Tο ιατρείο βρίσκεται στο κέντρο της Λάρισας, σε μία τυπική πολυκατοικία της δεκαετίας του ’70. Βασικό ζητούμενο της αρχιτεκτονικής μελέτης αποτέλεσε, η διαμόρφωση ενός χώρου υψηλών λειτουργικών και αισθητικών προδιαγραφών. Με δεδομένο τον σχετικά περιορισμένο διατιθέμενο χώρο, η μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης, τόσο σε επίπεδο λειτουργικότητας όσο και σε επίπεδο αίσθησης, αποτέλεσαν επίσης κεντρική επιδίωξη του σχεδιασμού.
Το ιατρείο αποτελείται από δύο διακριτές λειτουργικές ζώνες. Tη ζώνη κοινού (υποδοχή, αναμονή και εξυπηρετήσεις κοινού) και την ζώνη των ιατρικών υπηρεσιών (εξεταστήρια, γραφεία, εξυπηρετήσεις ιατρικού προσωπικού). Η ζώνη του κοινού γίνεται αντιληπτή, ως το προσβάσιμο ''κενό'', ο ελεύθερος χώρος μέσω του οποίου, εισερχόμαστε και κινούμαστε ελεύθερα στις ενότητες του, ενώ η ζώνη των ιατρικών υπηρεσιών γίνεται αντιληπτή, ως το προστατευμένο, ιδιωτικό ''πλήρες'', που περιβάλει τη ζώνη του κοινού, καθιστώντας δυνατή την εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των ενοτήτων του. Η διαμόρφωση του ορίου ανάμεσα στις δύο λειτουργικές ζώνες, διαμορφώνει την τελική ανάγνωση και τον χαρακτήρα του χώρου. Κεντρικό εργαλείο για την επίτευξη των επιδιώξεων της μελέτης, αποτέλεσε η χρήση της καμπύλης ως στοιχείο διαμόρφωσης ορίων και ροών, τοίχων, στοιχείων και φινιρισμάτων. Σημαντικά στοιχεία στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του χώρου αποτελούν επίσης το παιχνίδι υφών σε επιφάνειες τοίχων και δαπέδων, τεχνοτροπίες επιχρισμάτων, βαφών και τσιμεντοκονίας, αλλά και ο ρόλος του φωτισμού, στην ανάδειξη των συνθετικών χειρονομιών και την αναγνωσιμότητα του χώρου. Το αρχιτεκτονικό σύνολο επιδιώκει μια ενιαία αφήγηση, με λιτά μέσα και σχεδιαστικές χειρονομίες, που υπηρετούν την λειτουργικότητας και εργονομία του χώρου παράλληλα με την αισθητική του.

Το έργο αφορά τον πλήρη επανασχεδιασμό μίας εταιρείας κατασκευών αλουμινίου στην Αθήνα. Η τοποθεσία του, επί της πολυσύχναστης λεωφόρου Κηφισίας, η ανανέωση της εταιρικής ταυτότητας αλλά και οι σύνθετες λειτουργικές ανάγκες του εκθεσιακού χώρου στο ισόγειο και των γραφείων στον ημιώροφο, αποτέλεσαν τις βασικές παραμέτρους και ζητούμενα του σχεδιασμού. Προκειμένου να ενισχυθεί η ταυτότητα της εταιρείας αλλά και η αναγνωρισιμότητα του κτιρίου από την οδό, ο όγκος αλλά και η πρόσοψη του κτιρίου σχεδιάστηκαν ως ένα φωτεινό διαφανές κουτί. Οι λευκές επιφάνειες των τοίχων και των δαπέδων χρησιμεύουν ως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο παρουσιάζονται τα προϊόντα της εταιρείας. Βασικά στοιχεία του εξοπλισμού του καταστήματος κατασκευάστηκαν από την ίδια την εταιρεία. Η μεταλλική σκάλα, η βιβλιοθήκη, η πέργκολα, τα γραφεία κ.λπ.. είναι όλα λειτουργικά στοιχεία του χώρου και ταυτόχρονα δείγματα της τεχνικής ικανότητας της εταιρείας. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απλώς εργαλεία για την αντίληψη του χώρου, αλλά ένα σημαντικό στοιχείο στην εμπειρία των καταναλωτών και την περιήγηση τους στο χώρο.

