Αφετηρία του σχεδιασμού αποτέλεσε η πρόθεση των αρχιτεκτόνων να εκμεταλλευτούν το εξαιρετικό κλίμα της Κύπρου ώστε να καταργήσουν τα όρια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και να μετατρέψουν την κίνηση στο χώρο σε μια βιωματική εμπειρία στην οποία η πλούσια εξωτερική βλάστηση και οι τοπιοτεχνημένες επιφάνειες να αποτελούν μια προέκταση και ενεργό κομμάτι του εσωτερικού. Κάθε αρχιτεκτονική κίνηση και κάθε οικοδομική λεπτομέρεια γινόταν με πυξίδα αυτή την τελική (ή αρχική) πρόθεση.
Οι άξονες της κίνησης μετατρέπονται στους άξονες σχεδιασμού του κτηρίου. Ήδη από το δρόμο, η ευθύγραμμη κίνηση του επισκέπτη μετατρέπεται στη ραχοκοκαλιά πάνω στην οποία δομείται η οικία. Η φυσική κίνηση μέχρι την είσοδο, μετατρέπεται στην κίνηση του βλέμματος από το χώρο υποδοχής και έπειτα. Την ίδια στιγμή ο χρήστης καλείται να επιλέξει μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, σε ένα σαφή διαχωρισμό των χρήσεων, οι οποίες εν τέλει επανενώνονται οπτικά μέσω του εξωτερικού χώρου.
Η κολυμβητική δεξαμενή ξεφεύγει από τα συμβατικά όρια της χρήσης της ως αντικείμενο αναψυχής, αλλά ενσωματώνεται ως ενεργό κομμάτι της αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Το μακρόστενο σχήμα της προσομοιάζει ενδεχομένως τμήμα ποταμού σε ένα ξεκάθαρο διάλογο με την τοπιοτέχνηση και κολακεύει και αναδεικνύει τις μακριές δυναμικές γραμμές του κτηρίου. Ταυτόχρονα υποδέχεται τον επισκέπτη από το σημείο ακόμη της εισόδου του στην κατοικία και υπογραμμίζει άμεσα την παρουσία του ως το νοητό άξονα χρηστικής συμμετρίας του κτηρίου: Δεξιά οι «δημόσιοι» χώροι, αριστερά οι ιδιωτικοί.
Το κύριο υπνοδωμάτιο αιωρείται πάνω από το σημείο σύνδεσης των 2 ενοτήτων ως το ενοποιητικό σύμβολο της κατοικίας: ο εκπρόσωπος των ιδιοκτητών ακόμη και εν τη απουσία τους και μια μοναδική βιωματική εμπειρία. Το βλέμμα μετά το πρωινό ξύπνημα εκτείνεται πάνω από την πισίνα προς τον ουρανό που ανακλάται σε αυτή.
Η κατάργηση των ορίων του εσωτερικού χώρου απαιτεί όμως ένα αντίστροφο χειρισμό του εξωτερικού κελύφους. Το κέλυφος διαφυλάσσει τη ζωή και τονίζει την εσωστρέφεια δημιουργώντας μια αδιαπέραστη επιφάνεια που ανακλά όμως και τη δυναμικότητα του σχεδιασμού.
Η ανάπτυξη του πολυτελούς ξενοδοχείου Portes Lithos Luxury Resort, οργανώθηκε σε παραθαλάσσια έκταση της Κασσάνδρας Χαλκιδικής, σε έναν ιδιαίτερο προστατευμένο υδροβιότοπο με αμμοθίνες, με ένα σπάνιο είδος φυτού που ευδοκιμεί στην περιοχή, το lilium. Πρωταρχικός στόχος σχεδιασμού αποτέλεσε ο σεβασμός στο φυσικό τοπίο και η διατήρηση της μοναδικότητας του ύφους της περιοχής.
