Η αρχιτεκτονική μελέτη εκφράζει τη συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης και ανάδειξης του υφιστάμενου διατηρητέου κελύφους, το οποίο χαρακτηρίζεται από ιστορικά μορφολογικά στοιχεία νεοκλασικού ύφους, με την ταυτόχρονη επεξεργασία μιας σύγχρονης προσθήκης. Κύριο στόχο αποτέλεσε η ανάπτυξη ενός ενιαίου λειτουργικού προγράμματος, με ιδιαίτερες απαιτήσεις και περιεχόμενο, το οποίο αρθρώνεται σε επτά ορόφους ανωδομής και πέντε υπόγεια, συνολικής επιφάνειας 7.250 m2.
Το νέο μουσείο χωροθετείται σε γωνιακό οικόπεδο μέσα στο πυκνά δομημένο αστικό τοπίο και κοντά στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, στο Παγκράτι. Λόγω της άμεσης γειτνίασής του με το ναό του Αγ. Σπυρίδωνα, το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ανέλαβε την ανάπλαση της κλιμακωτής πλατείας και του βαθμιδωτού πεζόδρομου, στο πλαίσιο σχετικής δωρεάς προς το Δήμο Αθηναίων. Μ' αυτόν τον τρόπο, διαμορφώθηκε μία νέα μικρή πλατεία, μπροστά από την είσοδο του μουσείου, ενώ η πλατεία της εκκλησίας αναμορφώθηκε, με απομείωση της έντονης κλίσης της. Η κλιμάκωση πραγματοποιήθηκε με οξειδωμένη λαμαρίνα, ικανού πάχους για τη συγκράτηση των πρανών.
Με την παρουσία του και το μοναδικό περιεχόμενό του, το μουσείο επιδιώκει να αποτελέσει πόλο έλξης διεθνούς σημασίας και ακτινοβολίας. Πριν από το σχεδιασμό της τελικής εικόνας, όπως είναι σήμερα διαμορφωμένη, χρειάστηκε πολύχρονη προσπάθεια, μέχρι να δοθεί η σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Πολιτισμού, ως προς τα ζητήματα ταυτότητας και φυσιογνωμίας της νέας πτέρυγας.
Η συνολική επιφάνεια των εκθεσιακών χώρων ανέρχεται σε 1.600 m2. Από τον πρώτο έως τον τέταρτο όροφο αναπτύσσονται οι αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων, ενώ στο α’ υπόγειο οργανώνεται ο χώρος των περιοδικών εκθέσεων. Δεδομένου ότι το διατηρητέο κτίσμα καθόρισε το μεικτό ύψος των ορόφων, προέκυψε ένα ελεύθερο ύψος λίγο κάτω από τα 3 m, για τους εκθεσιακούς χώρους στον α’ και στο β’ όροφο, όπου φιλοξενείται η συλλογή έργων των ξένων καλλιτεχνών. Στους ορόφους γ’ και δ’, οι οποίοι διατίθενται για τα έργα της ελληνικής συλλογής, το ύψος του χώρου είναι μεγαλύτερο (3,30 m στο κέντρο και 3,80 m στην περίμετρο). Συγκεκριμένα, στον δ’ όροφο σχεδιάστηκε χώρος διώροφου ύψους, προκειμένου να φιλοξενήσει εκθέματα μεγάλα σε διαστάσεις. Στο ίδιο πλαίσιο, διαμορφώθηκε ένα ευμέγεθες άνοιγμα από το κλιμακοστάσιο, με στόχο τη δυνατότητα διεύρυνσης της θέασης των έργων. Ως προς το λειτουργικό πρόγραμμα, ο εκθεσιακός και ο παιδευτικός χαρακτήρας, που προϋποθέτει η οργάνωση και το πνεύμα ενός σύγχρονου μουσείου, συνδυάζονται μέσα από διάφορους χώρους, όπως της βιβλιοθήκης, της αίθουσας διαλέξεως, της αίθουσας προβολών και του παιδικού εργαστηρίου. Το καφέ - εστιατόριο τοποθετείται κοντά στην είσοδο, με πρόσβαση στην υπαίθρια προστατευμένη αυλή, στη στάθμη του ημιωρόφου. Οι χώροι αναπτύσσονται λειτουργικά γύρω από ένα κεντρικό κλιμακοστάσιο, στο οποίο εισάγεται διάχυτος φυσικός φωτισμός μέσω των γυάλινων ανελκυστήρων. Από το γ’ όροφο και άνω οι χώροι οργανώνονται σε δύο άξονες, οι οποίοι συγκλίνουν στο σημείο του κατακόρυφου πυρήνα κυκλοφορίας, αναδεικνύοντάς τον ως δεσπόζον σημείο αναφοράς. Στην τελευταία στάθμη με τα γραφεία διοίκησης, δημιουργείται βαθιά περιμετρική κόγχη ως επίστεψη του κτιρίου.