 

Το πρώτο έργο του αρχιτέκτονα μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο του Πειραιά και αφορά τη μετατροπή ενός κτιρίου γραφείων σε πολυτελές ξενοδοχείο 20 διαμερισμάτων - δωματίων.
Η υπάρχουσα όψη αποτέλεσε το κύριο σημείο ενδιαφέροντος κατά τη μελέτη, οδηγώντας σε μια νέα κατασκευή για την επένδυση της όψης, περιτυλίγοντας την με μια έμπνευση φιλοπεριβαντολογικη, προσομοιάζοντας με δέντρο που απλώνεται και τυλίγεται γύρω από το κτίριο, αναδεικνύοντας το. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώνεται μια αρμονική συνύπαρξη του παρελθόντος με το μέλλον.
Το υπάρχον κτίριο υπήρξε επί σειρά ετών ένα επταώροφο κτίριο γραφείων. Οι ιδιοκτήτες θέλησαν να επενδύσουν στον τουριστικό κλάδο και οδηγήθηκαν στην απόφαση από κοινού με το αρχιτεκτονικό γραφείο, στη δημιουργία ενός boutique hotel - διαμερισμάτων με φουτουριστική σχεδίαση. Το μέγεθος των διαμερισμάτων κυμαίνεται από 40 έως 60 m2, ενώ είναι πλήρως εξοπλισμένα, με κουζίνα, μπάνιο, χώρο καθιστικού και υπνοδωμάτιο. Στο δώμα δημιουργήθηκε ένας χώρος δροσιάς και πρασίνου, με μικρή πισίνα-τζακούζι.
Αυτή την περίοδο ολοκληρώνεται ο σχεδιασμός, ενώ στο προσεχές διάστημα πρόκειται να γίνει η έκδοση των οικοδομικών αδειών. Το ξενοδοχείο βρίσκεται επί της Βασιλέως Γεωργίου σε απόσταση 700 μέτρων από τον Πύργο του Πειραιά. Η συνολική επιφάνεια του κτιρίου είναι 1.000 m2 σε οικόπεδο 230 m2. Η ολοκλήρωση του έργου αναμένεται να διαρκέσει περίπου ένα έτος.

Κατά την ανακαίνιση του εσωτερικού του ισόγειου χώρου σε αυτήν τη μονοκατοικία στο Πανόραμα, σχεδιάστηκαν νέες ψευδοροφές, οι οποίες προσδίδουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον πολυχώρο, ενώ παράλληλα παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής και ένταξης σε αυτές κατάλληλων φωτιστικών σωμάτων led, ώστε να επιτυγχάνεται ομοιόμορφη κατανομή φωτός καλύπτοντας τις ανάγκες των χρηστών της μονοκατοικίας για τεχνητό φωτισμό. Πέρα από τον λειτουργικό φωτισμό, μέγιστη σημασία δόθηκε και στον ατμοσφαιρικό φωτισμό με τη χρήση γραμμικών led φωτιστικών σωμάτων τόσο σε οροφές (κρυφοί φωτισμοί), όσο και σε ξύλινες ιδιοκατασκευές (custom made) δημιουργώντας ποικίλα φωτιστικά σενάρια, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών ωρών.
Φωτογραφίες: Kim Powell Photography

Ο οικισμός βρίσκεται στην οροσειρά του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 800 m, όπου οι οικοδομικές παρεμβάσεις της εποχής 1960 - 1980 –συνήθως χωρίς αξιόλογα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά– αποτελούν τη λειτουργική και μορφολογική συνέχεια των παλαιών λιθόκτιστων κτισμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μία επέκταση κατοικίας θεωρήθηκε αναγκαίο να διαφοροποιηθεί σημαντικά μορφολογικά, δίνοντας το στίγμα της εποχής που κατασκευάζεται και σεβόμενη παράλληλα το περιβάλλον, στο οποίο βρίσκεται.