Το ξενοδοχείο αποτελείται από 130 δωμάτια και σουίτες με ιδιωτικές πισίνες και απρόσκοπτη θέα στην θάλασσα και στους ιδιωτικούς κήπους. Στους κοινοχρήστους χώρους συγκαταλέγονται ο χώρος υποδοχής, η αίθουσα εστίασης, οι χώροι ευεξίας και ψυχαγωγίας καθώς και η κοινόχρηστη πισίνα. Ο κεντρικός χώρος υποδοχής διαρθρώνεται σε δυο ενότητες, το lobby και το κεντρικό bar. Και οι δυο ενότητες είναι χώροι διπλού ύψους και για τον οπτικό διαχωρισμό τους επιλέγονται δυο διαφορετικά υλικά δαπεδόστρωσης αλλά και καμπύλες οροφές, δημιουργώντας υπό - περιοχές με καμπύλα όρια και ροϊκότητα στο χώρο υποδοχής. Από το lobby διανέμεται η κυκλοφορία προς τα δωμάτια φιλοξενίας μέσα από εσωτερικούς, αλλά και στεγασμένους υπαίθριους χώρους με πυκνή βλάστηση. Το bar υποδέχεται το κοινό σε ειδικά σχεδιασμένο χώρο με θέα προς την θάλασσα και άπλετο φυσικό φως. Το υλικό των δαπέδων αποτελεί μια ουδέτερη βάση για την ανάπτυξη των λειτουργιών με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών, όπου η επίπλωση, οι επενδύσεις και τα φωτιστικά αποδίδουν τον χαρακτήρα του χώρου, εντείνοντας το βασικό χαρακτηριστικό του χώρου, δηλαδή το διπλό ύψος. Επιλέχθηκαν χρωματισμοί σε γήινες αποχρώσεις, γκρι, λευκό, λαδί, πράσινο ώστε να συνδυάζονται αρμονικά με την πέτρα λακκώματος του κελύφους και το κυρίαρχο στοιχείο φύτευσης του εξωτερικού χώρου, την ελιά και την μεσογειακή φύτευση. Παράλληλα επιλέχθηκε το ξύλο σαν βασικό υλικό επένδυσης των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων.
Αριστερά του κεντρικού διάδρομου κίνησης προς την κοινόχρηστη πισίνα βρίσκεται η αίθουσα πρωινού. Οι καμπύλες χαράξεις πρωταγωνιστούν και σ αυτόν τον χώρο. Για την αίθουσα πρωινού το δάπεδο, που σχεδιάζεται να έχει έντονες αντιθέσεις, είναι το σημείο αναφοράς του σχεδιασμού, ενώ όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως η επίπλωση, οι επενδύσεις και τα φωτιστικά εμφανίζονται πιο ηπία στο φόντο, ώστε όλα μαζί να αποτελέσουν ένα ήρεμο και ευχάριστο περιβάλλον για την λειτουργία της εστίασης. Η αίθουσα έχει άπλετο φυσικό φως και οπτικές φυγές προς τους κοινοχρήστους χώρους του ξενοδοχείου. Για τον χώρο εξυπηρέτησης με buffet επιλέχθηκε μια πιο σύγχρονη και ελεύθερη διάταξη τους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των χρηστών. Βασικός στόχος για τον σχεδιασμό των δωμάτιων είναι η δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος ώστε να συνδυάζει ανέσεις υψηλών προδιαγραφών με την επαφή με την μοναδική φύση και το τοπικό περιβάλλον. Έτσι όλα τα δωμάτια σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να παρέχεται ένα ήρεμο περιβάλλον και να φοντάρουν στην θέα της θάλασσας. Η παλέτα των υλικών είναι και εδώ σε γήινες αποχρώσεις με ήπιες αντιθέσεις μέσω της αδρότητας των επιλεγμένων υλικών και επενδύσεων. Οι λεπτομέρειες των μεταλλικών κατασκευών και η επιλογή των πλακιδίων προσφέρουν και την απαιτούμενη διακριτική πολυτέλεια.
Για τον σχεδιασμό των υπαίθριων διάδρομων και του landscape, προτάθηκαν μεσογειακά φυτά με πλούσιο όγκο, συνεχόμενα χυτά δάπεδα και ήπιος κρυφός φωτισμός ώστε να ενταθεί το επιθυμητό resort feeling που θέλαμε να αποδώσουμε στο έργο.