Στη νέα πτέρυγα, κύριο στόχο του σχεδιασμού των όψεων αποτέλεσε η οπτική αφαίρεση, συγκριτικά με το αρκετά επιβαρυμένο αισθητικά γύρω περιβάλλον. Ο σχεδιασμός "αντιμετωπίζει" το μεγάλο ύψος της επέκτασης, με τον τονισμό των οριζόντιων χαράξεων, αντιστικτικά ως προς τους κατακόρυφους άξονες οργάνωσης των όψεων του νεοκλασικού κτιρίου. Ογκοπλαστικά, προβάλλεται το τριώροφο διατηρητέο κτίσμα, με νέα βάση που επενδύθηκε με πλάκες πωρόλιθου, όμοιες με εκείνων της σύγχρονης επέκτασης. Η νέα προσθήκη, οπισθοχωρεί, δημιουργώντας ένα διακριτό όγκο σε εσοχή, με σύγχρονο μορφολογικό λεξιλόγιο. Η επένδυση του νέου κελύφους πραγματοποιείται με αναρτημένες πλάκες ωχρού πωρόλιθου Έδεσσας, με οριζόντιο κάνναβο, τοποθετημένες εναλλάξ σε δύο ζώνες, διαφορετικού ύψους και επεξεργασίας της επιφάνειας. Οι φαρδιές ζώνες διαμορφώνονται από πλάκες διαστάσεων 106 x 225 (cm). Το μέγεθός τους συμβάλλει ως προς τη λιτή έκφραση και την ένταξη στο διατηρητέο κέλυφος, προβάλλοντας το δημόσιο χαρακτήρα του κτιρίου. Οι πλάκες έχουν πάχος 3 cm και ενισχύονται από την πίσω πλευρά με υαλόπλεγμα και ρητίνη, ενώ είναι εμποτισμένες με υλικό αδιαβροχοποίησης. Λόγω του μεγάλου μεγέθους των πλακών, επιλέχθηκε σύστημα ανάρτησης με οδηγούς αλουμινίου, οι οποίοι υποστηρίζουν και συγκρατούν περιμετρικά τις πλάκες. Το σύστημα αποτελείται από τους κύριους ορθοστάτες, οι οποίοι στερεώνονται με κατάλληλα στηρίγματα στο φέροντα οργανισμό του κτιρίου και στα μεταλλικά δικτυώματα του κελύφους, που σχεδιάστηκαν ειδικά για την παραλαβή των φορτίων της ορθομαρμάρωσης. Κατόπιν τοποθετείται ο δευτερεύων σκελετός από οριζόντιες τραβέρσες αλουμινίου, επάνω στις οποίες τοποθετούνται οι πλάκες. Τέλος, επάνω στις τραβέρσες προσαρμόζονται κατακόρυφα προφίλ για την πλευρική στήριξη των πλακών.
Η τελική επιφάνεια των πλακών έχει διαφορετική επεξεργασία, ανάλογα με τη θέση τους στην όψη. Οι φαρδιές πλάκες είναι στοκαρισμένες και γυαλισμένες με ματ τελείωμα, ενώ οι στενές πλάκες, ύψους 40 cm, αφήνονται αστοκάριστες και αγυάλιστες. Ως αρχιτεκτονικές χαράξεις, οι στενές πλάκες συνδυάζονται με συνεχείς γραμμικές εσοχές με φεγγίτες, οι οποίοι εισάγουν το φυσικό φως στους εκθεσιακούς χώρους.