Η στασιμότητα του συνθετικού λεξιλογίου τόσο των νέων, όσο και των πρόσθετων κατασκευών σε οικισμούς παρόμοιους με τα Βρέσθενα ανά την επικράτεια προκάλεσε την ανάγκη για μία αρχιτεκτονική δήλωση, που αφορά στην ενσωμάτωση νέων αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων μέσα στο σώμα αυτών των οικισμών χωρίς μιμητική διάθεση.
Αξιοποιώντας αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του υφιστάμενου κτιρίου (λιθόκτιστη κατασκευή), αλλά και του οικισμού (την αμφιθεατρική ανάπτυξή του, πυκνή βλάστηση κ.ά.), διαμορφώθηκε μία μεταλλική προσθήκη με γυαλί, προκειμένου να φιλοξενήσει τις πιο εξωστρεφείς δραστηριότητες (φαγητό και διημέρευση).
Το υφιστάμενο κτίριο, αποτελούμενο από δύο ορθογώνιους όγκους δύο επιπέδων, ένα λιθόκτιστο των αρχών του 1900 και ένα δεύτερο, μικρότερο σε έκταση, κατασκευασμένο τη δεκαετία του 1970, ήταν ένα τυπικό εξοχικό σπίτι για χρήση μερικές ημέρες το χρόνο, ενώ το ισόγειο ήταν αδιαμόρφωτο. Η αρχική απαίτηση ήταν η δημιουργία μόνο ενός κλιμακοστασίου που να ενώνει τα δύο επίπεδα, οι ποιότητες όμως του περιβάλλοντος χώρου απαιτούσαν μία πολύ πιο άμεση σχέση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου στο ισόγειο. Το κτιριολογικό πρόγραμμα μεταβλήθηκε με τη μεταφορά των κύριων χρήσεων στο επίπεδο του ισογείου, με τμήμα του υφιστάμενου κτιρίου να συνενώνεται με την επέκταση, δημιουργώντας έναν ενιαίο χώρο.
Στόχος ήταν το μέταλλο της επέκτασης να καθιστά ξεκάθαρα διακριτή τη σύγχρονη προσθήκη από το υφιστάμενο κτίριο στο εξωτερικό, όμως εσωτερικά να εμπλέκεται με τα στοιχεία της προσθήκης του 1970 (υποστυλώματα και δοκάρια από σκυρόδεμα). O κάνναβος που δημιουργεί η νέα κατασκευή σταδιακά μειώνεται σε ύψος, αφήνοντας το γυαλί να προσφέρει τη διαφάνεια προς τον οικισμό και τον περιβάλλοντα χώρο και διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα δώμα για τον όροφο.
Ο βορινός προσανατολισμός και οι χαμηλές θερμοκρασίες που
επικρατούν στον ορεινό οικισμό, αποτέλεσαν την ευκαιρία να δημιουργηθεί μία μεταλλική προσθήκη, τα ανοίγματα της οποίας θα αποτελούνται κατ’ αποκλειστικότητα από υαλοπίνακες, σταθερούς και επάλληλα ανοιγόμενους. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρόταση, στα περισσότερα σημεία της Ελλάδας θα απαιτούσε σημαντική ενέργεια για ψύξη κατά τους θερινούς μήνες, όμως με τις συνθήκες προσανατολισμού και κλίματος στη συγκεκριμένο σημείο, οι απαιτήσεις ψύξης ήταν ελάχιστες. Οι μεγάλες επιφάνειες υαλοπινάκων όρισαν τη χρήση ενδοδαπέδιας θέρμανσης για ομοιόμορφη κατανομή της θερμότητας και για την αποφυγή συμπυκνώσεων στους υαλοπίνακες. Λόγω της ανακαίνισης σημαντικού ποσοστού του υφιστάμενου εξωτερικού κελύφους, υπήρχε απαίτηση η συνολική ενεργειακή κλάση μετά τις παρεμβάσεις να είναι Β+. Λόγω των μεγάλων ανοιγμάτων το τελικό διάκενο των υαλοπινάκων αυξήθηκε από 12 mm σε 15 mm, διαμορφώνοντας την τελική δομή των κουφωμάτων αλουμινίου με θερμοδιακοπή και τρίπλεξ υαλοπίνακες 4+4 - 15 - 4 με επίστρωση χαμηλής εκπομπής (low-e), βελτιώνοντας τις ελάχιστα απαιτούμενες θερμομονωτικές ιδιότητες παλαιού και νέου κτιρίου. Αν και υπάρχει υποδομή για τοποθέτηση εσωτερικών υφασμάτινων ρολών για σκίαση και ιδιωτικότητα, οι ιδιοκτήτες επιθυμούσαν το πλαίσιο της θέας να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο λιτό με τη μεταλλική κατασκευή να είναι εντελώς εμφανής και από το εσωτερικό.
