Το πρώτο του κτίριο, το δημοτικό σχολείο "Gando", το 2001, χτίστηκε από και για τους ντόπιους, οι οποίοι κατασκεύασαν κάθε μέρος του με το χέρι, με οδηγό τις "εφευρετικές μορφές εγχώριων υλικών και τη σύγχρονη μηχανική" του αρχιτέκτονα. Ξεκίνησε το δικό του γραφείο Kéré Architecture, στο Βερολίνο της Γερμανίας, το 2005. Με πρώτη ύλη τοπικά υλικά αντί για εισαγόμενα, το γραφείο του Kéré Architecture προτείνει ένα διαφορετικό όραμα αρχιτεκτονικής, που ανταποκρίνεται στην κλιματική κρίση.
Άλλα βραβεία, με τα οποία έχει τιμηθεί, είναι το "Cité de l' Architecture et du Patrimoine" για τη βιώσιμη αρχιτεκτονική (2009), το "BSI Swiss Architectural Award" (2010), τα "Global Holcim Awards Gold" (2012, Ζυρίχη, Ελβετία), το "Schelling Architecture Award" (2014), το "Memorial Prize Arnold W Brunner" από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών & Γραμμάτων (2017) και το "Μετάλλιο του Ιδρύματος Thomas Jefferson" (2021).
Ολόκληρο το έργο του Francis Kéré δείχνει τη δύναμη της υλικότη¬τας, που έχει τις ρίζες από τον τόπο του. Τα κτίριά του έχουν άμεση σχέση με τις κοινότητες που θα τα κατοικήσουν όσον αφορά στην κατασκευή τους, στα υλικά τους, στα προγράμματά τους, αλλά και στους μοναδικούς χαρακτήρες τους. Ακόμη, υπενθυμίζει τον απαραί¬τητο αγώνα για την αλλαγή των μη βιώσιμων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, με διαρκή προσπάθεια παροχής επαρκών κτιρίων και υποδομών για δισεκατομμύρια ανθρώπους που έχουν ανάγκη, με αναφορά στις παραδόσεις, στις ανάγκες και στα έθιμα κάθε χώρας.

 

Το αρχιτεκτονικό γραφείο doxiadis+ σχεδίασε ένα σύγχρονο πάρκο πραγματοποιώντας το όραμα της εταιρείας "Lamda Development" και ολοκληρώνοντας έτσι το πρώτο έργο στην περιοχή του Ελληνικού. Σύμφωνα και με τον ιδρυτή των doxiadis+ Θωμά Δοξιάδη, το "Experience Park" έχει στον πυρήνα την έννοια της συμβίωσης, δηλαδή την ικανοποίηση των αναγκών τόσο του ανθρώπου, όσο και της φύσης, ώστε και οι δύο κόσμοι να είναι υγιείς και να αλληλοσυμπληρώνονται σε ένα πλαίσιο αρμονικής συνύπαρξης, εξασφαλίζοντας έτσι τη μελλοντική ευημερία του πλανήτη.
Βασισμένο σε βιοφιλικές αρχές σχεδιασμού, το νέο πάρκο στο Ελληνικό, έκτασης 75 στρεμμάτων, αποτελεί μέρος του Μητροπολιτικού Πάρκου του Ελληνικού, στο χώρο του πρώην διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας, όπου δεσπόζουν τα τρία υπόστεγα της Πολεμικής Αεροπορίας, τα οποία είναι χαρακτηρισμένα από το Υπουργείο Πολιτισμού ως νεότερα μνημεία. Περιλαμβάνει περισσότερα από 500 δέντρα και 50.000 φυτά, τέσσερις πλατείες, και τέσσερις διαφορετικές περιοχές πρασίνου. Το πάρκο διατηρεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα όμορφα στοιχεία του αεροδρομίου, τόσο τα φυσικά, όσο και τα δομημένα, δημιουργώντας ένα πλαίσιο διαλόγου, ανάδειξης και ανακάλυψης των επί μέρους χαρακτηριστικών του.
Η μοναδικότητα του έργου είναι εμφανής από τη διαχείριση του εδάφους, το οποίο διατηρείται και εμπλουτίζεται για να γίνει πιο γόνιμο, ενώ τα φυτά και τα δέντρα παραμένουν και συμπληρώνονται με ιθαγενή, που φανερώνουν την ομορφιά της αττικής φύσης. Τα παλαιά δάπεδα διατηρούνται σε μεγάλο μέρος και αναδεικνύονται με φροντίδα, ενώ κομμάτια που αφαιρούνται μετατρέπονται σε μικρές εκπλήξεις. Τέλος, μικρά, νέα κτίρια κατασκευάζονται από ελαφρά και οικολογικά υλικά, μειώνοντας έτσι τις εκπομπές άνθρακα από την κατασκευή του πάρκου, μέσω της μέγιστης δυνατής επανάχρησης και φροντίζοντας αυτό να είναι λειτουργικό και σε θερμότερο κλίμα.
Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο του νερού, μελετημένο σε συνεργασία με την εταιρεία "Fontana Fountains", ενώ η παιδική χαρά αποτελεί έναν διαφορετικό για τα δεδομένα πόλο έλξης για μικρούς και μεγάλους.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ;

