Για τους αρχιτέκτονες της κατοικίας στην Πολιτεία η κατασκευαστική επίλυση ενός σπιτιού είναι το μέσο για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Και πράγματι σε μερικά από τα πρόσφατα έργα τους αυτός ο σκοπός γίνεται η δημιουργία της εικόνας ενός εναέριου τοπίου. Η εικόνα ενός πανοράματος σε αιώρηση ―πιθανότατα ανάμνηση και αναφορά στη θέα από την Καλντέρα της Σαντορίνης― είναι κάτι που συναντάται στην κατοικία της Σαρωνίδας, στην ανακαίνιση του διαμερίσματος στο Λυκαβηττό και, εν προκειμένω, στην κατοικία στην Πολιτεία. Καθώς κανείς σκηνοθετεί μια τέτοια αιωρούμενη εικόνα του τοπίου, την ίδια στιγμή επιχειρεί να αποσυρθεί η αρχιτεκτονική σε μία αθέατη θέση, πέρα από το πεδίο του ορατού, πέρα από την περιφερειακή όραση. Στην κατοικία της Πολιτείας πράγματι, από τη στιγμή της εισόδου, η κατασκευαστική επίλυση των τοίχων και της οροφής τα διατηρεί σε τέτοια απόσταση, ώστε να παραμένουν αόρατα. Όπως στον κινηματογράφο, όπου η περίμετρος της αίθουσας αποσύρεται στο σκοτάδι και κυριαρχεί η κινούμενη φωτεινή εικόνα. Όσο λοιπόν ο οπτικός κώνος παρατηρεί με ακρίβεια στις 10°, στις 30° αναγνωρίζει σχήματα, ενώ στις 60° απλά επισημαίνει χρώματα, σ’ αυτήν την κατοικία η οργάνωση των στοιχείων του φέροντα οργανισμού διασφαλίζει γεωμετρικά ότι κατά την είσοδο ο κώνος των 60° καδράρει το πανόραμα του τοπίου, απερίσπαστος από οποιοδήποτε υποστύλωμα. Έτσι, η αρχιτεκτονική οργανώνει αυτό το οποίο είναι εφικτό να παρατηρηθεί και αυτό που παραμένει απαρατήρητο. Για να περάσει, όμως, η κατασκευή στην περιοχή του απαρατήρητου, επιλέχθηκε μια σύμμεικτη κατασκευή: για το άνοιγμα των 16 m, που καδράρει τη θεά, ένα σύστημα μεταλλικών δοκών γεφυρώνουν το άνοιγμα από τα πλευρικά τοιχία σκυροδέματος ―μεταλλικά στοιχεία που παραμένουν εντελώς αόρατα επάνω από την ψευδοροφή. Όσο μάλιστα αυτά ήσαν ορατά κατά τη διάρκεια της κατασκευής, δημιούργησαν θαυμασμό και προσδοκίες ενός ακόμα πιο ψηλοτάβανου χώρου ―ενός χώρου που τελικά ήταν ανέφικτος, μιας και κάτω από τις μεταλλικές αυτές δοκούς θα περνούσαν κανάλια κλιματισμού.
Στο ολοκληρωμένο έργο η απόσυρση των μεταλλικών δοκαριών, η έλλειψη οποιουδήποτε ορατού φέροντος στοιχείου δημιουργεί απροσδόκητα μια εικόνα του ανοίκειου. Γιατί το μάτι έχει εκπαιδευτεί να αποζητά φέροντα στοιχεία και εδώ η αναζήτησή τους δεν φέρνει αποτελέσματα: οι δύο γυάλινες προσόψεις, της εισόδου από την Ανατολή και της πίσω όψης προς τη Δύση δεν διαθέτουν το οποιοδήποτε υποστύλωμα. Ακόμα και ο κεντρικός κόμβος κίνησης που περικλείει τον ανελκυστήρα αποδεικνύεται να είναι μη φέρων, ένα απλό κουβούκλιο, το οποίο ακουμπάει στην οροφή. Αυτή η κατασκευαστική λογική είναι παρεμφερής με την επίλυση του "Crown Hall" (1956) του Mies Van Der Rohe στο Σικάγο: εκεί από τις μεγάλες ορατές μεταλλικές δοκούς αναρτώνται εγκάρσιες μικρότερες μεταλλικές διατομές, επάνω στις οποίες τοποθετείται η πτυχωτή λαμαρίνα της στέγασης. Αποτελεί, έτσι, μια πιο σύνθετη αλλά και εντελώς ορατή κατασκευαστική επίλυση σε ένα έργο πολύ μεγαλύτερης κλίμακας. Επιστρέφοντας στην οικιακή κλίμακα, η πανοραμική θέα συναντάται ξανά, αυτή τη φορά σε επίπεδο έδαφος, στη γνωστή κατοικία του Νίκου Βαλσαμάκη, σχεδιασμένη το 1961 στη Φιλοθέη. Παρατηρώντας τη σχέση ανάμεσα στα δύο σπίτια, διαπιστώθηκε ότι και τα δύο γεφυρώνουν ένα άνοιγμα 16 m, μόνο που στη Φιλοθέη η πλάκα σκυροδέματος εδράζεται σε πολύ λεπτές στρογγυλές μεταλλικές κολώνες, που χωρίζουν το συνολικό άνοιγμα σε τρία μέρη (ένα από αυτά με τούβλινη επένδυση φιλοξενεί τα κουφώματα όταν αυτά αποσύρονται). Τυπολογικά, στην κλίμακα του συνολικού εσωτερικού ανοίγματος, στη διάταξη της τραπεζαρίας με την πισίνα, οι ομοιότητες διατηρούνται, συνιστώντας φόρο τιμής σε ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Στην