Η θερμομόνωση της μεταλλικής κατασκευής ήταν επίσης μία μεγάλη πρόκληση. Τα εσωτερικά μεταλλικά στοιχεία έπρεπε να μην έχουν καμία επαφή με τα εξωτερικά, τόσο στις κατακόρυφες, όσο και στις οριζόντιες επιφάνειες. Το τελικό ύψος της άνω στάθμης της νέας κατασκευής, λόγω της χρήσης της ως εξώστη του υφιστάμενου ορόφου, περιόριζε σημαντικά τις διαθέσιμες λύσεις, ενώ η απαίτηση για στατική υποστήριξη της πέργκολας του δώματος από την ισόγεια μεταλλική κατασκευή, χωρίς να στηρίζεται στο υφιστάμενο κτίριο, δημιουργούσε στατικά ζητήματα και θερμογέφυρες σε πολλά σημεία.
Επιλέχθηκε να διαμορφωθούν δύο στατικά ανεξάρτητοι φορείς με ενδιάμεση θερμομόνωση, λύνοντας ταυτόχρονα και το ζήτημα της στατικής υποστήριξης και της θερμομόνωσης. Ως προς τους στατικούς φορείς, ο εξωτερικός υποστηρίζει τις πέργκολες του δώματος και ο εσωτερικός φέρει τη σύμμεικτη πλάκα. Η θερμομόνωση από εξηλασμένη πολυστερίνη έπρεπε να τοποθετηθεί επάνω από τη σύμμεικτη κατασκευή, να γίνει υγροπροστασία και έπειτα να τοποθετηθεί ο σκελετός για το deck, με τρόπο που να αντέχει τις έντονες συστολοδιαστολές. Ουσιαστικά το deck του δώματος μαζί με το σκελετό του αποτελούν πλωτά δάπεδα εξωτερικού χώρου, με διπλή στρώση υγρομόνωσης. Στις κατακόρυφες επιφάνειες μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού υποστυλώματος τοποθετήθηκε πετροβάμβακας.
Εκ του αποτελέσματος η χαμηλή κρέμαση που προσφέρει η μεταλλική κατασκευή ευνοεί την τοποθέτηση πολύ μεγάλων γυάλινων επιφανειών, ενώ οι σύγχρονες λύσεις κουφωμάτων και υαλοπινάκων μπορούν να διασφαλίσουν τις συνθήκες θερμικής άνεσης και την κάλυψη των απαιτούμενων ενεργειακών κλάσεων.

Το κέντρο προσχολικής αγωγής ''Μυστικό Κλειδί'' στην περιοχή Κάτω Νεοχωρόπουλο Ιωαννίνων εκτείνεται σε 5000 m2, από τα όποια τα 500 m2 είναι οι νεόδμητες κτιριακές εγκαταστάσεις με συνολικά 9 δημιουργικές αίθουσες απασχόλησης και τα υπόλοιπα είναι οι εξωτερικοί χώροι με τις παιδικές χαρές για βρέφη και νήπια, γήπεδα μπάσκετ και ποδοσφαίρου, λαχανόκηπος και 2 εξωτερικά κυκλικά θέατρα. Όλη η φιλοσοφία του στηρίζεται στο διεθνές αναγνωρισμένο σύστημα εκπαίδευσης ''Reggio Emilia'', το όποιο δημιουργεί μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα παιδιού, ικανού να συγκροτεί τις δικές του ικανότητες και σκέψεις μέσω της σύνθεσης όλων των εκφραστικών, επικοινωνιακών και γνωστικών ''γλωσσών''.
