Το Μουσείο Αρχιτεκτονικού Σχεδίου βρίσκεται στη συνοικία Prenzlauer Berg του Βερολίνου, μια περιοχή με επιβλητικά ιστορικά κτίρια του 19ου αιώνα στα οποία φιλοξενούνται studio καλλιτεχνών, γκαλερί και άλλες πολιτιστικές χρήσεις. Συγκεκριμένα το κτίριο του Μουσείου βρίσκεται σε επαφή με το κτιριακό συγκρότημα της ιστορικής ζυθοποιίας Pfefferberg, που έχει μετατραπεί σε σύγχρονες κατοικίες.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός
Η αρχιτεκτονική μελέτη εκπονήθηκε από τους Sergei Tchoban και Sergey Kuznetsov, δημιουργώντας ένα κτίριο που αντανακλά τη χρήση του, δηλαδή τη φιλοξενία της συλλογής του Ιδρύματος Tchoban, που ίδρυσε ο ίδιος ο αρχιτέκτονας το 2009 και περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά σχέδια από το 16ο αιώνα έως σήμερα. Το κτίριο αναπτύσσεται σε πέντε επίπεδα και επίσης διαθέτει υπόγειο για βοηθητικές χρήσεις. Η αρχιτεκτονική φόρμα του κτιρίου χαρακτηρίζεται από εσοχές και προεξοχές στοιχείων του κελύφους που αποκλίνουν από την ορθογωνική κάτοψη του ισογείου με διαφορετικό τρόπο σε κάθε επίπεδο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι κάθε όροφος είναι τυχαία τοποθετημένος σε σχέση με τον υποκείμενο. Το κτιριακό κέλυφος αποτελείται από εμφανές σκυρόδεμα και διαθέτει ελάχιστα ανοίγματα στα τέσσερα επίπεδα, σε αντιδιαστολή με τον τελευταίο όροφο, όπου οι τρεις ελεύθερες όψεις του χαρακτηρίζονται από πλήρη διαφάνεια. Η διαμόρφωση του κελύφους παρουσιάζει μεγάλη πρωτοτυπία και κατασκευαστική αρτιότητα καθώς όλες οι επιφάνειες φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις εμπνευσμένες από τη συλλογή του Ιδρύματος Tchoban.
Εσωτερικά οι χρήσεις οργανώνονται κατά τον κατακόρυφο άξονα. Το ισόγειο χαρακτηρίζεται από ενιαίο χώρο που περιλαμβάνει το χώρο εισόδου, τη βιβλιοθήκη του Ιδρύματος και το κατάστημα του Μουσείου, οι εκθεσιακοί χώροι φιλοξενούνται στον πρώτο και δεύτερο όροφο, το αρχείο στον τρίτο και στο ανώτερο επίπεδο χωροθετούνται τα γραφεία του Ιδρύματος καθώς και δύο υπαίθριοι χώροι με πανοραμική θέα της περιοχής.