κατοικία της Πολιτείας, σε μια αρχιτεκτονική της απόλυτης διαφάνειας, όπου το ίδιο το εσωτερικό του σπιτιού γίνεται θέα καθώς κανείς διασχίζει το προκήπιο, η φέρουσα δομή του σπιτιού εξαφανίζεται. Το τοπίο που αναδεικνύεται ως πρωταγωνιστής δεν είναι εκείνο της μακρινής θάλασσας, όπως στη Σαρωνίδα, ούτε το ιστορικά φορτισμένο της ανακαίνισης στον Λυκαβηττό. Σε ένα αστικό τοπίο που εκτείνεται μέχρι τη μακρινή Πάρνηθα, η Κηφισιά, οι Αχαρνές, οι Θρακομακεδόνες και το Τατόι συνθέτουν μια "πεδιάδα" ―τα μικρά της φωτάκια το βράδυ εκτείνονται σαν το Λος Άντζελες, το οποίο είναι ορατό από τους περιμετρικούς λόφους του. Αυτό το τοπίο ανακλάται στις γυαλιστερές επιφάνειες του εσωτερικού, οι οποίες –σαν σε ακολουθία των αντανακλάσεων του νερού στην είσοδο και στην πισίνα– επιδίδονται σε μια συνεχή μίμηση του γυαλιού. Πέρα από το στιλπνό μαύρο μάρμαρο στο εσωτερικό της νότιας όψης, εισάγεται ένα πράσινο ανοικτό χρώμα και στις ξύλινες επιφάνειες από γυαλιστερή λάκα και στη μεταλλική πόρτα εισόδου. Μονή οπτική παρεμβολή, μόνη "καθυστέρηση" στην κατανόηση και αποτύπωση του εσωτερικού χώρου, αφού διανύσει κανείς το προκήπιο, αποτελεί ένα μεταλλικό φίλτρο. Κατασκευασμένο από διαγώνιες λεπίδες, αναρτημένες από κατακόρυφα συρματόσχοινα, αυτό το φίλτρο είναι μια επίπεδη και αφαιρετική φύση, που συμμετέχει στο παιχνίδι των αντανακλάσεων. Τμήμα του αντιστοιχεί στην επιφάνεια του διακοσμητικού νερού, που τοποθετείται στην ανατολική πλευρά σε περασιά με την πισίνα, που αναπτύσσεται στο δυτικό τμήμα της κατοικίας. Αυτό το φίλτρο με τα συρματόσχοινά του εισάγει την έννοια της ανάρτησης, η οποία συναντάται ξανά στο εσωτερικό της κατοικίας, στο φανάρι του κλιμακοστασίου. Άλλο ένα στοιχείο "βροχής", μόνο που στην τελευταία περίπτωση δεν διαθέτει την όποια στατική λειτουργία, μιας και τα σκαλιά στηρίζονται αφανώς (εν είδει προβόλου) στους εκατέρωθεν τοίχους.
Ο στόχος της δημιουργίας ενός εναέριου τοπίου πέρα από την κατασκευαστική επίλυση της οροφής και το άνοιγμα των 16 m, πέρα από την επιλογή των τζαμαριών στις δύο πλευρές της κατοικίας, ξανασυναντάται στην πισίνα του ισογείου. Μια πισίνα, η οποία επεκτείνεται παράδοξα στο κενό, δίνοντας κατά την κολύμβηση την αίσθηση σε κάποιον πως όχι μόνο κατευθύνεται σε μια infinity view αλλά και ότι, στο τελευταίο τμήμα της πισίνας, αιωρείται στο κενό, επάνω από τον επικλινή κήπο.
Όλη η κατοικία μένει αφανής κάτω από αυτό το ισόγειο, μιας και το περίγραμμά της υποχωρεί σταδιακά σε τομή, μια αντιστροφή δηλαδή από τη γνωστή "σκαλοπατιαστή" δομή της πλειοψηφίας των κτιρίων στην πόλη. Με αυτόν τον τρόπο, η πιο ιδιωτική έκταση της κατοικίας ξεφεύγει εντελώς από την παρατήρηση κατά την ισόγεια είσοδο, τόσο τα υπνοδωμάτια της στάθμης -1 όσο και οι βοηθητικοί χώροι της στάθμης -2. Στη στάθμη των υπνοδωματίων ο κεντρικός πλατύς διάδρομος, που τα συνδέει με τη σκάλα, εξέρχεται συνεπίπεδα στο περιμετρικό έδαφος και έτσι δημιουργεί τοπικά συνθήκες ισογείου. Στη στάθμη -2, όπου λόγω κατηφορικής κλίσης του οικοπέδου υπήρχε η δυνατότητα σχηματισμού ενός ψηλοτάβανου χώρου, δημιουργήθηκε ένας χώρος παιχνιδιού με μπιλιάρδο και ―ψηλότερα― ένα εναέριο δεντρόσπιτο, αφαιρετικά φτιαγμένο με τριγωνικές οπές και απότομη σκάλα ανόδου. Μια στάθμη πιο πάνω, ένα από τα παιδικά δωμάτια διαθέτει πατάρι, στο οποίο οδηγεί μια σκάλα από τριγωνικά πατήματα με κόκκινες απολήξεις. Αυτές οι ορατές δοκιμές στους ιδιωτικούς χώρους επεκτείνουν σε πιο κυριολεκτικό επίπεδο όσα στο ισόγειο είχαν ήδη επιχειρηθεί, τον ίλιγγο της θέας και τη μίμηση των υλικών, υπογραμμίζοντας τα δύο από τα τέσσερα βασικά είδη παιχνιδιού διαχρονικά, έτσι όπως τα ανέπτυξε διεξοδικά ο γάλλος ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος Roger Caillois.