Concept και κατασκευή έργου
Η ιδέα ξεκίνησε με πρωταγωνιστή το παιδί, το οποίο από τη φύση του πρέπει να περάσει σταδιακά και ομαλά από διάφορες διαδρομές, οι όποιες εκδηλώνονται με τις πολύχρωμες θεματικές αίθουσες-atelier με πρώτο σταθμό τη γέφυρα των ευχών, όπου κάθε παιδί και γονιός αφήνει μια ευχή για την ατομική του εξέλιξη, αλλά και για την κοινωνία γενικώς.
Όλα τα atelier είναι προσεκτικά μελετημένα ανά ηλικία και ενότητα, όπου κάθε επιμέρους κομμάτι τους αποτελείται από ειδικές κατασκευές και συμπεριλαμβάνουν χρωματικές και ογκοπλαστικές λεπτομέρειες, με γνώμονα την ευαίσθητη και αθώα παιδική ψυχή. Κάθε atelier αποτελείται από 4 γωνιές δραστηριοτήτων, σχεδιασμένες εργονομικά, με την πιό χαρακτηριστική από αυτές, τη γωνιά του βιβλίου και της μουσικής, που σε όλα τα atelier ξεχωρίζει με το δέντρο της (διαφορετικό σε κάθε αίθουσα), γύρω και κάτω από το οποίο μαζεύονται τα παιδιά και για πρώτη φορά αφουγκράζονται με το λόγο και τις νότες της μουσικής, αλλά και της φύσης – μια που οι γωνιές αυτές βρίσκονται σε άμεση επαφή με τα μεγάλα ανοίγματα, τα οποία ενοποιούν το εξωτερικό περιβάλλον με τις παιδικές χαρές και τα δέντρα, με το εσωτερικό χώρο και το φυσικό φως ρέει άφθονο όλες τις ώρες της ημέρας. Οι 4 μικροί φεγγίτες πάνω από τα μεγάλα ανοίγματα είναι καλυμμένοι με ειδική διαφώτιστη μεμβράνη στα βασικά χρώματα, οι οποίοι δημιουργούν παραμυθένιες αντανακλάσεις μέσα στο εσωτερικό των atelier και ερεθίζουν τη φαντασία των παιδιών μέσω του παιχνιδιού <σκιάς – φωτός> και ταυτόχρονα διεγείρουν την ικανότητα του παιδιού να αντιλαμβάνεται από πολύ μικρή ηλικία τους όγκους και τις τρεις διαστάσεις των αντικειμένων στον χώρο που το περιβάλλει.
Όλες οι αίθουσες και οι δραστηριότητες καταλήγουν σε μια κεντρική πλατεία στο κέντρο του κτιρίου, η οποία γίνεται αντιληπτή αμέσως μόλις μπει κανείς στο εσωτερικό του. Η λεγόμενη Piazza ''Mandala'' αντιπροσωπεύει τον μικρόκοσμο, στον οποίον πρώτα κοινωνικοποιείται το κάθε παιδί με χαρακτηριστικό της στοιχείο το ειδικά σχεδιασμένο μεγάλο κυκλικό mandala, ένα κράμα από πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία ισορροπούν άψογα μεταξύ τους και εμπνέουν τα παιδιά για πολλά παιχνίδια και συλλογικές συζητήσεις. Η Piazza ''Mandala'' φωτίζεται από μια μεγάλη γυάλινη πυραμίδα, σχηματίζοντας ένα ευρύχωρο αίθριο, όπου η διείσδυση του ουρανού μέσα στο κτίριο είναι έντονη και το φως του ηλίου παίζει ανεπανάληπτα παιχνίδια σε όλη την εσωτερική δομή του. Αυτή η κυρίαρχη επίδραση του έσω και του έξω προσφέρει στα παιδιά τη δυνατότητα από πολύ μικρά να καταλάβουν ότι είναι μέρος ενός κόσμου που αποτελείται από άλλοτε μικρά και άλλοτε πιο μεγάλα σύνολα και η σχέση ''άνθρωπος – φύση'' είναι η βάση για την εξέλιξή τους γενικώς. Ο άξονας αυτός ήταν και η φιλοσοφία της αρχιτεκτονικής άποψης, βάσει της οποίας σχεδιάστηκε και μελετήθηκε το έργο.