Στην απόληξη του κτιρίου τοποθετήθηκε ηχοπέτασμα από διάτρητη λαμαρίνα για τις κλιματιστικές μονάδες και τις εγκαταστάσεις του δώματος, ενώ στις πίσω πλευρές εφαρμόστηκε σύστημα εξωτερικής θερμομόνωσης, με γραμμικές εσοχές από χαλύβδινα στοιχεία UPN. Οι ιδιαιτερότητες ως προς την υλοποίηση του έργου σχετίζονται αρχικά με τη θέση του γωνιακού κτιρίου. Από τη μία πλευρά τα στενά πεζοδρόμια της οδού Ερατοσθένους και η γραμμή του τρόλεϊ και από την άλλη πλευρά ο κλιμακωτός πεζόδρομος επέτρεψαν ελάχιστο εργοταξιακό χώρο. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με το μεγάλο βάθος εκσκαφής από 20 έως 27 m και την απαίτηση του Υπ.Πο. για τη διατήρηση του τοίχου προς τον ακάλυπτο χώρο, δημιούργησε σημαντικές δυσκολίες στην αντιστήριξη και στην εκσκαφή.
Όσον αφορά στους εσωτερικούς χώρους, επιλέχθηκε το γκρι μάρμαρο Αγρινίου για το φουαγιέ της εισόδου και του αμφιθεάτρου αλλά και για το κεντρικό κλιμακοστάσιο, ενώ στις μόνιμες εκθέσεις τοποθετήθηκαν ξύλινα δάπεδα από αμερικανική δρυ.
Το αμφιθέατρο των 190 θέσεων διαθέτει σκούρο βινυλικό δάπεδο και επενδύσεις με εναλλασσόμενα ξύλινα πηχάκια, τα οποία τοποθετήθηκαν χαμηλά, ακολουθώντας την κλίση του αμφιθεάτρου. Η οροφή διαμορφώνεται με μια λευκή κυματιστή ζώνη, που δια-τρέχει το χώρο περιμετρικά, σε μια προεξοχή με κρυφό φωτισμό.
Κρυφοί φωτισμοί χαρακτηρίζουν και το κεντρικό κλιμακοστάσιο, στο οποίο το μεταβαλλόμενο πλάτος στηθαίου δίνει την εντύπωση μιας συνεχόμενης λευκής ταινίας, από το τρίτο υπόγειο έως τον πέμπτο όροφο, και διαμορφώνει το διευρυμένο φανάρι της σκάλας, στην απόληξη της οποίας τοποθετήθηκε ο μεγάλος φεγγίτης - κουπόλα.
Ειδικές κατασκευές σχεδιάστηκαν και για τα σταθερά έπιπλα του χώρου υποδοχής, την καφετέρια, το παιδικό εργαστήρι και τη βιβλιοθήκη. Τέλος, ο βασικός τοίχος έναντι του ανεμοφράκτη εισόδου επενδύθηκε με μαύρο γρανίτη, όπως και όλες οι πορτοσιές των θυρών από το γ’ υπόγειο έως τον πέμπτο όροφο. Ειδική κατασκευή στις αίθουσες των μόνιμων εκθέσεων αποτελούν οι χωνευτές συρόμενες πόρτες πυρασφάλειας με θυρίδα διαφυγής, οι οποίες την ώρα λειτουργίας του μουσείου παραμένουν "αόρατα" κρυμμένες εντός της τοιχοποιίας, επιτρέποντας την ανεμπόδιστη κυκλοφορία του κοινού.

Με γνώμονα τη σύγχρονη αισθητική και το απλοποιημένο βιομηχανικό ύφος, η ανακαίνιση αυτού του διαμερίσματος, εμβαδού 180 m2, υπηρετεί με συνέπεια τις ανάγκες της τετραμελούς οικογένειας των ιδιοκτητών της και προτείνει χώρους, που ευνοούν την επικοινωνία και την άνεση.