 

Το διώροφο συγκρότημα των τεσσάρων διαμερισμάτων με χώρο υποδοχής συνολικής επιφάνειας 220 m² είναι το πρώτο που κατασκευάστηκε εξ’ ολοκλήρου ύστερα από 100 χρόνια στην Καλή Στράτα η οποία αποτελεί τηνκύρια πλακόστρωτη οδό οποία συνδέει το λιμάνι (Γυαλό) με το χωριό στην Σύμη. Χωροθετημένο στην καρδιά του παραδοσιακού οικισμού, σε ένα οικόπεδο επιφάνειας 324 m² με έντονη κλίση και βόρειο προσανατολισμό οι 2 διώροφοι όγκοι ενοποιούνται μέσω ενός ισογείου τμήματος που παρεμβάλλεται μεταξύ τους, αφομοιώνοντας πλήρως το ύφος και την αρχιτεκτονική που αποτελεί ταυτότητα του νησιού.
Ο συνδυασμός των δύο κέδρων μπροστά στη κύρια όψη και της μαγευτικής θέας στην καταγάλανη θάλασσα προς το λιμάνι της Σύμης ενέπνευσε τους ιδιοκτήτες να ονομάσουν τα καταλύματα CedrusBlue. Τα κτίρια διαμορφώνονται σε δύο αυτόνομους ορόφους με 4 ξεχωριστά διαμερίσματα που ατενίζουν το αιγαίο πέλαγος.
Κάθε διαμέρισμα αποτελείται από σαλόνι με ανοιχτή κουζίνα, υπνοδωμάτιο και μπάνιο. Tα δυο διαμερίσματα του Α’ ορόφου έχουν επιπλέον σοφίτα κατασκευασμένη από ξυλεία στην οποία βρίσκεται ένα αυτόνομο υπνοδωμάτιο με ιδιωτικό μπάνιο. Τα φυσικά υλικά πρωταγωνιστούν αφού τα ταβάνια, τα πατώματα των υπνοδωματίων είναι επενδυμένα με ξύλο και κάποιοι κύριοι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από τοπική πέτρα.
Οι στέγες είναι δίριχτες με το χαρακτηριστικό παραδοσιακό κυκλικό άνοιγμα. Οι εξώστες του πρώτου ορόφου καθώς και το βατό δώμα στην οροφή του κεντρικού ισογείου κτίσματος έχουν ανεμπόδιστη θέα στο λιμάνι και στη Καλή Στράτα.
Οι εξωτερικές επιφάνειες είναι κατασκευασμένες από παραδοσιακό έγχρωμο σοβά σε αποχρώσεις γήινες, ώχρα, κόκκινο(τερακότα) ενώ σε μπλε(λουλακί) έχουν βαφτεί ταξύλινα κουφώματα.
Οι συνδυασμοί των χρωμάτων, η καλαίσθητη επίπλωση και οι χαρούμενοι πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν χαρακτηριστικά τοπία του νησιού και διακοσμούν το εσωτερικό των διαμερισμάτων, δημιουργούν την αίσθηση γαλήνης στον επισκέπτη και τον προδιαθέτουν για ξέγνοιαστες διακοπές.

Στη νότια Κρήτη, απέναντι από τον Ψηλορείτη με θέα στα Μάταλα και στο Λιβυκό Πέλαγος, βρίσκεται το χωριό Λίσταρος. Σ’ αυτό το μοναδικό σημείο του νομού Ηρακλείου, σε σημείο υψηλότερο από το χωριό, ένα πολυτελές μικρό ξενοδοχείο, που συνδυάζεται με το δραματικό τοπίο και τη θέα στη θάλασσα, είναι ένα γαλήνιο καταφύγιο με εμβληματικό σχεδιασμό.
Από την πρώτη επίσκεψη στο οικόπεδο, στόχος των μελετητών ήταν να αναδείξουν και να εστιάσουν την προσοχή τους στη σχέση που ήθελαν να δημιουργηθεί ανάμεσα στους νέους αναδυόμενους όγκους, στη μορφολογία του τοπιού, στη θέα και στην κρητική αρχιτεκτονική, που με εξαίρεση τον Λίσταρο, στα διπλανά χωριά και κωμοπόλεις έχει χαθεί. Η βασική θέα από το οικόπεδο ανοίγεται από τα νησιά Παξιμάδια στα δυτικά έως τον Ψηλορείτη στο Βορρά. Τους καλοκαιρινούς μήνες ο ήλιος δύει στη θάλασσα ανάμεσα στα νησιά Παξιμάδια και στην ακτή του Αγίου Παύλου και αυτό ήταν κάτι που οι μελετητές ήθελαν να το απολαμβάνει ο επισκέπτης απ’ όπου και αν βρίσκεται στο χώρο.
Καθώς ήταν σχετικά μικρό το οικόπεδο και αρκετά πλούσια η προγραμματική χρήση, ο σχεδιασμός στόχευε εξ αρχής να συνδυάσει τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς χώρους σε ένα αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα, που αφενός να παρέχει καταφύγιο και ιδιωτικότητα, αφετέρου να εκμεταλλεύεται κάθε χώρο φέρνοντας ζωή στο τοπίο.