Η κατασκευή του κελύφους
Το κέλυφος στο Μουσείο του Ιδρύματος Tchoban αποτελεί μια ενιαία μονολιθική κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα αυξημένου πάχους και θερμικής μάζας, που λειτουργεί ως ο φέροντας οργανισμός του κτιρίου. Αρχικά κατασκευάστηκε το κέλυφος και στη συνέχεια τοποθετήθηκαν τα επίπεδα των ορόφων. Το κέλυφος, συνολικού πάχους 50 cm, αποτελείται από τις εξής στρώσεις υλικών, ξεκινώντας από την εξωτερική επιφάνεια:
• Σκυρόδεμα που εμποδίζει τη διέλευση του νερού (27 cm) και σκυροδετήθηκε επί τόπου στο εργοτάξιο.
• Μόνωση κλειστών κυψελών υάλου (10 cm) που λειτουργεί και ως φράγμα υδρατμών.
• Τοιχοποιία από τούβλα άσβεστου-άμμου (11,50 cm) και
• Ασβεστο-τσιμεντοκονίαμα (1,50 cm).
Οι δύο τελευταίες στρώσεις απορροφούν, αποθηκεύουν και απελευθερώνουν την υγρασία, εξισορροπώντας τα επίπεδά της στους εσωτερικούς χώρους.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος κατασκευής των όψεων από εμφανές σκυρόδεμα και η επεξεργασία της τελικής επιφάνειας. Το κέλυφος εξωτερικά φέρει ανάγλυφες γραμμικές παραστάσεις, που αποτελούν ένα δείγμα της συλλογής που στεγάζεται στο Μουσείο. Η αποτύπωση αυτών των παραστάσεων πάνω στο εμφανές σκυρόδεμα έγινε παράλληλα με τη σκυροδέτηση του κελύφους μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία που χαρακτηρίζεται από τεχνική και αισθητική αρτιότητα.
Οι αρχιτέκτονες επέλεξαν μια σειρά αντιπροσωπευτικών σχεδίων από τη συλλογή του Ιδρύματος, στη συνέχεια τα ψηφιοποίησαν, τα οργάνωσαν και τα επεξεργάστηκαν γραφικά ώστε να συνθέσουν το τελικό μοτίβο που αποτυπώνεται στην όψη. Σε κάθε όροφο του κτιρίου έχει επιλεγεί διαφορετικό μοτίβο, που διατρέχει σε επανάληψη τις όψεις. Χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό κοπτικό μηχάνημα CNC, τα μοτίβα αποτυπώθηκαν πάνω σε μοριοσανίδες και ακολούθησε επεξεργασία των ακμών των εγκοπών ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι παραστάσεις λαξεύτηκαν πάνω στο σκυρόδεμα. Στη συνέχεια εφαρμόστηκε στις μοριοσανίδες χυτό ελαστομερές πολυουρεθάνης και δημιουργήθηκε ένα καλούπι που απεικονίζει το αρνητικό του μοτίβου. Το υλικό παρασκευής των καλουπιών επιλέχθηκε λόγω της υψηλής ελαστικότητας και ευελιξίας του, χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν την ακριβή απόδοση του σχεδίου καθώς και την εύκολη και ασφαλή απομάκρυνσή τους από το σκυρόδεμα μετά τη σκλήρυνση του.
Κατόπιν τα καλούπια τοποθετήθηκαν σε μοριοσανίδες που στερεώθηκαν στο εσωτερικό των ξυλοτύπων. Τα σημεία ένωσης και στερέωσης των καλουπιών μελετήθηκαν κατάλληλα ώστε να ενσωματώνονται στο μοτίβο και οι ακμές τους σφραγίστηκαν με σιλικόνη. Το σκυρόδεμα που εγχύθηκε στους ξυλότυπους φέρει ελαφρύ χρωματισμό στο χρώμα της περγαμηνής, σε αρμονία με το συμβολισμό του κελύφους. Κάθε επίπεδο του κτιρίου σκυροδετήθηκε ενιαία σε ιδανικές καιρικές συνθήκες ώστε να επιτευχθεί η ομοιόμορφη εμφάνιση. Μετά τη σκλήρυνση του σκυροδέματος αφαιρέθηκε ο ξυλότυπος με τα καλούπια και τα σημεία στερέωσής τους καλύφθηκαν από στοιχεία ινοπλισμένου σκυροδέματος ίδιου χρώματος. Τέλος, σε όλους τους εκτεθειμένους εξωτερικούς και εσωτερικούς τοίχους από εμφανές σκυρόδεμα εφαρμόστηκαν επιστρώσεις νανοτεχνολογίας για προστασία από ρύπους, ακαθαρσίες και γκράφιτι.

Η ενεργειακή συμπεριφορά του κελύφους
Οι προδιαγραφές κατασκευής του κελύφους ακολούθησαν τους πιο αυστηρούς κανονισμούς εξοικονόμησης ενέργειας με γνώμονα βέβαια την επίτευξη των ιδανικών συνθηκών στους εσωτερικούς χώρους για τη συντήρηση και προστασία των εκθεμάτων σύμφωνα με τα πρότυπα της ASHRAE. Ο συνδυασμός των υλικών και ο τρόπος κατασκευής του κελύφους, επιτυγχάνουν την εξισορρόπηση των διαφορών στη θερμοκρασία και την υγρασία των εσωτερικών χώρων, εξασφαλίζοντας ιδανικές συνθήκες με ένα περιορισμένο μηχανικό σύστημα θέρμανσης, αερισμού και κλιματισμού, με άμεση συνέπεια την ελαχιστοποίηση των ενεργειακών απαιτήσεων.
Στους εκθεσιακούς χώρους οι εξωτερικές συνθήκες δεν επιδρούν στα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας, τα οποία επηρεάζονται σχεδόν αποκλειστικά από εσωτερικές συνθήκες, όπως ο φωτισμός και η παρουσία των επισκεπτών, γεγονός που περιορίζει τη λειτουργία του κλιματισμού σε 3 έως 7 εναλλαγές αέρα, ενώ ο μέσος ρυθμός στα μουσεία είναι 8 έως 10. Για τις ώρες που το κτίριο είναι κλειστό, το σύστημα θέρμανσης και ψύξης οροφής που διαθέτει επαρκεί για τη διατήρηση των εσωτερικών συνθηκών χωρίς την ανάγκη λειτουργίας του κλιματισμού. Όλοι οι προαναφερθέντες χειρισμοί βελτίωσης της ενεργειακής συμπεριφοράς του Μουσείου αντανακλούν στις μειωμένες ενεργειακές απαιτήσεις λειτουργίας του, που υπολογίζονται στις 240 kWh ετησίως.