Οι όψεις του κτιρίου αποτελούνται από μάσκες με το πλέον οικείο για τα παιδιά σχήμα, του σπιτιού. Κατασκευάστηκαν από μεταλλικές δοκούς σε πυκνά διαστήματα, βαμμένες με διαφορετική γκάμα χρωμάτων, επιτυγχάνοντας έτσι την αίθηση ένος μόνιμου ουράνιου τόξου, σύμβολο της ευτυχίας και της ενέργειας του οράματος. Παρ’όλη την στιβαρότητα της κατασκευής, το αποτέλεσμα είναι τόσο ανάλαφρο, σχεδόν λεπτεπίλεπτο και η διαφορετικότητα των σκιών που ρίχνει κατα την διάρκεια της ημέρας στον περιβάλλοντα χώρο, θυμίζει έργο τέχνης, άλλοτε κυβιστικό και άλλοτε φουτουριστικό.

Μεταλλικές πόρτες
Οι χαλύβδινες πόρτες αποτελούν την πιο διαδεδομένη και αποδοτική επιλογή αεροστεγών θυρών. Συνήθως κατασκευάζονται από ανθεκτικά φύλλα χάλυβα, πλήρωση ηχομονωτικού υλικού και υψηλής ποιότητας σφράγιση.
Στο εμπόριο διατίθενται ολοκληρωμένα συστήματα με ικανοποιητική απόδοση (STC 32 - 38) και υψηλή απόδοση (STC 39 - 48), ενώ για ειδικές περιπτώσεις μπορούν να κατασκευαστούν κατόπιν παραγγελίας ακόμη πιο αποδοτικά συστήματα. Πολλά μοντέλα διαθέτουν προεγκατεστημένους υαλοπίνακες, που επιτρέπουν τη θέαση, χωρίς να μειώνεται η ηχητική απόδοση, ενώ ικανοποιούν και τις προδιαγραφές πυρασφάλειας. Από αισθητική άποψη υπάρχει δυνατότητα επιλογής βαφής και τελικής υφής, όπως και στις κοινές μεταλλικές πόρτες, προσφέροντας μεγάλη σχεδιαστική ελευθερία.
Ξύλινες πόρτες
Οι ηχοπροστετευτικές ξύλινες πόρτες συντίθενται από φύλλα ξύλου (καπλαμά) με ενσωματωμένη μόνωση και χαλύβδινο πλαίσιο επενδυμένο με ξύλο ίδιας εμφάνισης. Ο δείκτης STC κυμαίνεται από 32 έως 45. Από άποψη πυρασφάλειας υπάρχουν συστήματα που μπορούν να καθυστερήσουν την πυρκαγιά έως και 90 λεπτά. Από άποψη αισθητικής οι καπλαμάδες προσφέρονται σχεδόν σε κάθε είδος ξύλου, ενώ διατίθενται και μοντέλα με προεγκατεστημένους υαλοπίνακες.

Νέα σταθερά χωρίσματα
Για την καλύτερη ηχομόνωση μεταξύ εσωτερικών χώρων συνιστάται η χρήση πολυκέλυφων χωρισμάτων, που επιτυγχάνουν πολύ υψηλότερα επίπεδα ηχοπροστασίας σε σχέση με τα μονά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούνται από δύο ή και περισσότερα κελύφη, μη στερεά συνδεδεμένα μεταξύ τους, διαχωρισμένα από μονωτικά υλικά ή/και στρώμα αέρα.
Η γυψοσανίδα αποτελεί το πιο συνηθισμένο υλικό για το διαχωρισμό ενιαίων χώρων. Για να καλυφθούν οι ανάγκες ηχομόνωσης, κυκλοφορούν στο εμπόριο προηγμένα συστήματα γυψοσανίδων, που παρουσιάζουν πολύ βελτιωμένα χαρακτηριστικά σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα, ενώ χάρη στην τυποποίησή τους διευκολύνουν την εγκατάσταση και μειώνουν τις περιπτώσεις αστοχίας.
Πρόκειται για συστήματα δόμησης που αποτελούνται από διπλή γυψοσανίδα με ενδιάμεσο αντικραδασμικό ηχομονωτικό φύλλο και στις δύο όψεις και πλήρωση του διακένου με ηχοαπορροφητικό υλικό.