Το ξύλο είναι ένα φυσικό υλικό, θερμομονωτικό, με μεγάλη αισθητική αξία, διαθέσιμο σε πολλούς συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίασης, "ζεστό" με ιδιαίτερη αίσθηση στην αφή, με εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες, καθώς επίσης, οικολογικό και ανανεώσιμο. Γενικότερα, τόσο σε εξωτερικές, όσο και εσωτερικές εφαρμογές, σε κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους, σε χώρους διασκέδασης και αναψυχής, το ξύλο χρησιμοποιείται πάρα πολύ. Τα διαθέσιμα είδη ξυλείας στην αγορά –σήμερα κυρίως εισαγόμενα– είναι πολλά και η επιλογή του κατάλληλου τύπου ανά εφαρμογή είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Αειφόρος σχεδιασμός, νέα υλικά και προηγμένη τεχνολογία συνθέτουν τη δημιουργία της οργανικής μορφής του νέου τροπικού θερμοκηπίου του πανεπιστημίου Aarhus της Δανίας. Ο χαρακτηριστικός διαφανής θόλος είναι κατασκευασμένος με "μαξιλάρια" αέρα από φθοροπολυμερή φύλλα (ΕΤFΕ ethylene tetrafluoroethylene), που εσωτερικά φέρουν σύστημα σκίασης. Το πολυμερές ΕΤFΕ συγκρινόμενο με το γυαλί, έχει μόλις το 1% του βάρους του, επιτρέπει τη διέλευση περισσότερου φωτός, είναι καλύτερο μονωτικό και η εγκατάστασή του κοστίζει 24% - 70% λιγότερο. Είναι επίσης ελαστικό (ικανό να αντέξει 400 φορές το βάρος του, με μια κατ' εκτίμηση διάρκεια ζωής 50 ετών), αυτοκαθαριζόμενο (οι ρύποι γλιστρούν στην αντικολλητική επιφάνειά του) και ανακυκλώσιμο. Στη νότια πλευρά του κτιρίου, τα μαξιλάρια κατασκευάστηκαν από τρεις επάλληλες στρώσεις / φύλλα, τα δύο εκ των οποίων φέρουν ένα τύπωμα. Μέσω αλλαγών στην πίεση, οι σχετικές θέσεις των τυπωμένων φύλλων μπορεί να ρυθμιστούν. Έτσι, μπορεί να μειώθει ή να αυξήθει η διαύγεια των μαξιλαριών, αλλάζοντας την εισροή φυσικού φωτός και θερμότητας στο εσωτερικό του θερμοκηπίου.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ: C.F. MØLLER ARCHITECTS

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: KRISTIN MENGEL

0 moller thermokipio

Με τη γεωμετρία της, η κατοικία ̎Sunflower House̎ συγκεντρώνει μια πληθώρα διαφορετικών θεάσεων και δημιουργεί ξεχωριστούς χώρους, οι οποίοι ενοποιούνται για την πληρότητα του έργου.

Φωτογραφίες: Sandra Pereznieto

Βασικές αρχές σχεδιασμού κατά την ανακαίνιση της κατοικίας Mas Nil στην Ισπανία αποτέλεσαν η διατήρηση της υφιστάμενης κατασκευής πέτρας και ξύλου, με τεχνικές ενίσχυσης, σε γήινες αποχρώσεις.
Φωτογραφία: Jose Hevia