Το αρχιτεκτονικό σύνολο διασπάται σε δυο επί μέρους όγκους. Οι δύο όγκοι είναι διώροφοι και εξωτερικά φαίνονται ως ένα ενιαίο σύνολο με ένα καλντερίμι να τους χωρίζει. Στον έναν όγκο δεσπόζει μια βυθισμένη ταράτσα, ιδανική για να απολαύσει κάποιος την πανοραμική θέα στη δύση του ηλίου, ενώ στον άλλο όγκο, ο οποίος επαφίεται στο βράχο, δημιουργείται μια εσωτερική αυλή, παρόμοια με αυτές που συναντώνται στα παραδοσιακά κρητικά σπίτια. Η μεγάλη τοξωτή είσοδος με τα γιγάντια πελέκια, που οδηγεί στην εσωτερική αυλή, αναβιώνει τις μνήμες των Ενετών, που άφησαν το αποτύπωμά τους στο νησί.
Η καθαρότητα των γραμμών, οι σύγχρονες μέθοδοι κατασκευής με τοπικά υλικά (η παραδοσιακή ώχρα αναμειγνύεται με επίχρισμα), με προσεγμένες λεπτομέρειες (σύγχρονα ξύλινα κουφώματα, τοξωτές είσοδοι με πελέκια και μεταλλικές λεπτομέρειες, κρυφό σύστημα υδρορροής κ.ά.) ρυθμίζουν τον τόνο του εξωτερικού και του εσωτερικού του σπιτιού.
Εσωτερικά, δημιουργήθηκε ένα μίνιμαλ αποτέλεσμα με προφανή την κρητική επιρροή, φτιαγμένο απλά και ανεπιτήδευτα σχεδόν εξ ολοκλήρου από ντόπιο πληθυσμό. Δεν έλειψαν, όμως, κάποια στοιχεία που πρόσθεσαν επιπλέον αξία στις κατοικίες, όπως τα χειροποίητα terracotta πλακίδια στις κουζίνες, τα γαλλικού τύπου παντζούρια στα δυτικά υπνοδωμάτια που προστατεύουν από την έντονη ηλιοφάνεια το απόγευμα, οι vintage λευκές συσκευές και τα χτιστά έπιπλα με τα αυθεντικά κρητικά υφάσματα και μαξιλάρια.

Βαθιά στον κόλπο του Αγίου Δημητρίου στην Εύβοια, πνιγμένο σε αιωνόβιες ελιές, που φτάνουν στο όριο, αγναντεύει το ήρεμο νερό και "ταξιδεύει εν γαλήνη".
Δυο κατακόρυφα διώροφα πρίσματα τεσσάρων υπνοδωματίων και μια "αιώρα" σκιάς για την κουζίνα / καθιστικό συγκροτούν το χώρο κατοίκησης.
Η κατασκευή από εμφανές σκυρόδεμα χωνεύεται μέσα στο τοπίο του ελαιώνα κάνοντας το σπίτι "αόρατο". Το τοπίο και η αίσθηση νιρβάνας πρωτοστατούν. Η κατοικία απλά μεσολαβεί χωρογραφώντας τις αισθήσεις των κινουμένων σωμάτων, με στόχο την απόλαυση της μαγείας που επικρατεί. Στο καθιστικό το βλέμμα είναι διαμπερές (μπρος - πίσω), ενώ η θέα από τα υπνοδωμάτια εστιάζει στο νερό.
Ο χειρισμός του φωτός διαφέρει από το καθιστικό στα υπνοδωμάτια, δημιουργώντας αίσθηση υπαίθριας διαμονής στην κοινόχρηστη και προστατευμένη φωλιά στα υπνοδωμάτια.

Ο σχεδιασμός των νέων γραφείων έχει ως κεντρικό οδηγό την προσαρμογή του branding της εταιρείας τεχνολογίας σε ένα κέλυφος περίπου 1000 m2 το οποίο στεγάζει πάνω από 50 νέες θέσεις εργασίας, τέσσερις χώρους συναντήσεων, ένα κλειστό γραφείο διοίκησης, χώρο εργαστηριακών δοκιμών, χώρο φαγητού και διαλείμματος για το προσωπικό και μία άνετη υποδοχή.
Το branding διαχέεται μέσω των στοιχείων του από τη μεγάλη κλίμακα της διαμόρφωσης των επιμέρους περιοχών που αναφέρονται σχηματικά και χρωματικά σε αυτό, έως τη μικρότερη δυνατή, αυτή των οικοδομικών λεπτομερειών, του φωτισμού και της επίπλωσης.
Στον ελεύθερης κάτοψης χώρο εργασίας τοποθετείται ως «κλειδί» μία ενότητα με σαφή όρια, καμπυλωμένες γωνίες, χαρακτηριστικές θερμές μπλε αποχρώσεις και επίσης τον λογότυπο της εταιρείας: Είναι ο χώρος συνάντησης και συνεργασίας, μια σειρά από τρεις διαδοχικές αίθουσες meeting που έχουν τη δυνατότητα να ενοποιούνται ανά δύο ή και συνολικά, ώστε να φιλοξενούν από μικρότερες ομάδες εργασίες έως και το σύνολο των εργαζομένων της εταιρείας.
Οι χώροι γύρω από αυτή την ενότητα παραμένουν ανοιχτόχρωμοι, ανάλαφροι και φωτεινοί. Τα κρεμαστά φωτιστικά του open plan χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ένα δεύτερο επίπεδο στην οροφή που είναι και το μόνο γλυπτικό στοιχείο της -κατά τα άλλα- απλής διαμόρφωσης που λειτουργεί ως φόντο του κεντρικού μπλε στοιχείου των meeting rooms.