Εισερχόμενος στον προστατευόμενο υδροβιότοπο Al Wahtba στο Άμπου Ντάμπι ο επισκέπτης μεταβαίνει από ένα αστικό περιβάλλον σε ένα διαφορετικό φυσικό τοπίο, αποτελούμενο από λίμνες και χαμηλή έως μέτρια βλάστηση, το οποίο φιλοξενεί μεγάλο αριθμό διαφορετικών πτηνών. Ανάμεσα στα διάφορα μεταναστευτικά είδη πτηνών που επιλέγουν να δημιουργήσουν προσωρινά τις φωλιές τους στον υδροβιότοπο Al Wathba είναι και τα φλαμίνγκο.
Στόχος των δύο αρχιτεκτόνων ήταν η δημιουργία μιας βιώσιμης, οικολογικής κατασκευής εύκολα προσβάσιμης απ’ όλους, η οποία θα αποτελεί τοπόσημο, ενώ παράλληλα θα βρίσκεται σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον και με την κουλτούρα του έθνους. Το κτίριο αποτελείται από εμφανή ξύλινα δομικά στοιχεία (modules) που μπορούν εύκολα να κατασκευαστούν εκτός της περιοχής και να μεταφερθούν στο χώρο, μειώνοντας έτσι το χρόνο εγκατάστασης και κατασκευής, το ενεργειακό αποτύπωμα και το βαθμό όχλησης προς την τοπική πανίδα. Ακολουθώντας παράλληλα την “Ανάλυση του συνολικού κύκλου ζωής” (LCA), η επιλογή του συγκεκριμένου δομικού στοιχείου είναι μια εξαιρετική επιλογή για να επιτευχθεί 100% ανακυκλωσιμότητα στο τέλος της ζωής του έργου. Επιπλέον, η τοποθέτηση της διάτρητης κυβικής κατασκευής επιλέχθηκε να γίνει στρατηγικά στο κέντρο των τριών υπαρχόντων λιμνών, έτσι ώστε οι παρατηρητές να έχουν τη μέγιστη δυνατή θέαση.
Πλησιάζοντας προς το παρατηρητήριο, ο επισκέπτης διακρίνει μια βαθιά υποχώρηση της πρόσοψης προς το εσωτερικό του όγκου, η οποία δημιουργεί τον κεντρικό χώρο εισόδου προς το κτίριο. Εσωτερικά ο θολωτός χώρος υποδοχής, ο οποίος παραπέμπει περισσότερο στο οργανικό εσωτερικό ενός σπηλαίου, έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρότητα του κύβου εξωτερικά. Όπως και ο χώρος εισόδου, έτσι και οι υπόλοιποι χώροι εσωτερικά έχουν δημιουργηθεί με βάση την αφαίρεση “υλικού”, ακολουθώντας την ίδια λογική δημιουργίας οργανικών μορφών και αφήνοντας το υπόλοιπο κομμάτι της κατασκευής ως φέρον οργανισμό. Παράλληλα, η αποδόμηση του κύβου εσωτερικά σε μικρότερα κυβικά pixel, υποδηλώνει ότι ο κύβος αποτελεί όχι μόνο την κεντρική μορφή του παρατηρητηρίου, αλλά και δομικό στοιχείο της κατασκευής. Το κτίριο είναι δηλαδή ένα self-similar αντικείμενο.
Το κτίριο αποτελείται από τρία επίπεδα παρατήρησης, η θέση των οποίων προσφέρει πανοραμική θέαση 360 μοιρών στην περιοχή περιμετρικά του κτιρίου. Η κυκλοφορία εσωτερικά και η πρόσβαση στις πλατφόρμες επιτυγχάνεται μέσω ήπια κεκλιμένων διαδρόμων, οι οποίοι δημιουργούν μια συνεχή εσωτερική διαδρομή. Η διαδρομή ξεκινάει από το ισόγειο, όπου ο επισκέπτης μπορεί να βρει πληροφορίες σχετικά με την περιοχή και τα είδη των πουλιών που την επισκέπτονται, και καταλήγει στο υψηλότερο από τα τρία επίπεδα παρατήρησης, το οποίο βρίσκεται 6 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.
Παραπέμποντας στη χρήση που έχει ένα κλουβί, έτσι και ο κύβος επιχειρεί να φέρει αυτή τη φορά τον επισκέπτη στη θέση του κρατουμένου, αντιστρέφοντας έτσι τους ρόλους. Ο τρισδιάστατος διάτρητος κάναβος της κατασκευής δημιουργεί αρκετές επιφάνειες με ανεμπόδιστη θέαση προς το τοπίο, ενώ παράλληλα ο σχεδιασμός των εσωτερικών χώρων προστατεύει από το δυνατό ήλιο και τις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες της ερήμου και μειώνει τα επίπεδα όχλησης που δημιουργούν οι επισκέπτες.