Η εγκατάστασή τους γίνεται σε ελαστικά κανάλια, ενώ στα σημεία ένωσης μεταξύ των στρωτήρων, των ακραίων ορθοστατών και των περιμετρικών δομικών στοιχείων παρεμβάλλεται αυτοκόλλητη αντικραδασμική λωρίδα. Περιμετρικά κάθε στρώσης γυψοσανίδας διαμορφώνεται αρμός ο οποίος σφραγίζεται με ειδική ηχομονωτική ελαστοπλαστική μαστίχη, ενώ το στοκάρισμα όλων των σημείων της γυψοσανίδας πρέπει να γίνεται με μεγάλη επιμέλεια.
Τα προηγμένα συστήματα ηχομονωτικών γυψοσανίδων είναι δυνατό να ικανοποιήσουν τις ηχητικές απαιτήσεις ακόμη και χώρων με πολύ υψηλές προδιαγραφές, όπως αιθουσών ηχογράφησης, θεάτρων κτλ. Παράλληλα, πρέπει να καλύπτουν τους κανονισμούς θερμομόνωσης και πυρασφάλειας. Στην αγορά κυκλοφορούν προϊόντα, που, πέραν αυτών, ικανοποιούν ειδικές απαιτήσεις σε υγρασία και μηχανικές καταπονήσεις.
Υφιστάμενα σταθερά χωρίσματα
Η βελτίωση της ηχομόνωσης υφιστάμενων χωρισμάτων από οπτοπλινθοδομές συνήθως επιτυγχάνεται με την εφαρμογή δύο στρώσεων γυψοσανίδων, σε απόσταση από το κέλυφος. Συγκεκριμένα, στο υφιστάμενο χώρισμα κατασκευάζεται σύστημα σκελετών με στρωτήρα στο δάπεδο, εδρασμένο σε ελαστική λωρίδα και κατακόρυφο ορθοστάτη, επάνω στον οποίο βιδώνονται δύο φύλλα γυψοσανίδας. Στο διάκενο τοποθετείται ηχομονωτικό υλικό, που αποτρέπει το συντονισμό μεταξύ των δύο κελυφών και αυξάνει την απώλεια της ηχητικής ενέργειας.
Κατά την εγκατάσταση, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται και στη σύνδεση των δύο κελυφών. Η ελαστική σύνδεση επιδρά σημαντικά στην αύξηση της τελικής ηχομονωτικής απόδοσης του χωρίσματος και στην αποφυγή ηχογέφυρας. Αυτό επιτυγχάνεται με ειδικά αντικραδασμικά στηρίγματα, κατασκευασμένα από ελαστικά υλικά σε συνδυασμό με μεταλλικά στοιχεία ή με τη στήριξη των νέων κελυφών με χωριστούς σκελετούς, απομονωμένους από την υφιστάμενη τοιχοποιία. Το κέρδος που προκύπτει από την προσθήκη της νέας επένδυσης είναι της τάξεως των 13 - 15 dB. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα προϋποθέτει έλεγχο για τη συνεισφορά μετάδοσης του θορύβου και από τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία του κτιρίου.

Σε αυτό το κτίριο γραφείων οι open space χώροι εργασίας και οι αίθουσες συσκέψεων διαφορετικών μεγεθών διαχωρίζονται μεταξύ τους από διαφανή χωρίσματα, ενώ ανάμεσά τους διαμορφώνονται και νησίδες τεχνητής φύτευσης – δωμάτια, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως χώρος χαλάρωσης ή ένας πιο ήσυχος, απομονωμένος χώρος ατομικής εργασίας. Τα διαφανή χωρίσματα και οι φυτεύσεις έχουν σκοπό να δημιουργούν θέα και φυγές διαπερατότητας ανάμεσα στους χώρους. Με αυτόν τον τρόπο, οι χώροι είναι διακριτοί αλλά και ταυτόχρονα συνδεδεμένοι σε μια ενιαία σύνθεση.