Η πρόσβαση στο ανώτερο επίπεδο γίνεται μέσω μιας καμπύλης σκάλας σε μεγάλη διάσταση προκειμένου τα δύο επίπεδα να ενοποιηθούν με άνεση και ρευστότητα. Εδώ οι χώροι παραμένουν σε ανοιχτόχρωμες αποχρώσεις και επιμέρους στοιχεία, όπως ο παγκόσμιος χάρτης στο διευθυντικό γραφείο, υπενθυμίζουν το χαρακτηριστικό μπλε του εταιρικού λογοτύπου.
Η τραπεζαρία είναι ιδιαίτερα φωτεινή, σε μια προσπάθεια να νοηθεί σχεδόν υπαίθρια, καθώς από τη δομή του υπάρχοντος κτιρίου δεν υπήρχε η δυνατότητα άμεσου ανοίγματος στον εξωτερικό χώρο. Το κίτρινο χρώμα αποτελεί τη μοναδική προσθήκη εκτός των βασικών χρωμάτων της εταιρικής ταυτότητας για να εντείνει τη φωτεινότητα, δίνοντας συγχρόνως μια νεανική αίσθηση, που ήταν ζητούμενο.
Στον χώρο υποδοχής κυριαρχεί αναρτώμενη από την οροφή ειδικά σχεδιασμένη φωτιστική εγκατάσταση ως ανάδειξη της πρόθεσης και του προορισμού της εταιρείας: ADVanced Engineering On Silicon. Η κατασκευή αιωρείται στον λευκό διώροφο χώρο ως διαρκές μήνυμα και έμπνευση.
Το δάπεδο είναι βινυλικό ενσωματωμένους μικρούς κόκκους χρώματος (confetti) που δίνουν διακριτικό βάθος, ενώ η επίπλωση, μια από τις αρχικές βασικές επιλογές της διαμόρφωσης, ξεδιπλώνει μια παλέτα μπλε καθισμάτων που δημιουργεί μια καμπυλόμορφη σύνθεση, είτε ως μονάδες, είτε ως συνολική διάταξη.

Αφετηρία για τον σχεδιασμό́ ανακαίνισης των υφιστάμενων κτιρίων αποτέλεσε η επιλογή́ δημιουργίας μιας δυναμικής μορφής, η οποία βασίζεται στην αίσθηση της κίνησης και της ρευστότητας. Στη χάραξη των όψεων βασική παράμετρος υπήρξε η χρήση της καμπύλης, η οποία ήταν το αρχιτεκτονικό εργαλείο, ώστε το κτίριο να μοιάζει σαν μια σύνθεση οριζόντιων βότσαλων.
"Αρχή για τον σχεδιασμό αποτέλεσε η πρόθεση να "αποκανονικοποιήσουμε" το κτίριο, να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση μιας μικροκλίμακας και εν τέλει να επανακαθορίσουμε τη σχέση του με τη βοτσαλωτή παραλία, το νερό και το φως".
Οι αποχρώσεις του μπεζ και του υπόλευκου επιλέχθηκαν για τις εξωτερικές επιφάνειες, ώστε το συγκρότημα να ενταχθεί χρωματικά όσο το δυνατόν αρμονικότερα στο φυσικό του περιβάλλον, αφού η παραλία στην οποία βρίσκεται διαθέτει την ίδια χρωματική παλέτα.
Πραγματοποιήθηκε ανακαίνιση του υφιστάμενου πολυώροφου ξενοδοχείου, ανακαίνιση και αντικατάσταση στέγης του υφιστάμενου ισόγειου κτιρίου πολλαπλών χρήσεων, καθώς και ανακαίνιση της υφιστάμενης κολυμβητικής δεξαμενής επιφανείας περίπου 390 m², που συνοδεύεται από υπόγειο μηχανοστάσιο, πεζοδρόμια και φυτεύσεις.

Περιγραφή κτιρίου
Η μονάδα έχει δυναμικότητα 166 δωμάτια και πέντε δωμάτια ΑΜΕΑ. Το πολυώροφο κτίριο αποτελείται από εννέα στάθμες (υπόγειο, ισόγειο και επτά ορόφους). Η πρόσβαση γίνεται από το ισόγειο του κτιρίου, αλλά και απευθείας από τον περιβάλλοντα χώρο, μέσω ράμπας για την εξυπηρέτηση του ανεφοδιασμού.
Αναλυτικά, το κτίριο φιλοξενεί στο ισόγειο τις κοινόχρηστες λειτουργίες του συγκροτήματος, τη reception, το lobby, το business center και το εστιατόριο με την κουζίνα. Στο υπόγειο διατάσσονται το γυμναστήριο - spa, αποδυτήρια και βοηθητικές χρήσεις (αποθήκες τροφίμων, λινοθήκες κτλ.), χώρος λάντζας της κουζίνας εστιατορίου, καθώς και Η/Μ εγκαταστάσεις. Οι υπόλοιποι όροφοι χρησιμοποιούνται για τα δωμάτια (24 ανά όροφο) και κάποιους βοηθητικούς χώρους. Στο δώμα του κτιρίου διαμορφώνονται φυτεμένες και υδάτινες επιφάνειες, δημιουργώντας ένα δροσερό μικρόκλιμα με περιβαλλοντικά, αισθητικά αλλά και λειτουργικά οφέλη.

