Αποκατάσταση και επανάχρηση αρχοντικού αγροτόσπιτου στην Προσοτσάνη Δράμας
Το κτιριακό συγκρότημα του αρχοντικού βρίσκεται στη συνοικία Βαρόσι, νότια και σε μικρή απόσταση από την πλατεία της Προσοτσάνης Δράμας.
Υπάρχουσα κατάσταση
Στο κτιριακό συγκρότημα, του οποίου η κατασκευή χρονολογείται στα μέσα του 19ου αιώνα, διακρίνονται δύο ενότητες, το κυρίως κτίσμα και η νότια πτέρυγα των βοηθητικών χώρων. Οι βοηθητικοί χώροι διατάσσονται κατά μήκος του νότιου αυλότοιχου και στεγάζονται με κεραμοσκεπή στέγη.
Το κυρίως κτίσμα αποτελείται από δύο ορόφους. Το ισόγειο οργανώνεται με το ημιυπαίθριο χαγιάτι και τον κλειστό αποθηκευτικό χώρο. Σ' αυτούς τους χώρους γίνονταν διάφορες εργασίες, ανάλογα με την εποχή και τις αντίστοιχες αγροτικές δραστηριότητες. Επεξεργασία και ξήρανση φύλλων καπνού, αποθήκευση κρασιού και τσίπουρου κτλ.
Στο ισόγειο διατηρείται επίσης ένας κλειστός χώρος διαμονής με υπόγειο. Στο ισόγειό του τμήμα υπάρχει τζάκι και περιμετρικά παράθυρα.
Στους χώρους του κτιρίου διασώζονταν πολυάριθμα σκεύη και αντικείμενα όπως βαρέλια, νταμιτζάνες, αργαλειός, γεωργικά εργαλεία και άλλα σπάνια αντικείμενα τεχνολογίας του 19ου αιώνα, τα οποία μαρτυρούν αντίστοιχες ασχολίες των κατοίκων της περιοχής. Κάτω από το ξύλινο δάπεδο στο υπόγειο τοποθετούσαν τα αποξηραμένα φύλλα καπνού, για να αποκτήσουν την κατάλληλη ποσότητα υγρασίας πριν να διοχετευτούν στο εμπόριο.
Η επικοινωνία με τον όροφο γινόταν μέσω ξύλινης σκάλας. Η σημερινή θέση της σκάλας δεν είναι η αρχική, ωστόσο εντάσσεται αρμονικά στην ογκοπλασία του κτιρίου. Ο όροφος οργανώνεται με το ημιυπαίθριο χαγιάτι, τα εν σειρά δώματα, στα οποία διέμεναν οι συγγενικές οικογένειες, ο καλός οντάς και το λιακωτό. Το χαγιάτι αρχικά ήταν όλο ημιυπαίθριο και η κατασκευή της στέγης ήταν εμφανής.
Εσωτερικά οι χώροι των δωματίων είχαν πολλές αλλοιώσεις και μετατροπές. Ο καλός οντάς διατηρούσε σε κακή κατάσταση πολλά από τα αυθεντικά του στοιχεία, όπως περίτεχνη οροφή, ίχνη της παλαιάς μουσάντρας, περιμετρικά παράθυρα, καρφωτή πόρτα κτλ.
Το λιακωτό βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία, είναι υπερυψωμένο από τη στάθμη του χαγιατιού και εδράζεται επάνω στην κατασκευή της αποθήκης των δημητριακών.
Το κτίριο τυπολογικά και μορφολογικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως τυπικό δείγμα παραδοσιακής κατοικίας του 19ου αιώνα στο βορειοελλαδικό χώρο. Τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι λιτά και απέριττα με μόνη εξαίρεση την περίτεχνη οροφή του καλού οντά. Όλα του τα στοιχεία απηχούν την οικονομία της κατασκευαστικής τεχνολογίας της εποχής.
Το κτίριο είναι δομημένο με δύο υλικά: πέτρα και ξύλο. Λιθοδομές είναι οι φέρουσες περιμετρικές τοιχοποιίες του ισογείου και του υπόγειου τμήματος εκτός από ορισμένες ξυλόπηκτες, οι οποίες είναι κατασκευασμένες με το σύστημα της πλοκαριάς. Στον όροφο από λιθοδομή είναι κατασκευασμένες η βόρεια και δυτική τοιχοποιία. Όλες οι υπόλοιπες είναι ξυλόπηκτες, οι περισσότερες με το σύστημα της πλοκαριάς και ορισμένες με μπαγδατί. Ξύλινα μέρη είναι οι στύλοι, οι σκάλες, τα δοκάρια, τα πατόξυλα, ο σκελετός της στέγης, οι σανίδες των δαπέδων και των οροφών.