Πρώτο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό Global Architecture & Design Awards (GADA) 2019, στην κατηγορία Interior – Commercial (μελέτη) απέσπασε η συμμετοχή του αρχιτεκτονικού γραφείου ArchZone.
Το “LAB Boutique Hotel” βρίσκεται στην Πλάκα, στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, όπου χτυπά η ελληνική καρδιά και βρίσκονται αναρίθμητα αρχαία μνημεία. Πρόκειται για ένα τετραώροφο νεόδμητο κτίριο, το οποίο περιλαμβάνει την είσοδο, το χώρο υποδοχής, το χώρο του λόμπι, ένα εστιατόριο, 18 δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, όλα προσβάσιμα από άτομα με ειδικές ανάγκες.
Η ιδέα άντλησε έμπνευση από την ελληνική αρχαιότητα και το σχεδιασμό των μινωικών ανακτόρων, καθώς και από τη μυθολογία, χρησιμοποιώντας στοιχεία που θυμίζουν τον λαβύρινθο του Μινώταυρου. Η περίπλοκη κατασκευή του μινωικού παλατιού της Κνωσού κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1700 π.Χ.) αποτελεί σημείο αναφοράς για την κατασκευή του LAB Boutique Hotel.
Εμπνευσμένοι απ’ το μύθο, οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν κατασκευές και χώρους, που δανείζονται στοιχεία όπως το λαβύρινθο, την πορεία του νήματος της Αριάδνης και την ευρύτερη αρχιτεκτονική της εποχής.
Με την είσοδο του επισκέπτη, οι "αυλακώσεις" στο πάτωμα τον οδηγούν στο χώρο υποδοχής (στα δεξιά) ή στην εγκατάσταση-κατασκευή του "λαβύρινθου" (στα αριστερά). Ο χώρος υποδοχής έχει σχεδιαστεί σκόπιμα με αυστηρές γραμμές, για να δίνει στον επισκέπτη μια ιδέα για το τι πρόκειται να ακολουθήσει στους άλλους χώρους. Για την εγκατάσταση του "λαβύρινθου" επιλέχθηκε η ευρύτερη περιοχή του λόμπι. Εκεί ο επισκέπτης είναι σε θέση να "ανακαλύψει τον κόσμο" γύρω του, να δεχτεί εικόνες και αναμνήσεις, ενώ οι διάφορες διαδρομές που δημιουργήθηκαν σε αυτή την κατασκευή συμβολίζουν το ταξίδι του. Όσο ο επισκέπτης περιπλανάται και εξερευνά λαμβάνει ερεθίσματα, τα οποία ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο και του προκαλούν ποικιλία συναισθημάτων. Η κατασκευή του "λαβύρινθου" είναι μια προσωπική εμπειρία για τον καθένα· καθώς τον εξερευνά έρχεται σε επαφή με διάφορα υλικά, βλέπει αντανακλάσεις του εαυτού του και οδηγείται σε μια διαδικασία αναζήτησης και ενδοσκόπησης.
Η γεωμετρία του "λαβύρινθου" χρησιμοποιήθηκε για να εμπλουτίσει το ταξίδι του επισκέπτη, με στόχο να εμπνεύσει μνήμες που συνδέονται άμεσα με την αρχαία ελληνική ιστορία. Για παράδειγμα στο σχεδιασμό των δωματίων, ο λαβύρινθος κυριαρχεί στο χώρο είτε ως οπτικό στοιχείο (δισδιάστατη αναπαράσταση), είτε εξυπηρετεί κάποια λειτουργία (τρισδιάστατη κατασκευή).
Για το φωτισμό των χώρων χρησιμοποιήθηκαν γραμμικά φωτιστικά όπου ήταν απαραίτητο, σημειακά σποτ και κρυφός φωτισμός, ανάλογα με τις λειτουργικές και αισθητικές ανάγκες του κάθε χώρου. Πιο συγκεκριμένα, ο φωτισμός στην οροφή του "λαβύρινθου" ακολουθεί την πορεία της κάτοψης, με έναν πιο αφηρημένο τρόπο περιμετρικά, χρησιμοποιώντας καθαρά, κυκλικά μοτίβα προς το κέντρο. Σε συνδυασμό με τις φωτισμένες επιφάνειες του εσωτερικού του αυτό εμπλουτίζει την εμπειρία του επισκέπτη.
Οι χρωματισμοί περιορίζονται κυρίως σε γήινους τόνους. Το μπεζ (πηλός) κυριαρχεί σε όλους σχεδόν τους χώρους, ακολουθούμενο από το μαύρο (αμφορέας), το λευκό (ισορροπία), το χρυσό (ήλιος) και λεπτομέρειες από σκούρο πράσινο (φύση).
Εφαρμόζοντας αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητα στο ξενοδοχείο οι αρχιτέκτονες, μέσω ενός σύγχρονου πρίσματος, ικανοποιούν την επιθυμία ενός μεγάλου μέρους των ταξιδιωτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την ιστορία του χώρου.