Τεχνολογίες κατασκευής & επιλογή υλικών
Το ισόγειο κτίριο πολλαπλών χρήσεων αποτελεί σύμμεικτη κατασκευή, με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα και στέγη από μεταλλικό σκελετό με επικάλυψη από πετάσματα πολυουρεθάνης. Οι καμπύλες κολόνες του ισογείου κατασκευάστηκαν με τρισδιάστατη εκτύπωση (3d printed eps).
Ο φέρων οργανισμός του πολυώροφου κτιρίου αποτελείται από οπλισμένο σκυρόδεμα. Όλες οι εξωτερικές τοιχοποιίες είναι από οπτοπλινθοδομή με σύστημα εξωτερικής θερμομόνωσης με τελική επιφάνεια επιχρίσματος σε υπόλευκη απόχρωση.
Τα καμπύλα στηθαία, τα οποία κατασκευάστηκαν από κυψελωτά πετάσματα (honey comb) με τελείωμα έτοιμου επιχρίσματος, διαμορφώνουν την όψη του κτιρίου και δημιουργούν στο οριζόντιο επίπεδο ένα λοξό τραπεζοειδές "δαχτυλίδι" με τρισδιάστατες καμπύλες στις τέσσερις γωνίες του, το οποίο τοποθετείται σε κάθε οριζόντιο επίπεδο αντιδιαμετρικά ως προς τον άξονα Ανατολής - Δύσης του κτιρίου, προκειμένου να επιτευχθεί η αίσθηση της κίνησης και της ρευστότητας. Στη συνέχεια του στεγάστρου της οροφής του ισογείου, κατασκευάζεται στέγαστρο, προκειμένου να σηματοδοτηθεί η είσοδος του ξενοδοχείου.
Τα κουφώματα είναι επάλληλα ή σταθερά, από αλουμίνιο με θερμοδιακοπή. Οι χαλύβδινες θύρες είναι θερμομονωτικές και πυράντοχες κατά περίπτωση, σε υπόλευκη απόχρωση.
Τα δάπεδα επιστρώνονται με ανθεκτικά υλικά (τσιμεντοκονίαμα και μάρμαρο), που καλύπτουν τις απαιτήσεις αντιολισθηρότητας, όπου αυτό́ απαιτείται. Σε όλους τους Η/Μ χώρους τοποθετήθηκαν πλακίδια επαγγελματικών χώρων.
Σε όλους τους κύριους χώρους, αλλά και στους χώρους υγιεινής τοποθετήθηκε σταθερή ψευδοροφή γυψοσανίδας εσωτερικού χώρου με χωνευτά φωτιστικά.
Στο πλαίσιο ενός οικολογικού σχεδιασμού, οι επιστρώσεις του περιβάλλοντος χώρου στις επιφάνειες κυκλοφορίας των πεζών περιορίζονται κατά το δυνατό, ώστε να παραμείνει μεγαλύτερη επιφάνεια με φύτευση. Χρησιμοποιούνται χυτά βιομηχανικά έγχρωμα δάπεδα με αντιολισθητική επεξεργασία τελικής επιφάνειας.
Ως προς την επιλογή των υλικών στόχος ήταν η ήπια επέμβαση στην αρχιτεκτονική του υφιστάμενου κτιρίου, η χρήση υλικών με εναλλαγή ανάμεσα σε φυσικά, βιομηχανοποιημένα στοιχεία και ζεστές, αδρές επιφάνειες.

Το νέο ξενοδοχείο είναι ενταγμένο στο. δασικό τοπίο της Σάμου, στη νότια πλευρά του νησιού, με θέα τις απέραντες παραλίες του βορειοανατολικού Αιγαίου. Το παραθαλάσσιο οικόπεδο με την πλούσια βλάστηση απλώνεται προς μια ειδυλλιακή, αμμώδη παραλία.
Αποτελεί, στην ουσία, ένα καταφύγιο 128 δωματίων μόνο για ενήλικες, προσφέροντας χαλαρή πολυτέλεια σε ένα από τα πιο πλούσια ιστορικά περιβάλλοντα της Μεσογείου. Το συγκρότημα περιλαμβάνει επίσης εστιατόριο και κέντρο ευεξίας, καθώς και πληθώρα εξωτερικών χώρων. Ο σύγχρονος οργανικός μινιμαλισμός της μελέτης των αρχιτεκτόνων μεταφράζεται στο χώρο σε ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο περιβάλλον και μια αίσθηση κοινότητας, που εκφράζει η σειρά της οικογένειας Casa Cook.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός πηγάζει και εμπνέεται από το γλωσσικό ιδίωμα της αρχιτεκτονικής των παραδοσιακών σπιτιών της Σάμου. Τα κτίρια, σε μια άνετη, ανθρώπινη κλίμακα και με γλυπτική άρθρωση, οργανώνονται σε ένα μικρό, γραφικό χωριό. Ένα έντονο υδάτινο στοιχείο -μια σειρά από λίμνες, μικρά κανάλια και πισίνες- διασχίζει το συγκρότημα ανάμεσα στα κτίρια, ενώνοντας τους διάφορους καταπράσινους εξωτερικούς χώρους και παρέχοντας οάσεις δροσισμού.
Η παλέτα των υλικών των κτιρίων ορίζεται από ζεστούς γκρι τόνους, ανάγλυφες επιφάνειες που προσκαλούν την αφή και από την πλούσια φύση της περιοχής με αγριελιές, φοίνικες και πεύκα. Οι αποχρώσεις τερακότας των ελληνικών κεραμικών, που βρέθηκαν στο νησί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των χρωμάτων. Παράλληλα ιταλικά πλακίδια cotto, πέτρα, ξυλεία, μαλακό δέρμα και αιθέρια υφάσματα δημιουργούν τις στρώσεις της σύνθεσης.
