Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα λύση σκίασης, που μεταμορφώνει την όψη σε ένα γλυπτικό εργαλείο ελέγχου των εσωτερικών συνθηκών. Τα πετάσματα στερεώνονται σε μεταλλικό πλαίσιο, που αγκυρώνεται στο φέροντα οργανισμό και κινούνται μηχανικά ή αυτοματοποιημένα ανάλογα με τις ανάγκες σκίασης. Η επιφάνεια των πετασμάτων μπορεί να είναι διάτρητη ή περσιδωτή ή οποιασδήποτε άλλης μορφής, ώστε να επιτρέπεται η είσοδος του φυσικού φωτός, ακόμη και όταν τα πετάσματα είναι τελείως κλειστά.
Στην φωτογραφία, μεταλλικά διάτρητα πετάσματα σκίασης. Η κίνηση των πετασμάτων επάνω σε μεταλλικούς οδηγούς σε τυχαίες θέσεις δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα δυναμική όψη.

Άποψη κουζίνας με λευκή λάκα σε μονοκατοικία στη Θάσο. Στο εσωτερικό της κατοικίας γενικότερα, τα ανοιχτά χρώματα, οι ενιαίες καθαρές επιφάνειες, τα χειροποίητα αντικείμενα και οι φυσικές υφές υπογραμμίζουν την προσωπικότητα του χώρου, διατηρώντας ανέπαφη την αισθητική του αυστηρότητα.
Στο ισόγειο διατάσσονται η τραπεζαρία, η κουζίνα και ένα λουτρό, με τον άξονα να τα διαχωρίζει αυστηρά από δυο υπνοδωμάτια ξενώνες. Η ολίσθηση του εσωτερικού δαπέδου, έως και τον ημιυπαίθριο χώρο φαγητού, άρει το όριο μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Φωτογραφίες: Studiovd.gr (Νίκος Βαβδινούδης, Χρήστος Δημητρίου).

H Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (Α.Σ.Κ.Σ.Α.), αφοσιωμένη στη συστηματική μελέτη του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα, αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς φορείς σε όλο τον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1881 και έκτοτε προσφέρει μια φιλόξενη βάση για μελέτη και έρευνα στην Ελλάδα, σε μελετητές και μεταπτυχιακούς φοιτητές.
Το εργαστήριο "Malcolm H. Wiener" της Α.Σ.Κ.Σ.Α., το οποίο ιδρύθηκε το 1992, είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητικό κέντρο που εξειδικεύεται στις αρχαιολογικές επιστήμες του ελληνικού χώρου και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου. Οι εγκαταστάσεις του στεγάζονταν μέχρι τον Ιούνιο του 2016 στο κεντρικό κτίριο της Αμερικανικής Σχολής, που βρίσκεται στους πρόποδες του Λυκαβηττού, μεταξύ των οδών Σουηδίας, Γενναδίου και Πατέρα, σε ένα οικόπεδο που αποτελεί μία όαση πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας.
Tο νέο κτίριο είναι διώροφο με υπόγειο, κατασκευάστηκε στο ίδιο οικόπεδο και κλήθηκε να καλύψει τις επαυξημένες ανάγκες του εργαστηρίου, στις αναβαθμισμένες και σύγχρονες εγκαταστάσεις του.
Κύρια επιδίωξη της αρχιτεκτονικής σύνθεσης αποτέλεσε η δημιουργία ενός κτιρίου που να συνδιαλέγεται μορφολογικά και ογκοπλαστικά με το υφιστάμενο κτίριο της Αμερικάνικης Σχολής, καθώς και με το γειτονικό διατηρητέο κτίριο της Αγγλικής Σχολής. Το νέο κτίριο διασπάται σε δύο ανεξάρτητους όγκους, οι οποίοι φέρουν κεραμοσκεπή και ενοποιούνται μορφολογικά και λειτουργικά μέσω ενός μικρότερου όγκου με επίπεδη οροφή και διαφανείς όψεις. Η διάταξη του νέου κτιρίου ολοκληρώνει τη συνθετική χωροθέτηση των κτιριακών όγκων μέσα στο οικόπεδο, διαμορφώνοντας μια εσωτερική αγκαλιά προς τον κήπο της σχολής.
Στο χαμηλότερο κεντρικό πυρήνα με τη γυάλινη πρόσοψη, οργανώνεται η κεντρική είσοδος και η υποδοχή από τη βόρεια πλευρά, ενώ από τη νότια υπάρχει μια δευτερεύουσα είσοδος / έξοδος από και προς την οδό Πατέρα.
Κύριο μέλημα της σχολής, αλλά και της αρχιτεκτονικής ομάδας, αποτέλεσε η κατά το μέγιστο διατήρηση του υφιστάμενου κήπου, του οποίου κάποια δέντρα χρονολογούνται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Γι' αυτό το λόγο, κύριοι εργαστηριακοί χώροι του κτιρίου χωροθετήθηκαν στο υπόγειο, ώστε να επιτευχθεί περιορισμός του κτιριακού όγκου της ανωδομής, σε μία προσπάθεια μέγιστης διατήρησης χαμηλής αναλογίας δομημένης επιφάνειας έναντι φυτεμένων / υπαίθριων χώρων.
Στο υπόγειο χωροθετούνται οι κύριοι εργαστηριακοί χώροι (Chemistry Lab, Earth Science A' Lab, Earth Science B' Lab, Microscopy Lab, X-ray Lab, Analytical Lab ) και ο χώρος συγκριτικών συλλογών / αποθήκευσης (Collections Centre). Για την κάλυψη της ανάγκης φυσικού φωτισμού και αερισμού κατασκευάστηκαν ανοίγματα οροφής και τοποθετήθηκαν ανοιγόμενες φωτιστικές κουπόλες, σε κάθε εργαστηριακό χώρο, καθώς και στον κεντρικό διάδρομο του υπογείου. Έτσι τo φυσικό φως της ημέρας εισέρχεται μέσω των φεγγιτών αυτών και διαχέεται ομοιόμορφα στους εργαστηριακούς χώρους μέσω των κατασκευών ανοιγμάτων της ψευδοροφής πυραμιδοειδούς μορφής.
Τα όρια των εργαστηριακών χώρων υλοποιούνται με διαχωριστικά πετάσματα κατασκευασμένα με έναν συνδυασμό υλικών, ξύλου σε απόχρωση δρυς, μετάλλου σε χρώμα γκρι και γυαλιού. Η χρήση της διαφάνειας μεταξύ των επιμέρους εργαστηρίων συντελεί στη δημιουργία μιας συνολικής εργαστηριακής "ολότητας".
Στα δάπεδα έγινε χρήση βινυλικής επίστρωσης σε μία χάραξη εναλλαγής χρωματισμών, με βασικό χρώμα των χώρων το ανοιχτό γκρι, σε συνδυασμό με ζώνες κίτρινου χρώματος, που δίνουν ένταση, κατά μήκος του διαδρόμου. Η χάραξη αυτή καθρεφτίζεται και στην οροφή, ορίζοντας ζώνες αυτόφωτων επιφανειών.
Επιπρόσθετα, στο υπόγειο δημιουργείται χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων 22 θέσεων, καθώς και οι απαραίτητοι χώροι των Η/Μ εγκαταστάσεων.
Στο ισόγειο χωροθετούνται οι γραφειακοί χώροι του εργαστηρίου και η αίθουσα "Osteology Lab", που αποτελεί τον εργαστηριακό χώρο, στον οποίο τα οστεολογικά ευρήματα (ανθρώπινα και ζωικά) εξετάζονται μακροσκοπικά, διαχωρίζονται και ταξινομούνται, ενώ αν κριθεί απαραίτητο, αναλύονται και μελετώνται περεταίρω στους εξειδικευμένους εργαστηριακούς χώρους του υπογείου. Τα υλικά των χώρων αυτών αποτελούνται από γκρι βινυλικό δάπεδο, επενδύσεις ξύλινων ακουστικών πετασμάτων σε απόχρωση δρυς και λευκά έπιπλα γυαλιστερών υφών με μεταλλικές ανθρακί λεπτομέρειες.
Στον α' όροφο βρίσκεται η βιβλιοθήκη του κτιρίου, στην οποία εντάσσονται χώροι αναγνωστηρίων και μελέτης. Σε άμεση επαφή με τη βιβλιοθήκη χωροθετείται μία αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, η οποία διαχωρίζεται από το χώρο της βιβλιοθήκης με τη χρήση λευκών κινούμενων ηχομονωτικών πετασμάτων. Ο "κινητός τοίχος" ήταν μία αρχιτεκτονική επιλογή, ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη ευελιξία στη λειτουργία των χώρων με τη μέγιστη ενοποίησή τους, αλλά και τον πλήρη διαχωρισμό τους.
Οι επεμβάσεις που έγιναν στον περιβάλλοντα χώρο περιορίστηκαν στην ανακατασκευή του γηπέδου τένις πάνω από το νέο υπόγειο (εκτός περιγράμματος ανωδομής), στη σύνδεση των υφιστάμενων μονοπατιών με το νέο κτίριο και τέλος στη μεταφύτευση ορισμένων δένδρων και στη συμπλήρωση του πρασίνου με κατάλληλη επιλογή φυτών. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν αντλήθηκαν από την παλέτα υλικών του υφιστάμενου κήπου και αποτελούνται από τσιμέντο, πέτρα, μάρμαρο, κεραμικά πεπαλαιωμένα τούβλα και ακανόνιστες πλάκες Καρύστου.