Η επικεράμωση της στέγης παρουσίαζε μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα, άξια σχολιασμού. Επί των τεγίδων της στέγης τοποθετούνται επιτεγίδες, έτσι ώστε να σφηνώνονται τα χειροποίητα κεραμίδια στρωτήρες και επί αυτών να τοποθετούνται οι καλύπτρες. Μ' αυτό τον τρόπο, μη χρησιμοποιώντας κονίαμα, επιτυγχάνεται αφενός ο αερισμός της στέγης, χρήσιμος για την ξήρανση των καπνών, αφετέρου η ελάφρυνση του βάρους της επικεράμωσης, γεγονός που επιτρέπει λεπτότερες διατομές στο σκελετό της στέγης.
Στην πτέρυγα των βοηθητικών χώρων διακρίνονται διάφορες περιοχές με συναφή λειτουργικό χαρακτήρα. Στην πρώτη υπάρχει το πηγάδι, το βαρούλκο, με το οποίο αντλούσαν με κουβάδες το νερό, η πέτρινη λαξευτή σκάφη για το πλύσιμο των ρούχων, καθώς επίσης και το συγκρότημα παρασκευής τσίπουρου. Στη δεύτερη περιοχή γινόταν η παρασκευή του φαγητού και το ψήσιμο του ψωμιού. Σ' αυτή διατηρούνται λείψανα της μασίνας για το μαγείρεμα και ο σημαντικών διαστάσεων φούρνος, του οποίου ο χώρος καύσης κατέληγε σε καμινάδα. Στην τρίτη περιοχή της πτέρυγας των βοηθητικών χώρων διακρίνεται μια δεύτερη βοηθητική αυλόπορτα και ένα ξύλινο σιλό για την αποθήκευση των δημητριακών, σπάνιο δείγμα για κατοικία της εποχής. Οι ενδιαφέρουσες αυθεντικές κατασκευές που περιγράφηκαν συντηρήθηκαν και αποκαταστάθηκαν, ώστε να αποτελέσουν μαρτυρία και μουσειολογικό έκθεμα μιας ξεχασμένης οικοδομικής τεχνολογίας.
Εργασίες αποκατάστασης
Το αρχοντικό αγροτόσπιτο της οικογένειας Τσολάκογλου αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, αναδείχθηκαν όλα τα διατηρούμενα στοιχεία της αγροτικής οικονομίας και εντάχθηκαν σ’ αυτό όλα τα διασωζόμενα αντικείμενα λαογραφικού ενδιαφέροντος που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή, ώστε ο επισκέπτης να αποκτά μια πλήρη εικόνα για τη διάρθρωση των χώρων, τη μορφή της κατοικίας, καθώς και για την κοινωνική και οικονομική ζωή της εποχής.
Μια τέτοια χρήση είναι κατά τεκμήριο συμβατή. Έτσι, ο έλεγχος συμβατότητας αφορά κυρίως στις νέες εγκαταστάσεις για τη σύγχρονη λειτουργία του (φωτισμό, ύδρευση, αποχέτευση, θέρμανση). Το ίδιο συμβατές είναι και οι απαραίτητες δομοστατικές ενισχύσεις. Αυτές κατασκευάστηκαν έτσι, ώστε να είναι διακριτές και κατά το δυνατόν ανακλητές και να διακρίνονται από τα αυθεντικά τμήματα του κτιρίου.
Το υπό μελέτη κτίριο λόγω παλαιότητας, εγκατάλειψης αλλά και αλλαγών που υπέστη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα παρουσίαζε μια εικόνα παρατεταμένης φθοράς με πολλών ειδών προβλήματα που επηρέαζαν την φέρουσα ικανότητά του. Οι τοιχοποιίες του κτιρίου είχαν υποστεί σημαντικές παραμορφώσεις σε αρκετά σημεία. Υπήρχαν πολλές διαμπερείς ρωγμές, καθώς και γήρανση και αποσάθρωση των κονιαμάτων λόγω υγρασίας. Ο ξύλινος σκελετός του κτιρίου παρουσίαζε μια μέτρια έως προχωρημένη κατάσταση φθοράς.
Η θεμελίωση του κτιρίου ενισχύθηκε με εσωτερική περιμετρική πεδιλοδοκό οπλισμένου σκυροδέματος. Όλες οι τοιχοποιίες συντηρήθηκαν (καθαρισμός επιφανειών, αρμολογήματα, προστασία ξυλοδεσιών) και ενισχύθηκαν με ενέματα. Σε ορισμένες τοιχοποιίες με πολύ έντονες ρηγματώσεις κατασκευάστηκε μονόπλευρος μανδύας 7 έως 10 cm, ενώ σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις ρηγματωμένων τοιχοποιιών χρησιμοποιήθηκαν ενισχύσεις με μεταλλικές δοκούς.