Οι φυτεμένες στέγες του έργου εμπλουτίζουν περαιτέρω το πράσινο στοιχείο, χαρακτηριστικό που υποστηρίζει επίσης τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα της περιοχής.
Οριοθετώντας την άκρη του συγκροτήματος προς τη θάλασσα, το εστιατόριο "Beach House" προσφέρει πανοραμική θέα στα γαλάζια νερά και στον απέραντο ορίζοντα. Ο χώρος, που δημιουργήθηκε με το ίδιο στυλ με τους χώρους διαμονής, είναι ανοιχτός σε εξωτερικούς επισκέπτες, υφαίνοντας το θέρετρο με τη ζωντανή, τοπική νησιωτική ζωή.
Σχεδιασμένα σαν καταφύγια, τα δωμάτια, τα οποία ποικίλουν από δίκλινα 26 - 40 m² έως την ιδιωτική βίλα 70 m², είναι μοντέρνα και μινιμαλιστικά, διακοσμημένα με εκλεπτυσμένους τόνους και φυσικά, χειροποίητα στοιχεία που δημιουργούν μια πολυτελή ατμόσφαιρα με βαθιά αυθεντική ελληνική αύρα.

Το πρώην εργοστάσιο κατασκευής ειδών πορσελάνης και το διώροφο κτίσμα, το οποίο στέγαζε το χημείο του εργοστασίου και την κατοικία του επιχειρηματία Χαρίτωνα Τριανταφυλλόπουλου, κατασκευάστηκαν σε οικόπεδο έκτασης 40 στρεμμάτων το 1953 και χρησιμοποιήθηκαν έως το 1969. Σήμερα, το κτίριο του εργοστασίου, το οποίο έχει κηρυχθεί διατηρητέο, παραμένει εγκαταλελειμμένο, ενώ το διώροφο κτίσμα στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο της Νέας Μάκρης.
Η νέα πρόταση προσβλέπει στην αποκατάσταση και αξιοποίηση του βιομηχανικού κτιρίου και στη λειτουργική ενοποίηση των δύο κτισμάτων και του περιβάλλοντος χώρου. Το εγχείρημα της μελέτης υποστηρίζει η ΑΜΚΕ ΑΙΓΕΑΣ σε συνεργασία με τον Δήμο Μαραθώνος. Το κτιριολογικό πρόγραμμα λαμβάνει υπόψη τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα του έργου. Το διατηρητέο κτίριο προτείνεται να στεγάσει ένα μικρό μουσείο, αφιερωμένο στη βιομηχανική κληρονομιά του κτιρίου, έναν ευέλικτο εκθεσιακό πολυχώρο, μια θεατρική σκηνή, χώρους καλλιτεχνικών εργαστηρίων, μικρή βιβλιοθήκη / αναγνωστήριο, εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και χώρους εστίασης και παιχνιδιού.
Το διώροφο κτίσμα θα εξακολουθήσει να στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο και τα γραφεία διοίκησης του συγκροτήματος. Σημείο εκκίνησης της αρχιτεκτονικής υπήρξε ο διάλογος ανάμεσα στον μοναδικό βιομηχανικό χαρακτήρα του συγκροτήματος και στη διακριτική προσθήκη νέων αρχιτεκτονικών στοιχείων, χωρίς να επιδιώκεται η αποκατάσταση κάθε υφιστάμενου στοιχείου που αλλοιώθηκε.
Με γνώμονα, λοιπόν, την ανάδειξη των σημαντικών μορφολογικών στοιχείων του διατηρητέου κτιρίου, αποκαθίστανται οι πριονωτές στέγες με τους φεγγίτες και διατηρείται η τυπολογία και ο ρυθμός των κόκκινων χαλύβδινων υαλοστασίων. Τα δομικά στοιχεία και τα μηχανολογικά δίκτυα παραμένουν εμφανή και ορίζουν τον εσωτερικό διαχωρισμό, εξασφαλίζοντας την οπτική συνέχεια της δομής του κτιρίου.
Στη σκιά της εμβληματικής 38-μετρης καμινάδας, στον χώρο που περικλείεται από τις τρεις πτέρυγες του εργοστασίου, δημιουργείται μια κεντρική πλατεία, που καλείται να φιλοξενήσει καλλιτεχνικές και πολιτισμικές δράσεις, αλλά και την καθημερινή βόλτα και το παιχνίδι. Στον υπόλοιπο υπαίθριο χώρο εντάσσονται αθλητικές εγκαταστάσεις, ζώνες περιπάτου, σημεία στάσης και παιχνιδιού κ.ά. Νέες και υφιστάμενες φυτεύσεις, με χαμηλές ανάγκες άρδευσης και συντήρησης, δημιουργούν ένα νέο οικοσύστημα με ποικιλία χρωμάτων, υφών και έντονη εποχικότητα. Ταυτόχρονα, παρέχουν σκιά, σηματοδοτούν τα σημεία ενδιαφέροντος και υπογραμμίζουν τις βασικές διαδρομές.