Κύρια σχεδιαστική απόφαση στάθηκε η ενοποίηση των επί μέρους διηρημένων, μικρότερων χώρων, προϊόν προϋπάρχουσας διάταξης που αντιπροσώπευε τον τρόπο ζωής της εποχής ανοικοδόμησης του κτιρίου, κατά τη δεκαετία του 1970. Μέσω της λειτουργικής αναδιαμόρφωσης του διαμερίσματος, οι χώροι διημέρευσης -καθιστικό, κουζίνα, τραπεζαρία- καταλαμβάνουν πλέον το ενοποιημένο τμήμα της μπροστινής όψης, με τις εξαιρετικές φυγές προς τον Θερμαϊκό κόλπο και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Οι ιδιωτικοί χώροι -γραφείο, υπνοδωμάτια, βοηθητικοί χώροι, λουτρό, κύριο υπνοδωμάτιο- διατάσσονται στο βάθος, εκατέρωθεν του επιμήκους διαδρόμου.
Εξίσου σημαντική στάθηκε η αλλαγή του διακοσμητικού στυλ και η στροφή σε ένα πληθωρικό βιομηχανικό αποτέλεσμα, όπου οι έντονες υφές διαφορετικών φυσικών υλικών έρχονται μεταξύ τους σε αντιπαράθεση. Αδρά τσιμεντικά, φθαρμένα κεραμικά, στιλπνά μέταλλα και βουρτσιστά ξύλα συνδυάζονται σε μία πλούσια εικόνα, που προσφέρει ισορροπία μέσα από γκρίζους τόνους, μαύρο, λευκό και φυσικά χρώματα.
Η επιτοίχια σύνθεση του καθιστικού με φόντο τον τούβλινο τοίχο προσδίδει στο χώρο ξεχωριστό χαρακτήρα και ταυτότητα. Μια ελεύθερη σύνθεση με ανοιχτόχρωμους όγκους, σκούρα πλαίσια και ξύλινα ράφια τονίζει την οριζοντιότητα και ενοποιεί το καθιστικό σε όλο του το μήκος. Παράλληλα, η ασύμμετρη διάταξη κενών και πλήρων οργανώνει μια "επιτηδευμένη ακαταστασία", που προσδίδει κίνηση, οικειότητα και ανεπίσημο ύφος, όπως χρειάζεται σε κάθε κατοικία που σχεδιάζεται με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις πραγματικές του ανάγκες.
Ο φωτισμός έχει πολλά επίπεδα: ο γενικός φωτισμός μελετάται με γνώμονα την αίσθηση άνεσης και ασφάλειας, ενώ τοπικές εντάσεις του τεχνητού φωτισμού "υπογραμμίζουν" και αναδεικνύουν σημειακά την αρχιτεκτονική του διαμερίσματος. Έτσι αναδεικνύονται τα σκούρα χρώματα και οι έντονες υφές των επιφανειών, ενώ διαμορφώνονται διαφορετικά σενάρια για κάθε ώρα της ημέρας.

Τοποθετημένη σε επικλινές τριγωνικό οικόπεδο με θέα στη θάλασσα, η κατοικία σχεδιάστηκε ως μια σειρά παράλληλων, γειτνιαζόντων όγκων. Οι τοίχοι αντιστήριξης που τους δημιουργούν αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό του γύρω Μεσογειακού τοπίου.
Κάθε όγκος είναι τοποθετημένος σε διαφορετικό υψόμετρο, ακολουθώντας την τοπογραφία του εδάφους και έχει διαφορετική λειτουργία. Η πρόσβαση στον όγκο εισόδου γίνεται στο υψηλότερο επίπεδο του οικοπέδου, με μια κλίμακα που επιτρέπει στην πλαγιά να διεισδύσει στο εσωτερικό της κατοικίας. Αυτός ο τρόπος εισόδου προσφέρει την πρώτη χωρική εμπειρία του κτιρίου, σαν ένα τηλεσκόπιο που βλέπει στη θάλασσα.
Οι κοινόχρηστοι χώροι της κατοικίας βρίσκονται στο κέντρο, με το κυρίως υπνοδωμάτιο και τους ξενώνες να καταλαμβάνουν τις δυο πλευρές. Κάθε όγκος χαρακτηρίζεται από δυο ανοίγματα, ένα μεγάλο που καταλαμβάνει όλη τη νότια πλευρά και ανοίγει σε εξωτερική βεράντα κι ένα μικρότερο στα βόρεια, με θέα στην πλαγιά. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο διαμπερής αερισμός κάθε χώρου.