Το έργο αφορά το σχεδιασμό τεσσάρων αυτοτελών διώροφων κατοικιών στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στην Νάξο. Το σχήμα του οικοπέδου και ο προσανατολισμός του καθορίζουν τις βασικές συνθετικές αποφάσεις για τη χωροθέτηση των κατοικιών. Οι κατοικίες αναπτύσσονται γραμμικά κατά μήκος του οικοπέδου στον άξονα Βορρά – Νότου με την παράθεση των όγκων στο φυσικό έδαφος να δημιουργεί ένα ενιαίο, λειτουργικά και αισθητικά, σύνολο. Η ογκοπλασία με κύβους προδίδει την μονάδα και γεωμετρία ενός κυκλαδίτικου οικισμού, εντάσσοντας πλήρως το σύνολο στο τοπίο.
Πιο συγκεκριμένα, η καθαρή κυβική γεωμετρία των όγκων, η άρθρωση των χώρων διημέρευσης και υπνοδωματίων, οι αναλογίες των ανοιγμάτων όπως και η υλικότητα μελετήθηκαν για να εναρμονίζονται με το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού. Υπάρχουν δύο τυπολογίες κατοικιών που εναλλάσσονται διαδοχικά, δίνοντας ρυθμό στο σύνολο. Η μία τυπολογία έχει ένα χαμηλό κλίτος κι ένα ψηλό, ενώ η δεύτερη τυπολογία οργανώνεται σε μεγαλύτερη οριζόντια έκταση έχοντας δύο χαμηλά κλίτη που περιβάλλουν ένα ψηλό κλίτος. Η δεύτερη τυπολογία οργανώνεται σε πιο εκτενή περιβάλλοντα χώρο με κτιστό καθιστικό και γραμμική κολυμβητική δεξαμενή.
Η προτεινόμενη κατασκευή και η επιλογή των υλικών είναι σύμφωνη με τις παραδοσιακές αρχές δόμησης. Γίνεται χρήση της πέτρας ως δομικό υλικό που επιχρίεται με λευκό επίχρισμα. Ξύλινες επενδύσεις και κατασκευές αναδεικνύουν τη φυσικότητα των υλικών. Ένα ήπιο παιχνίδισμα συναντάται στις όψεις με την παρεμβολή ξύλινων ανοιγμάτων, των οποίων το ανοιγόμενο ξύλινο σκίαστρο δημιουργεί μια πλαστικότητα στις όψεις.
Οι θέσεις των ανοιγμάτων έχουν μελετηθεί για αποτελεσματικό φωτισμό και αερισμό όλων των χώρων που σε συνδυασμό με τις μικρές διαστάσεις των όγκων και τις ενεργειακές ιδιότητες της δομικής πέτρας αποτελούν ένα βιοκλιματικό σύστημα χαμηλών ενεργειακών απαιτήσεων. Στοιχεία διαμπερότητας και σημείων θέασης, εντείνονται μέσω της διαμετρικά αντίθετης παράθεσης των ανοιγμάτων, όπως και της χωροθέτησης των υπαίθριων καθιστικών χώρων σε ευθεία με την κολυμβητική δεξαμενή. Οι επιμέρους επιλύσεις των όγκων ενισχύουν την διάσπαση των όγκων και την ποικιλία της κορυφογραμμής των κτηρίων. Έτσι λοιπόν, έχουμε μια ογκοπλασία ενιαίας υπόλευκης απόχρωσης που αναδεικνύεται από τη φωτοσκίαση. Στις εσωτερικές και σε επιμέρους εξωτερικές επιφάνειες δαπέδου και τοίχων εφαρμόζεται πατητή τσιμεντοκονία, αποδίδοντας το στοιχείο της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής με ακόμη πιο απτό τρόπο.