Όσα από τα ξύλινα εμφανή υποστυλώματα παρουσίαζαν στατική επάρκεια (τουλάχιστον 11 x 11 (cm)) και ήταν σε καλή κατάσταση διατηρήθηκαν επί τόπου, ενώ τα υπόλοιπα αντικαταστάθηκαν με νέα. Όλα τα εσωτερικά κουφώματα συντηρήθηκαν, ενώ τα εξωτερικά ανακατασκευάστηκαν.
Το ξύλινο δάπεδο του ορόφου ενισχύθηκε, ώστε να φέρει με ασφάλεια τα φορτία της νέας χρήσης του κτιρίου. Για την επίτευξη της διαφραγματικής λειτουργίας πραγματοποιήθηκαν οι παρακάτω επεμβάσεις:
α. Στην οροφή του ισογείου καρφώθηκε νέο σανίδωμα από ξυλεία δρυός, ελάχιστου πάχους 2,5 cm, επάνω στο παλαιό σανίδωμα. Το παλαιό σανίδωμα καθαιρέθηκε, συντηρήθηκε και επανατοποθετήθηκε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αντικατάστασης - πύκνωσης των δοκών.
β. Στην οροφή του ορόφου, εκτός από την περίτεχνη ξυλόγλυπτη οροφή του νοτιοανατολικού δωματίου (καλού οντά), οι υπόλοιπες οροφές καθαιρέθηκαν, καρφώθηκε νέα οροφή, πάχους 2,5 cm, από κόντρα πλακέ και από κάτω επανατοποθετήθηκε το παλαιό ταβάνωμα.
γ. Στο χαγιάτι, στο οποίο η στέγη ήταν εμφανής, δεν εξασφαλιζόταν η διαφραγματική λειτουργία. Επειδή όλη η ξύλινη κατασκευή ήταν ιδιαίτερα εύκαμπτη και για να περιορισθούν τόσο οι μετακινήσεις, όσο και τα εντατικά μεγέθη των στύλων, δοκών και όμορων τοιχοποιιών, τοποθετήθηκε στο οριζόντιο επίπεδο έδρασης της στέγης σύστημα διαγώνιων ράβδων με διάμετρο Ø26 mm από χάλυβα. Η επιρροή αυτών των στοιχείων στη συνολική βελτίωση της απόκρισης του φορέα για δυναμικά φορτία είναι καθοριστική.
Όλες οι οδεύσεις των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων κατασκευάστηκαν εμφανείς. Η θέρμανση του κτιρίου εξασφαλίζεται με ηλεκτρικούς θερμοπομπούς. Στόχος είναι να καλυφθούν μερικώς οι ανάγκες θέρμανσης του κτιρίου και να μην προσβάλλεται η αισθητική των εσωτερικών χώρων. Οι θερμοπομποί χρησιμοποιούνται μόνον κατά τη διάρκεια των επισκέψεων στο χώρο των εκθέσεων.
Στοιχεία έργου:
Αρχιτεκτονική μελέτη: Μαρία Δούση, Δρ. Msc. αρχιτέκτων, λέκτορας Α.Π.Θ., Ζωή Μπαλζοπούλου, Msc αρχιτέκτων Υ.Ν.Μ.&Τ.Ε Αν. Μακεδονίας και Θράκης ΥΠ.ΠΟ.
Σύμβουλος: Μιχαήλ Ε. Νομικός, καθηγητής Α.Π.Θ.
Στατική μελέτη: Νίκος Τζιμόπουλος, Msc. πολιτικός μηχανικός.
Η/Μ μελέτη: Αντώνης Δονούλης, Msc. ηλεκτρολόγος μηχανικός.
Μουσειολογική μελέτη: Ζωή Μπαλζοπούλου, Msc αρχιτέκτων Υ.Ν.Μ.&Τ.Ε Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ΥΠ.ΠΟ.
Επιβλέπουσα υπηρεσία: Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Προσοτσάνης.
Τεχνική εταιρεία κατασκευής: Κοινοπραξία: Α. Παναγιωτίδης, Γ. Ζαχαριάδης, Σ. Ματζίκος.
Εφαρμογή μουσειολογικής μελέτης και μουσειογραφική μελέτη: Κυριακή Ουδατζή, δρ. Msc. αρχιτέκτων.
Τοποθεσία: Προσοτσάνη Δράμας.
Συνολικό εμβαδό κτιρίου: 300 m²
Χρόνος μελέτης: 2006
Χρόνος κατασκευής: 2012 - 2013
Παρουσίαση, φωτογραφίες: Μαρία Δούση, Μιχαήλ Ε. Νομικός, αρχιτέκτονες μηχανικοί