Οι όγκοι είναι σε διάτμηση, μια κατάσταση που εξασφαλίζει ότι κάθε εξωτερική βεράντα έχει ιδιωτικότητα, ακόμη και αν οι όγκοι γειτονεύουν. Οι συρόμενες πόρτες διαμέσου των διπλών τοίχων σηματοδοτούν το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο. Η έννοια της "κοπής" μέσα από τα συμπαγή τοιχώματα τονίζεται από το γκρίζο μάρμαρο στα κατώφλια. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από συμπαγές σκυρόδεμα και παρέχουν μεγάλη θερμική μάζα. Οι ανατολικές και δυτικές προσόψεις που βλέπουν στο δρόμο και τα γειτονικά κτίρια δεν έχουν ανοίγματα και προστατεύουν το εσωτερικό από τη θερμότητα του ήλιου. Αυτό δημιουργεί μια ελάχιστα ορατή διαμόρφωση χώρων, που μεταφέρουν την ιδιωτικότητα στο εσωτερικό της, αλλά με μέγιστη θέα προς τη θάλασσα.
Το concept του "aggregate", της συνάθροισης και της μείξης, αποτέλεσε δημιουργό της μορφής και της επιλογής των υλικών. Υπογραμμίζει τη συνάθροιση των όγκων, το μείγμα των αδρανών υλικών στο ανεπίχριστο σκυρόδεμα των τοίχων και στο μωσαϊκό των δαπέδων, στις στέγες με χαλίκι και φύτευση.
Επιλέχθηκαν υλικά πολύ οικεία σε παλιότερες ελληνικές κατοικίες, όπως το μωσαϊκό που διαστρώνει το σπίτι μέσα κι έξω, το μάρμαρο και η επίστρωση με σοβά, που όμως χρησιμοποιούνται σε χώρους, μορφές και συνδυασμούς ανοίκειους. Στο εσωτερικό των παρακείμενων τοίχων βρίσκονται ενσωματωμένα έπιπλα και αποθηκευτικοί χώροι. Μέσα σε αυτούς περιλαμβάνονται γραφεία, ένας νιπτήρας λουτρού, βιτρίνες για έργα τέχνης. Αυτά τα ειδικής κατασκευής κτιστά έπιπλα τοποθετούνται στον κεντρικό άξονα της κάτοψης, δημιουργώντας μια δυναμική αλληλουχία.

Στην καρδιά της αγοράς της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Καρόλου Ντηλ, το "Noon café" αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά meeting point της πόλης. Το μόλις 35 m² γωνιακό καφέ, έχει καταφέρει να αποτελέσει ένα κλασικό στέκι για τους θαυμαστές του κέντρου, όπου απολαμβάνουν καφέ, ποτό και ευφάνταστα σνακς.
Το ζητούμενο για το αρχιτεκτονικό γραφείο αποτέλεσε η μετατροπή ενός πετυχημένου χώρου σε ένα σύγχρονο αστικό καφέ, που να ανταποκρίνεται πιο αρμονικά στις λειτουργικές και αισθητικές ανάγκες σε όλες τις ώρες λειτουργίας του. Η ανάγκη μεγαλύτερης αμεσότητας με το χρήστη, οδήγησε στην κατασκευή ενός μπαρ εφαπτόμενου στην όψη του καταστήματος, αφήνοντας ελεύθερη και ανεμπόδιστη τη θέαση στη μεγάλη εσωτερική όψη, που είναι εμφανής από την οδό Μητροπόλεως. Η νέα διευθέτηση του σαλονιού, με περιμετρικούς καναπέδες, σταντ και ένα κεντρικό τραπέζι σε ελεύθερο σχήμα, δίνει μία επιπλέον δυνατότητα στο χώρο για ένα εναλλακτικό τρόπο συνεύρεσης.