Το αρχιτεκτονικό γραφείο Zaha Hadid Architects δημιούργησε μία εικονική πόλη στο ανερχόμενο μετασύμπαν εικονικών κόσμων ″metaverse″, με το όνομα ″Liberland Metaverse″, ενός αυτοαποκαλούμενου μοναρχικού μικροκράτους, το οποίο διεκδικεί ένα τεμάχιο γης στη δυτική όχθη του ποταμού Δούναβη, ανάμεσα στην Κροατία και στη Σερβία.
Η ″Liberland Metaverse″ θα λειτουργεί ως ελεύθερο βασίλειο εικονικής πραγματικότητας, ενώ οι άνθρωποι θα μπορούν να εισέλθουν σε αυτήν και να μπουν σε ψηφιακά κτίρια, που σχεδιάστηκαν από τους ΖΗΑ, όπως ένα δημαρχείο, μία πλατεία και ένα εκθεσιακό κέντρο, ως άβαταρ. Όλα τα κτίρια αυτής της ψηφιακής πόλης έχουν καμπυλωτές γραμμές και στρογγυλεμένες γωνίες, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ZHA. Στο μέλλον και άλλοι αρχιτέκτονες θα σχεδιάσουν κτίρια για το ψηφιακό βασίλειο.
Ο επικεφαλής των ZHA, Patrik Schumacher σχεδίασε την ψηφιακή πόλη με παραμετροποίηση, έναν τύπο λογισμικών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία αρχιτεκτονικών μορφών. Το ψηφιακό σύμπαν metaverse θα λειτουργήσει έτσι ως καταλύτης για το παραμετρικό σχέδιο, με διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας στον αστικό σχεδιασμό των εικονικών χώρων. Σύμφωνα με τον Schumacher, η ″Liberland Metaverse″ θα μπορούσε να γίνει το πρότυπο για την πραγματική παρουσία του μικροκράτους, καθώς ο ρεαλιστικός σχεδιασμός και η φωτορεαλιστική απεικόνιση στη σύλληψη της εικονικής πόλης επιτρέπει τη μετέπειτα εφαρμογή των σχεδιασμένων metaverse χώρων στην πραγματική πόλη, σε όποια έκταση αυτό είναι επιθυμητό.
Ανάμεσα στα βασικά πλεονεκτήματα των εικονικών περιβάλλοντων είναι η παγκόσμια προσβασιμότητα και η προσαρμοστική, παραμετρική πλαστικότητά τους, ενώ γίνεται σαφές και από το ίδιο το γραφείο, ότι οι φυσικοί χώροι θα συνυπάρχουν πάντα με τους εικονικούς και ότι η συγχώνευσή τους θα συνεχίσει να ενισχύεται.

Πρόκειται για ένα έργο που έχει προκύψει από το 1ο βραβείο στο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, δύο φάσεων, που προκήρυξε η Κυπριακή Δημοκρατία το 2016. Στην πρώτη φάση του διαγωνισμού ανάμεσα σε 129 συμμετοχές προκρίθηκαν 7 γραφεία, ενώ στη δεύτερη δόθηκαν 3 βραβεία από την 9μελή επιτροπή του διαγωνισμού στην οποία συμμετείχαν ο Sir Peter Cook και ο Ηλίας Ζέγγελης.
Το αρχιτεκτονικό γραφείο xza architects έλαβε το Α’ Βραβείο, σε ένα εμβληματικό έργο, όχι μόνο για την ανάδειξη της Κυπριακής Αρχαιολογίας και των συλλογών της διεθνώς, αλλά αφορά και έναν ευρύ αστικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη και προβολή της Λευκωσίας.
Το 2019, το Κυπριακό Δημόσιο ανέθεσε στην αρχιτεκτονική ομάδα του 1ου Βραβείου την εκπόνηση της πλήρους μελέτης του Νέου Κυπριακού Μουσείου (Προμελέτης, Τελικής μελέτης και Μελέτης Εφαρμογής). Απαιτήθηκε ο συντονισμός από τον Αρχιτέκτονα 22 συνολικά μελετητικών ομάδων διαφόρων ειδικοτήτων, από την Κύπρο, την Ελλάδα και την Ευρώπη, ώστε να καλυφθεί με πληρότητα το εύρος όλων των απαιτούμενων ειδικών μελετών του έργου. Από το τέλος του 2021, το έργο βρίσκεται σε δημοπράτηση, οδεύοντας στην υλοποίησή του.
Το νέο μουσείο πρόκειται να φιλοξενήσει τις εξαιρετικά σημαντικές συλλογές της κυπριακής αρχαιολογίας, συμβάλλοντας στη διεθνή ανάδειξη της ιστορίας και του Κυπριακού πολιτισμού.