Πρόκειται για τον σχεδιασμό ενός χώρου εστιατορίου ασιατικής κουζίνας, εμβαδού 1.100,00 m², τοποθετημένου στην ταράτσα κτιρίου στο κέντρο της Λάρισας.
Εμπνεόμενοι από στοιχεία της ιαπωνικής αρχιτεκτονικής, οι μελετητές σχεδίασαν τον χώρο με στοιχεία όπως το "τατάμι" (παραδοσιακό ιαπωνικό χαλί φτιαγμένο από άχυρο ρυζιού), το νερό, τα μπαμπού. Το εστιατόριο "ΚΟΒΕ" αποτελείται από χώρο φαγητού, χώρο ποτού και μπαρ, καθώς και βοηθητικούς χώρους.
Μία κατασκευή από επάλληλα μπαμπού, στα οποία σχηματίζονται ιερογλυφικά γράμματα τοποθετείται στην είσοδο υποδεχόμενη τους πελάτες. Σειρά έχει μία περιοχή νερού, με μία φύτευση ενός μπονζάι στο κέντρο της, η οποία λειτουργεί ως ένα φίλτρο για το χώρο του φαγητού και ταυτόχρονα ως το υγρό στοιχείο, που δεν μπορεί να λείπει από έναν ιαπωνικό σχεδιασμό. Ένα στέγαστρο από μπαμπού σε συνδυασμό με διαχωριστικά από το ίδιο υλικό καθορίζουν τον χώρο φαγητού.
Σε μία προσπάθεια παραπομπής στο ιαπωνικό "τατάμι" δημιουργήθηκαν στο δάπεδο ορθογώνια τμήματα ανάγλυφων πλακών, τοποθετημένων σε μεταλλικά κουτιά σε έναν κάνναβο αντίστοιχο με τα πραγματικά "τατάμι".
Στοιχεία όπως το στέγαστρο, το δάπεδο και η φύτευση έρχονται σε πρώτο πλάνο μιας και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, όπως οι μεταλλικές πλάκες στην όψη του κτιρίου και οι ξύλινες επιφάνειες στον χώρο του μπαρ, βάφονται σε σκούρο γκρι με σκοπό να αποτελέσουν τον καμβά τους.

ΙΔΕΕΣ, ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Η σταδιακή αλλαγή της σύστασης των βαφών προς όφελος της υγείας των χρηστών και του περιβάλλοντος, η παραγωγή προϊόντων με μεγαλύτερη ευκολία εφαρμογής, η παραγωγή «έξυπνων» βαφών και η εμφάνιση μιας τεράστιας ποικιλίας υφών και διακοσμητικών τεχνικών, που καλύπτουν κάθε αισθητική απαίτηση, αποτελούν τις τελευταίες τάσεις στον κλάδο των βαφών εσωτερικών χώρων.

Σε εσωτερικά δάπεδα σκυροδέματος και ξύλου η αντίσταση στη μετάδοση του ήχου επιτυγχάνεται με τη μάζα του δαπέδου, την εφαρμογή ηχομονωτικού υλικού σε κάποιο σημείο της κατασκευής, και το σχηματισμό κενών μεταξύ ενός βαριού στοιχείου της κατασκευής (π.χ. πλάκα σκυροδέματος) και μιας λεπτής και άκαμπτης πλάκας, η οποία συνήθως σχηματίζει ένα υπερυψωμένο δάπεδο ή μια ψευδοροφή.Τα δάπεδα σκυροδέματος προσφέρουν ικανοποιητική ηχομόνωση λόγω της μάζας τους και επειδή δεν επιτρέπουν τη δημιουργία ασυνεχειών στην κατασκευή. Στα ξύλινα δάπεδα η μόνωση θεωρείται απαραίτητη. Επίσης, οι περιμετρικοί τοίχοι πρέπει να έχουν σχετικά μεγάλο πάχος (>112 mm οπτοπλινθοδομής) ώστε να αποτρέπεται η διέλευση του ήχου μέσω αυτών. 