Νέα υλικά παντρεύονται με τα υφιστάμενα, στην προσπάθεια να δοθεί η αίσθηση της συνέχειας και της οικειότητας. Το χαρακτηριστικό δάπεδο σε σχήμα σκακιέρας, μέρος υφιστάμενου τούβλινου τοίχου, επίτοιχα δοχεία έναντι της εισόδου, η κυκλική μεταλλική σκάλα, στοιχεία που χαρακτήρισαν την προγενέστερη κατάσταση μεταποιούνται αποδίδοντας μία σύγχρονη αστική αισθητική. Πίσω από το μπαρ, ένας τοίχος επενδυμένος με ξύλινες σανίδες σταδιακά μετατρέπεται σε μία εγχάρακτη γυναικεία φιγούρα, που αναπηδά μέσα από τη φυσική ιδιότητα του υλικού και έρχεται σε αντίθεση με αυστηρές "νέον" γεωμετρίες. Χειροποίητα παλαιωμένα πλακίδια μπετόν με τρισδιάστατα μοτίβα, ιδιαίτερα φωτιστικά σώματα με ποπ και ρετρό αναφορές, μεταλλικές κατασκευές με παλαιωμένο χρυσό, δέρμα και σουέτ στα καθιστικά, σκαλιστό ξύλο και γεωμετρικές τεχνοτροπίες στο μπαρ, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα στο Νοοn, ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο, στο βιομηχανικό και το art nouveau, στο pop και το αστικό.

Ο δεύτερος όροφος της μονοκατοικίας στο São Paulo της Βραζιλίας διαμορφώνεται με κατακόρυφα ξύλινα σκίαστρα, τα οποία προσφέρουν σκιά και ιδιωτικότητα, ενώ ταυτόχρονα συνθέτουν και την όψη. Φωτογραφίες: Fernando Guerra | FG+SG.

Η σκάλα, που συνδέει τους ορόφους της μονοκατοικίας, συντίθεται από ανεπίχριστα σκαλοπάτια εμφανούς σκυροδέματος, πακτωμένα στον τοίχο. Κατοικία Hidden Cross στη Χαλκίδα. Φωτογραφίες: Δημήτρης Σωτηρόπουλος.

Ο χώρος της κουζίνας διαμορφώνεται με χτιστές κατασκευές, στις οποίες ενσωματώνονται ο πάγκος και η νησίδα, λαμβάνοντας λειτουργικό χαρακτήρα. Αποχρώσεις του γκρι και του λευκού κυριαρχούν. Κατοικία στην Πάρο. Φωτογραφίες: Γιώργος Μεσσαριτάκης.

Οι συσκευές και τα ντουλάπια κρύβονται πίσω από ένα συρόμενο ξύλινο πάνελ, ενώ στη μαύρη νησίδα τοποθετούνται οι εστίες και ο νεροχύτης. Κατοικία σε ανακαινισμένο γκαράζ στο Άμστερνταμ. Φωτογραφία: Ewout Huibers.

Η ελαφριά πέργκολα από καστανιά μοιάζει να ίπταται ανάμεσα στους κτιριακούς όγκους και εναρμονίζεται με το κυκλαδίτικο τοπίο, ενώ η διάταξη των χώρων γύρω από την κεντρική αυλή, απλοποιεί την καθημερινή ζωή. Με αυτόν τον τρόπο ο σκιασμένος χώρος της αυλής γίνεται το επίκεντρο του σπιτιού, καθώς συνδέεται με το καθιστικό και την κουζίνα και προσφέρει άπλετη θέα πάνω από την πισίνα και τους κήπους. Villa Mandra στη Μύκονο. Φωτογραφίες: Claus Brechenmacher and Reiner Baumann.

Οριζόντιες και κατακόρυφες χαράξεις ενσωματώνουν τεχνητό φωτισμό, υπογραμμίζοντας το χώρο της κύριας εισόδου. Η λιτή διαμόρφωση της εισόδου σε συνδυασμό με τις ρυθμικές χαράξεις του φωτισμού διαμορφώνει ένα σύγχρονο ύφος γραφειακού χώρου. Αναδιαμόρφωση κτιρίου γραφείων στο παλαιό Φάληρο. Φωτογραφίες: Γεώργιος Μεσσαριτάκης.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.