Λειτουργικό πρόγραμμα
Το κτίριο, επιφάνειας περίπου 27.000 m2, με υπαίθριες και αστικές διαμορφώσεις (23.000 m2) και προϋπολογισμού 102.000.000 €, περιλαμβάνει, πέρα από τις μόνιμες εκθέσεις (7.500 m2), χώρους περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών εργαστηρίων, εστιατόριο-καφέ, εργαστήρια συντήρησης, αποθήκες αρχαιολογικού υλικού, βιβλιοθήκη, αμφιθέατρο 300 θέσεων, χώρο 380 θέσεων στάθμευσης καθώς και τη διαμόρφωση μιας μεγάλης υπαίθριας έκτασης που αρχίζει μπροστά από το Κυπριακό Κοινοβούλιο και εκτείνεται μέχρι τον Πεδιαίο Ποταμό.
Πρώτη προσέγγιση
Η ιδιαιτερότητα ενός αρχαιολογικού μουσείου είναι ότι φιλοξενεί έναν κόσμο που έρχεται από τα σπλάχνα της γης. Με αυτή την αξία τα ανακάλυψαν ξανά οι άνθρωποι, σκάβοντας τη γη για να βρουν την ταυτότητά τους. Ποιο πρέπει να είναι το νέο περιβάλλον για κάτι που έρχεται ξανά στο φως; Η μελέτη προτείνει να ανασηκωθούν από το έδαφος και να δηλώσουν την παρουσία τους στους σύγχρονους ανθρώπους.

Συνθετικές χειρονομίες
Η πρόθεση να αναδειχθούν τα αρχαιολογικά ευρήματα από την ανασκαφή και το παρελθόν στο φως και στον ενεστώτα χρόνο, οδήγησε στην ανύψωση του μουσείου, επιτρέποντας να ελευθερωθεί το ισόγειο και να αποδοθεί στην πόλη. Δημιουργείται έτσι μια νέα χωρική στρωματογραφία, που αποτελείται από τρεις οριζόντιες ζώνες. Η ανώτερη ζώνη αφορά το αιωρούμενο σώμα του μουσείου, Memory layer. Η ενδιάμεση ζώνη υποδέχεται την πόλη, City layer. Στην κάτω ζώνη, River layer, οργανώνεται μια μικρή κάτω πόλη, συγκεντρώνοντας τις καθημερινές λειτουργίες του κτιρίου.

Εξέλιξη σχεδιασμού
Οι υπερυψωμένοι όγκοι παρακολουθούν τις μακρές φυγές του περιβάλλοντος και πλάθονται για να προσαρμοστούν στο τριγωνικό οικόπεδο και στις γειτνιάσεις. Τα διαμήκη κενά μεταξύ τους επιτρέπουν τις φυγές ανάμεσα στην πόλη και το ποτάμι. Το βιοκλιματικό στέγαστρο ορίζει τον κενό χώρο και την είσοδο του κτιρίου.
Η υπερύψωση των όγκων επιτρέπει να ελευθερωθεί το επίπεδο του εδάφους για να διαμορφωθεί ο μεγάλος δημόσιος χώρος της πόλης.

Α’ Ισόγειο L0
Στο πρώτο επίπεδο, το επίπεδο της Πόλης, μια αλληλουχία διαβαθμισμένων ποιοτήτων επιτρέπει τη βίωση του κτιρίου με διαφορετικούς τρόπους. Αρχίζει με την Κεντρική πλατεία, συνεχίζει με την υπαίθρια περιοχή της στεγασμένης εισόδου που εξελίσσεται σε ένα κατακόρυφο αίθριο. Η είσοδος ανάμεσα σε δύο αίθρια επιτρέπει τις φυγές μέχρι τη φυτεμένη πλατφόρμα των υπαίθριων εκθέσεων, που καταλήγει στο νέο πάρκο του ποταμού.

Β’ Ισόγειο Β1
Στο δεύτερο επίπεδο, το επίπεδο του Ποταμού, μια μικρή ισόγεια πόλη συσπειρώνεται γύρω από το αίθριο του μουσείου, που εκβάλλουν το εστιατόριο, οι περιοδικές εκθέσεις και η βιβλιοθήκη. Αυτό εκτείνεται με τον δρόμο των Λειτουργών, που τον πλαισιώνουν η Διοίκηση και το Τμήμα Αρχαιοτήτων, προς το ποτάμι. Ενώ τα Εργαστήρια σε μια πιο ήσυχη και προστατευμένη περιφέρεια με διαμπερή φυσικό φωτισμό και δικές τους μικρές ημιυπαίθριες αυλές έχουν την καθημερινότητά τους. Στο κέντρο ο εκπαιδευτικός κήπος των παιδιών. Περίπατοι και πολιτιστικές διαδρομές φτάνουν μέχρι την κοίτη του ποταμού.

Η προσβασιμότητα είναι μελετημένη τόσο από τους ποδηλατοδρόμους όσο και από τα υπαίθρια και υπόγεια πάρκινγκ, ώστε το κτίριο να προσεγγίζεται απρόσκοπτα από τους επισκέπτες, την τροφοδοσία και της βοηθητικές υπηρεσίες εξυπηρέτησης.