Το χρυσό μετάλλιο του βραβείου που απονέμει κάθε χρόνο το Βασιλικό Ινστιτούτο Βρετανών Αρχιτεκτόνων (RIBA) δόθηκε για το 2023 στην Yasmeen Lari, την πρώτη γυναίκα αρχιτέκτονα του Πακιστάν, η οποία βοήθησε στην κατασκευή περισσότερων από 50.000 αντισεισμικών, φιλικών προς το περιβάλλον σπιτιών για οικογένειες που έχασαν τα σπίτια τους μετά τον σεισμό στο βόρειο Πακιστάν το 2005.
Η Yasmeen Lari κατάγεται από μια προνομιούχα οικογένεια του Πακιστάν και είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Λονδίνο, ενώ όταν επέστρεψε στη χώρα της, ως η πρώτη γυναίκα αρχιτέκτονας, μπήκε σε μια ελίτ, σχεδιάζοντας μεγάλα έργα. Με τη συνταξιοδότησή της αφιερώθηκε σε ένα είδος κοινωνικής αρχιτεκτονικής –την οποία η ίδια ονομάζει "ξυπόλητη" (barefoot social architecture)– σχεδιάζοντας πια για τις οικονομικά ασθενείς οικογένειες και χρησιμοποιώντας παραδοσιακές πρακτικές. Ο σεισμός αποτέλεσε την αφορμή γι' αυτήν τη μετάβαση. Μπορεί να μην είχε ασχοληθεί μέχρι τότε με παρόμοια θέματα, αλλά όπως είπε και η ίδια: "Αν κάνεις κάτι πέρα από τη ζώνη άνεσής σου, τότε με κάποιο τρόπο έρχεται βοήθεια".
Ενώ οι διεθνείς οργανώσεις ασχολούνταν με την ανέγερση δαπανηρών κατοικιών, η Lari επιστράτευσε τους ίδιους τους πληγέντες και τους εκπαίδευσε να χρησιμοποιήσουν ό,τι υλικό ήταν διαθέσιμο, κυρίως από τα ίδια τα συντρίμμια. Μια σειρά από περαιτέρω σεισμούς, πλημμύρες και συγκρούσεις κράτησε αυτήν και την ομάδα της ενεργούς στο να αναπτύσσουν τεχνικές με μπαμπού, λάσπη και ασβέστη, ακολουθώντας τις αρχές του χαμηλού κόστους, του μηδενικού άνθρακα και των μηδενικών αποβλήτων. Μέσα από αυτήν την εμπειρία έγινε επικριτική
ως προς τις λύσεις που προσφέρουν οι υπηρεσίες βοήθειας, καθώς και ως προς την αστικοποιημένη νοοτροπία, που επιβάλλεται στις αγροτικές κοινότητες.
Η ίδια μέσα από την αρχιτεκτονική δράση της δίνει και ένα ισχυρό μήνυμα για τη θέση των γυναικών στη χώρα της, υποστηρίζοντας ότι: "Είναι πλάνη να πιστεύουμε ότι γυναίκες σαν εμένα έχουν παλέψει πραγματικά. Το Πακιστάν εξακολουθεί να είναι μια πολύ ανδροκρατούμενη κοινωνία, αλλά αν είσαι γυναίκα που εργάζεται στη δημόσια ζωή, τότε είσαι ήδη μέλος της ελίτ, με ένα ισχυρό σύστημα υποστήριξης πίσω σου".

Η μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση, που καλύπτει το σύνολο του έργου του παγκοσμίου φήμης αρχιτέκτονα Norman Foster στο διάστημα των τελευταίων έξι δεκαετιών, έχει ξεκινήσει στο "Centre Pompidou" στο Παρίσι και θα διαρκέσει έως τις 7 Αυγούστου. Η έκθεση σχεδιάστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα και υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο "Foster + Partners" και το ίδρυμα "Norman Foster Foundation". Η έκθεση εξερευνά το έργο του Foster μέσα από το πρίσμα επτά θεματικών: "Nature and Urbanity", "Skin and Bones", "Vertical City", "History and Tradition", "Planning and Place", "Networks and Mobility" και "Future". Η έκθεση ιχνηλατεί τα θέματα της βιωσιμότητας και πρόβλεψης του μέλλοντος. Όπως αναφέρει και ο ίδιος, η γέννηση του αρχιτεκτονικού γραφείου του τη δεκαετία του 1960 συνέπεσε με τις πρώτες ενδείξεις μιας συνειδητοποίησης της ευθραυστότητας του πλανήτη. Ήταν τα πρώτα δείγματα του κυρίαρχου πλέον ρεύματος "The Green Movement", που πριν από μισό αιώνα έμοιαζε επαναστατικό. Με το πέρασμα των δεκαετιών ο Foster και οι συνεργάτες του επιδίωξαν την αμφισβήτηση των συμβατικών μεθόδων και την επανεφεύρεση τύπων οικοδόμησης, αναδεικνύοντας έναν αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εμπνευσμένο από τη φύση. Σχέδια, σκίτσα, μοντέλα υπό κλίμακα, διοράματα και πολλά βίντεο επιτρέπουν στον επισκέπτη να εμβαθύνει σε 130 μείζονα έργα. Ένας κατάλογος 264 σελίδων είναι διαθέσιμος, σε έκδοση του "Pompidou" υπό τη διεύθυνση του Frederic Migayrou, επιμελητή της έκθεσης. Ακόμη, με την εφαρμογή "Bloomberg Connects" μπορεί κανείς να περιηγηθεί δωρεάν στην έκθεση, έχοντας πρόσβαση και στις περιγραφές των διάφορων θεματικών, σκανάροντας από το κινητό τηλέφωνο τους αντίστοιχους κωδικούς QR.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.