Η κεντρική ιδέα της σύνθεσης διαμορφώθηκε σε συνάρτηση εκθετικών παραγόντων σχεδιασμού. Το επίμηκες σχήμα της κάτοψης με τα δύο αντιδιαμετρικά δραματοποιούν το εσωτερικό περιβάλλον. Η επαύξηση των παραπάνω δεδομένων, μέσω της μελέτης ελλειπτικών γεωμετριών εφαρμοσμένων σε παραλληλία και της ταυτόχρονης αναίρεσης συμβατικών γεωμετριών, οδήγησαν στο τελικό προϊόν του σχεδιασμού. Οι πολλαπλότητες που αφορούν στην εφαρμογή υλικών σε αδρές και στιλπνές επιφάνειες, στη μονοχρωματική επιλογή στο εσωτερικό κέλυφος με τους σημειακούς πολυχρωματισμούς, στην αντιπαράθεση των βινυλικών και compact υλικών με τις μεταλλικές - ορειχάλκινες και ξύλινες επιφάνειες σημύδας και ελιάς σε στοιχεία των κατασκευών, διαμόρφωσαν το τελικό concept του καφέ-μπαρ.

"Ακουμπισμένη" στο βράχο του βουνού, σχεδόν στην κορυφή του ακρωτηρίου Κουτουλάς, προσαρμοσμένη στο άγριο τοπίο και φτιαγμένη από τα υλικά της γης, αυτή η κατοικία είναι ένας επιμήκης γραμμικός όγκος, ημιθαμμένος στο έδαφος, αγκαλιάζεται από πέτρινη λιθοδομή σε σχήμα Γ, που προφυλάσσει την κατοικία από το βορρά, γίνεται το όριο προς το βραχώδες ύψωμα και ορίζει την κεντρική είσοδο προς τη δύση, με θέα τη θάλασσα του δυτικού Κρητικού πελάγους.
Δύο καθαροί όγκοι, αυτός του καθιστικού - κουζίνας - τραπεζαρίας και αυτός των υπνοδωματίων, συνδέονται με έναν προστατευμένο διαμπερή ημιυπαίθριο χώρο διημέρευσης στην κατεύθυνση βορρά - νότου, που ξεκινάει από το βράχο και καταλήγει σε υπερυψωμένη εξέδρα, αιωρούμενη μεταξύ βουνού και θάλασσας, ουρανού και γης.
Τα μεγάλα συρόμενα κουφώματα του καθιστικού ενοποιούν το εσωτερικό και το εξωτερικό και δημιουργούν ένα μεγάλο, ανοιχτό, στεγασμένο με πέργκολα χώρο διαμονής, που ενοποιείται με τον ημιυπαίθριο.
Ένα μακρόστενο υδάτινο στοιχείο δημιουργείται παράλληλα στους κύριους χώρους της κατοικίας και είναι το όριο προς την απότομη κλίση, τη θέα και τη θάλασσα.
Τη σύνθεση συμπληρώνουν πέργκολες και σκίαστρα από μέταλλο και ξύλο.
Το εμφανές σκυρόδεμα στις πλάκες, ο πηλός στο χρώμα του χώματος στους τοίχους εξωτερικά, το κουρασάνι στο χρώμα της άμμου στους εσωτερικούς τοίχους, τα σκουριασμένα μέταλλα, τα στραβά ξύλα στις πέργκολες και η φυσική πέτρα ξερολιθιάς είναι τα βασικά υλικά της κατοικίας. Η φύτευση έχει διαμορφωθεί ως συνέχεια του βουνού.
Τέσσερα υπνοδωμάτια με εσωτερικό λουτρό, κουζίνα, τραπεζαρία, καθιστικό και WC σε ενιαίο χώρο, οργανώνονται στους εσωτερικούς χώρους.
Πέργκολες, πισίνα προσβάσιμη απ’ όλους τους χώρους, υπαίθρια ψησταριά, εξωτερική τραπεζαρία και καθιστικό στην εξέδρα και τον προστατευμένο ημιυπαίθριο με τζάκι ευνοούν τη χαλαρή διαβίωση και το "διάλογο" με τη φύση.

Μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Νισύρου, το ερειπωμένο διώροφο κτίσμα στον ορεινό παραδοσιακό οικισμό του Εμπορειού κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι χτισμένο σε σχήμα Γ με πέτρινους τοίχους πάχους 65 cm από μαύρη ηφαιστειακή πέτρα (μελανόπετρα). Αποτελείται από το ημιυπόσκαφο κατώι (60 m²) και τον όροφο (55 m²), ο οποίος διαθέτει εσωτερική περιτοιχισμένη αυλή και στεγάζεται με επίπεδο δώμα.
Η αναστήλωση και η μετατροπή του κτίσματος σε ένα αυτόνομο διαμέρισμα ανά επίπεδο πραγματοποιήθηκε με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση, ως συμβολή στην αειφόρο ανάπτυξη του νησιού, με ιδιαίτερη επιμέλεια και ελάχιστες παρεμβάσεις, ώστε το κτίσμα να προσαρμοστεί στη νέα χρήση χωρίς την αλλοίωση του αυθεντικού του χαρακτήρα. Η επέμβαση επιχειρεί να εντάξει ένα σύγχρονο μινιμαλιστικό σχεδιασμό στη διαχρονική αισθητική της λαϊκής αρχιτεκτονικής, συνδυάζοντας τοπικούς τρόπους δόμησης από πρωτογενή υλικά (πέτρα, ξύλο, κ.ά.) και σύγχρονο εξοπλισμό. Η λιτότητα των αρχιτεκτονικών εκφραστικών μέσων, η κατασκευαστική διαφάνεια και η καθαρότητα των μορφών και των όγκων, σε σύνθεση με το τοπικό ιδίωμα χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν την πλαστικότητα της παραδοσιακής φόρμας.
Μέσα από την κλιμάκωση των επιπέδων εκφράζεται η λειτουργική οργάνωση του εσωτερικού, ενώ υπερυψωμένα πατάρια σχεδιάστηκαν ως χώροι ύπνου. Η χρήση του φυσικού ξύλου στο δάπεδο του ορόφου και της πατητής τσιμεντοκονίας στο ισόγειο δημιουργεί ήρεμες συνεχείς επιφάνειες που προσδίδουν αντιληπτική συνέχεια, ενώ το λευκό χρώμα κυριαρχεί παντού για να ενοποιήσει και να φωτίσει τους μικρούς ανεξάρτητους χώρους. Μορφολογικά στοιχεία όπως τζάκια, φούρνος και η πέτρινη σκάλα που συνέδεε τους δύο ορόφους ενσωματώνονται στη νέα χρήση και συνδυάζονται με επίπλωση και χρηστικά αντικείμενα σε απλές γεωμετρικές φόρμες σε μια σύνθεση του παλαιού με το καινούργιο. Ο αρχικά ημιυπαίθριος προθάλαμος κάτω από την αυλή μετατρέπεται στον ημιυπόσκαφο χώρο του μπάνιου που καλύπτεται εξολοκλήρου από τσιμεντοκονίαμα για να ενοποιήσει αισθητικά τα διατηρούμενα μορφολογικά στοιχεία της σκάλας και του φούρνου με τους ανάγλυφους τοίχους, το δάπεδο με τις νέες κτιστές κατασκευές που συμπληρώνουν το σύνολο. Οι αδροί κατάλευκοι τοίχοι από εμφανή λιθοδομή συνδυάζονται με τις λείες ανοιχτόχρωμες επιφάνειες των δαπέδων, τις ακατέργαστες ξύλινες δοκούς στις οροφές, τις εσοχές και τα κτιστά έπιπλα για να δημιουργήσουν ένα ογκοπλαστικό σύνολο με ήπια χρωματική αρμονία, που αναδεικνύεται μέσα από το φυσικό φως, διάχυτο στο εσωτερικό μέσα από τα μικρά παράθυρα.
Στις εξωτερικές όψεις κυριαρχεί η αρμολογημένη εμφανής λιθοδομή που προσφέρει τη θερμική της μάζα και ενοποιεί οπτικά την κατοικία με το τοπίο. Ο τεχνητός φωτισμός μελετήθηκε ώστε να αναδεικνύει διακριτικά το ανάγλυφο των τοίχων χωρίς να ενοχλεί.

Μαύρες μεταλλικές γραμμές διαγράφουν στους τοίχους καθαρά γεωμετρικά σχήματα, εγκιβωτίζοντας διάφανες μεταλλικές βιτρίνες και ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Όλα τα έπιπλα αποτελούν ειδικά σχεδιασμένες κατασκευές, οι οποίες αναδεικνύονται από το μαύρο μωσαϊκό στο δάπεδο. Σχεδιασμός κοσμηματοπωλείου στα Ιωάννινα. Φωτογραφίες: Γιάννης Ζινδριλής.

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.