Χώροι Μόνιμης Έκθεσης L1-L2
Το περιεχόμενο της μόνιμης έκθεσης καθόρισε την αρχιτεκτονική πρόταση διαχωρίζοντας τρεις χωρικές και νοηματικές ενότητες, που υλοποιούνται σε τρείς διακριτούς γλυπτικούς όγκους: ο Τόπος (η Προϊστορία) εστιάζει στη σχέση των πρώτων κατοίκων με τη γη και τους πόρους της, η Θάλασσα (το άχρονο ενδιάμεσο) διηγείται την αδιάληπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο και ο Κόσμος (οι Ιστορικοί χρόνοι) εστιάζει στις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους μεσογειακούς πολιτισμούς.

Η έκθεση εξελίσσεται ανά όγκο, στο ισόγειο και στο πατάρι του. Η πρόταση προσφέρει έναν ευέλικτο εκθεσιακό όγκο, και όχι μόνο μια κάτοψη, που διαβαθμίζεται στην ανθρώπινη κλίμακα με την χρήση των παταριών και εκμεταλλεύεται το κέλυφος, τους τοίχους και τα δάπεδα για την ανάπτυξη πολύμορφων μέσων της αφήγησης.
Απαιτήθηκε μακρά και έντονη συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου, ώστε να καταλήξουν τα θέματα των αρχαιολογικών συλλογών και της μόνιμης Έκθεσης (~6000 εκθέματα) για την ολοκλήρωση της Μουσειολογικής και Μουσειογραφικής μελέτης. Ταυτόχρονα, στενή συνεργασία με τους Συντηρητές του Τμήματος, ώστε να καθοριστούν οι σύνθετες προδιαγραφές και ο εξοπλισμός των Εργαστηρίων Συντήρησης.
Σχετικά με το στατικό σχεδιασμό, οι όγκοι του μουσείου αιωρούνται πάνω από το έδαφος στηριζόμενοι σε δύο ακραίους ισχυρούς πυρήνες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποφεύγονται τα ενδιάμεσα υποστυλώματα και το ισόγειο να αποδίδεται στην πόλη ελεύθερο για να φιλοξενήσει κάθε δραστηριότητα. Παράλληλα, οι εκθεσιακοί χώροι, ελεύθεροι από υποστυλώματα, επιτρέπουν την άνετη και ευέλικτη διάταξη του περιεχομένου των εκθέσεων, διευκολύνοντας την όποια αναπροσαρμογή. Φανταστήκαμε μία γέφυρα επικοινωνίας, και στατικά, ως κτίριο-γέφυρα τελικά έχει επιλυθεί το κτίριο. Η κιβωτοειδής μορφή, χρησιμοποιεί όλο το ύψος της όψης (εμφανές σκυρόδεμα υπόλευκης απόχρωσης) ως στατικό φορέα.
Ο βιοκλιματικός - ενεργειακός σχεδιασμός του κτιρίου αξιοποίησε τα κλιματικά δεδομένα με έμφαση στο φυσικό δροσισμό του κτιρίου και τη δημιουργία σκιασμένων και δροσερών χώρων στο άμεσο περιβάλλον του μουσείου. Το βιοκλιματικό στέγαστρο, το θερμομονωμένο κέλυφος των όγκων, ένα φωτοβολταϊκό σύστημα μεγάλης αποδοτικότητας και ένα μηχανολογικό σύστημα προοδευτικής παρακολούθησης των μεταβολών του περιβάλλοντος ενισχύουν την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου, ώστε να ανταποκρίνεται στην κατηγορία του “σχεδόν μηδενικού ενεργειακού αποτυπώματος” σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας.
Επίσης, αντιμετωπίστηκαν επισταμένως τα θέματα προστασίας της περιοχής του έργου έναντι πλημμυρικών φαινομένων του Πεδιαίου ποταμού σε βάθος 200ετίας. Συγχρόνως κοινή συνισταμένη όλων των σταδίων μελέτης υπήρξε η προσπάθεια συγκράτησης του συνολικού κόστους του έργου στα καθορισμένα πλαίσια της Σύμβασης.
Πρόθεση του σχεδιασμού ήταν να συντεθεί ένα κτίριο σύγχρονο και καινοτόμο που θα αποτελέσει μια αναζωογονητική χειρονομία προς την πόλη της Λευκωσίας, θα γεννήσει νέα περιβάλλοντα, θα αποδώσει ένα σημαντικό δημόσιο χώρο και ίσως με την πάροδο του χρόνου δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό και πολιτιστικό πόλο στο κέντρο της πόλης.

 

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.