Φωτογραφίες: Μαριάνα Μπίστη

Το House of Shila δημιουργεί boutique χώρους και δημιουργικά "οικοσυστήματα" με απεριόριστη φαντασία. Το άνοιγμα του δεύτερου χώρου του "Mona" σηματοδοτεί τη συνεχή δέσμευσή του στην τέχνη του ζην. Του έργου ηγείται ο επιχειρηματίας Shai Antebi με έδρα τη Νέα Υόρκη, ο οποίος στην Ελλάδα ένωσε τις δυνάμεις του με τη φωτογράφο και creative director Ευτυχία Στεφανίδη.
Στην καρδιά του κέντρου της Αθήνας, στου Ψυρρή, το "Mona" αντιπροσωπεύει μια νέα εποχή για τα boutique ξενοδοχεία και τους πολυχώρους.
Τοποθετημένο σε ένα οκταώροφο εργοστάσιο της δεκαετίας του 1950 περιλαμβάνει 20 δωμάτια, ένα concept cafe & living room στο ισόγειο και μια αίθουσα στο υπόγειο, που λειτουργεί ως χώρος για μουσικες συγκεντρώσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Στο δώμα αποκλειστικά για μέλη, οι επισκέπτες απολαμβάνουν την ατελείωτη έμπνευση του αθηναϊκού αστικού τοπίου και της Ακρόπολης.
Το "Mona" είναι μια μεγάλη "παιδική χαρά" για ταξιδιώτες, καλλιτέχνες, αναδυόμενες και καθιερωμένες μάρκες, παραγωγές φωτογραφιών και ταινιών και εκδηλώσεις όλων των οραμάτων. Πάνω απ’ όλα είναι ένα περιβάλλον που τρέφει την αφήγηση και το συναίσθημα.
Σχεδιάστηκε με μεγάλο σεβασμό για την αρχιτεκτονική του κτιρίου του '50. Η δομή παραμένει αμετάβλητη, αποκαλύπτοντας 70 χρόνια ιστορίας και δίνοντας έμφαση στη διατήρηση των αυθεντικών χαρακτηριστικών, όπως στην τολμηρή σιδερένια σκάλα, στα μωσαϊκά δάπεδα, στα αυθεντικά μεταλλικά παράθυρα και στη μαρμάρινη πρόσοψη.
Οι βιομηχανικοί και αστικοί τόνοι του πρώην εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας εξισορροπούν αρμονικά το παλαιό με το νέο. Το πέρασμα του χρόνου και η αλλαγή που φέρνει μαζί του είναι ορατά στις εκτεθειμένες στρώσεις των τοίχων, που μοιάζουν με έργα τέχνης. Πολλά από τα φωτιστικά και τα αντικείμενα που συναντά ο επισκέπτης είναι βιώσιμα και δημιουργήθηκαν με υλικά, που βρήκε η ομάδα όταν μπήκε για πρώτη φορά μέσα στο κτίριο. 20 ευρύχωρα δωμάτια ανοιχτής διάταξης προσκαλούν τον επισκέπτη σε έναν κόσμο ακατέργαστης πολυτέλειας. Με ένα άγγιγμα θεατρικότητας, το βιομηχανικό φόντο συνδυάζεται με αυθεντικά έργα τέχνης και ειδικά σχεδιασμένα έπιπλα.
Τα δωμάτια ποικίλλουν από ζεστά, σε αστικά (ορισμένα με αίθρια και μπαλκόνια) ή σε ολόκληρα lofts με ανάκλιντρα και γωνιές για εργασία, ξεκούραση ή ρομαντισμό.
Μια ισορροπία άνεσης και θεατρικότητας χαρακτηρίζει τα μπάνια. Μερικά ξεδιπλώνονται ως ολόκληρα σαλόνια με μαξιλάρια και τραπέζια, προσφέροντας μια αίσθηση ηρεμίας.
Όλα τα δωμάτια φωτίζονται από vintage ειδικά σχεδιασμένο φωτισμό και από τον φυσικό ήλιο. Πολυτελείς μπανιέρες, βαμβακερές κουρτίνες και βελούδινες ταπετσαρίες, εξισορροπούν αρμονικά τα βιομηχανικά μεταλλικά τελειώματα και το εκτεθειμένο σκυρόδεμα.

Κεντρική φωτογραφία: ©Eftihia Stefanidi

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.