Oι τεχνικές σύνδεσης των μεταλλικών στοιχείων μεταξύ τους είναι:
• Hλώσεις. Στα σημεία επαφής τοποθετούνται πλάκες με κατάλληλες οπές, στις οποίες εφαρμόζονται οι ήλοι και “κεφαλώνονται”.
• Kοχλιώσεις.Oι συνδέσεις γίνονται με κοχλίες είτε απευθείας σε οπές επάνω στα μεταλλικά στοιχεία είτε με την παρεμβολή συνδετικών πλακών ή με κομβοελάσματα.
• Συγκολλήσεις. Mε καύση μείγματος οξυγόνου - ασετυλίνης ή με ηλεκτρικό τόξο επιτυγχάνεται τήξη των μεταλλικών στοιχείων στη θέση της συγκόλλησης.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχή τοποθέτηση κατέχει η ποιότητα του υποστρώματος, το οποίο πρέπει να έχει τις κατάλληλες κλίσεις (≥2%), ώστε να αποστραγγίζονται τα όμβρια ή τα νερά από τις εργασίες καθαρισμού. Η επιφάνεια του υποστρώματος θα πρέπει να είναι ομαλή, λεία, στεγνή και καθαρή από οτιδήποτε μπορεί να βλάψει την πρόσφυση του συγκολλητικού υλικού. Για τη βελτίωση της επιφάνειας του υποστρώματος χρησιμοποιούνται εδικά επιπεδωτικά υλικά, ώστε να μη μένει νερό στην επιφάνεια μετά τη διάστρωση· γεγονός που αποτελεί σημαντικό παράγοντα ελάττωσης της πρόσφυσης του συγκολλητικού μείγματος. Το σκυρόδεμα της πλάκας σκυροδέματος θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 6 εβδομάδων, ενώ το σκυρόδεμα κλίσεων τουλάχιστον 4 εβδομάδων. Η επιφάνεια, επάνω στην οποία θα γίνει η επίστρωση πλακιδίων, θα πρέπει να διαβραχεί τόσο, ώστε να κορεστεί χωρίς όμως να έχει ίχνη νερού στην επιφάνειά της. Κατόπιν τοποθετούνται οι οδηγοί που χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση των κλίσεων και την οριοθέτηση επιφανειών (που θα διαστρωθούν την ίδια ημέρα) και το τσιμεντοκονίαμα ανάμεσά τους, το οποίο επιπεδώνεται και αφήνεται να στεγνώσει. Το πάχος του συγκολλητικού υλικού δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 2,5 cm, ενώ σε περίπτωση που χρειάζεται η εξίσωση πλακών διαφορετικού ύψους χρησιμοποιείται εξισωτική στρώση γαρμπιλοδέματος ή ισχυρού τσιμεντοκονιάματος.Τοποθετούνται οι αποστάτες και τα πλακίδια με ελαφρά πίεση με τη ξύλινη λαβή από το μυστρί. Μεταξύ των πλακιδίων αφήνεται αρμός σταθερού πλάτους 1-2 cm, που συμπληρώνεται μετά την πήξη του τσιμεντοκονιάματος με παχύρρευστο ισχυρό τσιμεντοκονίαμα. Για την εύκολη και γρήγορη απορροή των ομβρίων πρέπει να αποφεύγεται η διαμόρφωση της επιφάνειας των αρμών σε επίπεδο χαμηλότερο από της επιφάνειας των πλακιδίων. Στην περίπτωση που τα πλακίδια τοποθετούνται με κόλλα επάνω από την στρώση κλίσεων κατασκευάζεται στρώση από τσιμεντοκονίαμα πάχους 2,5 cm, συνεχής, χωρίς αρμούς, που αφήνεται να στεγνώσει. Το υπόστρωμα διαβρέχεται και προστατεύεται κατά την πήξη του. Κατόπιν επικολλώνται τα πλακάκια με κόλλα λεπτής επίστρωσης, ενώ ξεχειλίσματα κόλλας απομακρύνονται γρήγορα με σφουγγάρι.
Πόρτες ασφάλειας υπάρχουν πολλών ειδών, ανάλογα με την αντιδιαρρηκτική προστασία που προσφέρουν σε συνδυασμό και με άλλες ιδιότητες, όπως θερμομόνωση, ηχομόνωση, πυραντοχή κτλ. Eίναι κατά κανόνα στρεφόμενες πόρτες μονόφυλλες και σπάνια δίφυλλες. Χαρακτηρίζονται γενικά από την ισχυρή κατασκευή του θυρόφυλλου και την πολλαπλή στερέωσή του στο εξίσου ισχυρό πλαίσιο ή στα δομικά στοιχεία που το περιβάλλουν με τη χρήση ειδικών μηχανισμών ασφάλισης. Tο πλαίσιο της πόρτας κατασκευάζεται από στραντζαριστό χαλυβδόφυλλο πάχους 2-3 mm, ενώ το θυρόφυλλο με σκελετό από διατομές χάλυβα και πλευρές από χαλυβδόφυλλο, το οποίο καλύπτεται εξωτερικά με φύλλο ξύλου (καπλαμά) ή βαφή. Tα πλευρικά φύλλα ενισχύονται με χαλύβδινες διατομές και το μεταξύ τους κενό γεμίζει με μονωτικό υλικό, αν απαιτείται βελτιωμένη θερμομονωτική και ηχομονωτική προστασία. Xρησιμοποιούνται εξαρτήματα ανάρτη- σης βαρέος τύπου και κλειδαριά ασφάλειας με σύστημα εμβόλων, που στερεώνουν το θυρόφυλλο στο δάπεδο, στο πρέκι και στους ορθοστάτες.