Μια ήπια παρέμβαση στο τοπίο αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού, με την απλότητα των χειρονομιών να διέπει το σύνολο, ούτως ώστε να μην επιβαρύνεται οπτικά και λειτουργικά το παραδοσιακό εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα που εντοπίζεται νοτιοδυτικά γύρω στα 80 μέτρα πίσω από βραχώδη έκταση. Η επέμβαση στον περιβάλλοντα χώρο του οικοπέδου είναι επίσης ήπια, καθώς οι επιφάνειες πλακοστρώσεων και γενικά η εδαφοκάλυψη έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, αφήνοντας όσο το δυνατό ακάλυπτο το οικόπεδο και το φυσικό έδαφος. Ο σχεδιασμός των φυτεμένων χώρων έγινε με ξηροθερμικά φυτά και φοίνικες, είδη που συναντώνται στην περιοχή και έχουν μικρές απαιτήσεις σε άρδευση. Αργωστώδη και λεβάντες περιβάλλουν το χώρο του υπαίθριου καθιστικού και τραπεζαρίας, στην επέκταση των οποίων βρίσκεται η κολυμβητική δεξαμενή. Η μελέτη προβλέπει επίσης μικρής έκτασης πέργκολες, σε παραδοσιακή μορφή με ξύλινο σκελετό και πλήρωση από ψάθα, για τη στήριξη φυτών και τη δημιουργία εξωτερικών χώρων με σκίαση και άνεση και την συνολική οπτική ενοποίηση των κατοικιών.
Η χωρική πλοκή του πάρκου προκύπτει από τη μνήμη του χώρου, την τοπογραφία και τη σχέση με τον αστικό ιστό . Παραμένουν τα στοιχεία του τοπίου που υπήρχαν από παλιά, όπως το ανατολικό όριο, η Ανατολική Πορεία, η σχέση με τις διατηρητέες οικοδομές, το στοιχείο του νερού. Οι χώροι ακολουθούν την τοπογραφία, διατάσσονται σε αμφιθεατρική σχέση και συνδέονται με την πόλη.
Η πρόταση επιδιώκει όπως στο χώρο κυριαρχεί το πράσινο, με επιλεγμένες μόνο κατασκευές. Η σκίαση των χώρων παρέχεται από τα δέντρα. Οι πορείες του πάρκου, εκτός της Αλέας, είναι από πουρί και οι υπόλοιπες επιφάνειες υδατοπερατές (μελισσόχορτο, φυτόχωμα). Σκληρές επιφάνειες είναι μόνο η Αλέα, ο χώρος του αντλιοστασίου και ο χώρος στάθμευσης.
Ξεχωριστή βλάστηση χαρακτηρίζει τους διάφορους χώρους του πάρκου. Το Κεντρικό Πράσινο αποτελεί τον κύριο κορμό δέντρων του πάρκου και εμπλουτίζεται με πεύκα, κυπαρίσσια, τρέμιθθους, κουνναπκιές, χαρουπιές, ελιές και αγριελιές. Η Ανατολική Πορεία πλαισιώνεται με νέα και υφιστάμενα κυπαρίσσια με οπτικές φυγές προς το εσωτερικό του πάρκου. Οι φοινικιές αναδεικνύονται στον Κήπο με τις Φοινικιές ανάμεσα στις Αμφιθεατρικές Κερκίδες, το Ξέφωτο καλύπτεται με ιθαγενές εδαφοκαλυπτικό . Η Αλέα πλαισιώνεται κατά μήκος με φυλλοβόλα δέντρα που αλλάζουν με τις εποχικές αλλαγές και παρέχουν σκιά. Σε Λίμνη και Παιδότοπο φυτεύονται χαμηλά οπωροφόρα δέντρα που έχουν τη χάρη της ανθοφορίας, όπως κιτρομηλιές και λεμονιές. Στην περιοχή της Γέφυρας προτείνονται αρωματικοί θάμνοι όπως δάφνη, θυμάρι, μερσινιά, σχοινιά.
Η αρχιτεκτονική πρόταση επιδιώκει να συμπεριλάβει τη μνήμη του τόπου στο σχεδιασμό, να προστατεύσει την οντότητα του χώρου ως πνεύμονα πρασίνου και να αναδείξει το Δημοτικό Πάρκο Σαλίνα ως αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας της πόλης της Λάρνακας.