Το κατάστημα των 25 m² βρίσκεται στο κέντρο των Ιωαννίνων. Μαύρες μεταλλικές γραμμές διαγράφουν στους τοίχους καθαρά γεωμετρικά σχήματα, εγκιβωτίζοντας διάφανες μεταλλικές βιτρίνες και ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Στρογγυλοί και οβάλ καθρέφτες τοποθετούνται με τρόπο που δημιουργεί πολλαπλές θεάσεις μέσα από τις αντανακλάσεις τους. Όλα τα έπιπλα, καθώς και το κεντρικό μεταλλικό φωτιστικό σε σχήμα U, σχεδιάστηκαν από τους αρχιτέκτονες ειδικά για το κατάστημα και κατασκευάστηκαν από τοπικούς τεχνίτες. Το γραμμικό φως που ξεκινά από τον κυρίως χώρο, αναδιπλώνεται από τον τοίχο στην οροφή και οδηγεί στο εργαστήριο του ιδιοκτήτη. Το μαύρο μωσαϊκό χρησιμοποιείται στο δάπεδο, καθώς και στα κύρια μονολιθικά έπιπλα. Κάθε στοιχείο είναι προσεκτικά σχεδιασμένο: η αρχιτεκτονική του χώρου, το φως, τα υλικά, η χρωματική παλέτα, τα έπιπλα. Όλα είναι συνδεδεμένα με έναν αρμονικό τρόπο. Στόχος υπήρξε η δημιουργία ενός καταστήματος που ξεφεύγει από τις τυπικές συνθετικές προσεγγίσεις των κοσμηματοπωλείων, προτείνοντας μια εναλλακτική προσέγγιση: μια εμπειρία περιπλάνησης του επισκέπτη σε έναν κόσμο κατασκευασμένο από τη φαντασία του ιδιοκτήτη - δημιουργού.

Με έμπνευση από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της νότιας Μεσογείου, η κατοικία διαρθρώνεται γύρω από μια κεντρική αυλή, επιτυγχάνοντας την αρμονική ένταξή της στο κατάφυτο τοπίο. Το στεγασμένο καθιστικό, που διαμορφώνεται εξωτερικά της κατοικίας, εκφράζει την έμφαση που αποδόθηκε στην προστασία των χώρων από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία, λόγω του θερμού κλίματος της περιοχής. Φωτογραφία: Alessandra Bello

KTIRIO Ostuni MG 02

Στα δωμάτια του ξενοδοχείου Casa Cook στην Ibiza, η ήπια χρωματική παλέτα διαμορφώνει ένα λειτουργικό open-space χώρο. Στοιχεία μινιμαλιστικής αισθητικής, από σκυρόδεμα, συνδυάζονται με φυσικά υλικά, δημιουργώντας μια αρμονική συνύπαρξη με το μεσογειακό τοπίο.

KTIRIO Casa Cook Ibiza 01

 

Η ανάδειξη του μεσογειακού τοπίου αποτέλεσε την κεντρική ιδέα σχεδιασμού της κατοικίας Issa Megaron, που βρίσκεται στο νησί Vis της Κροατίας. Στο ισόγειο διαμορφώνεται ένας ενιαίος χώρος κουζίνας, τραπεζαρίας και καθιστικού, με θέα προς την πισίνα και τον ανοιχτό ορίζοντα του τοπίου. Ο νότιος προσανατολισμός παρέχει φυσική σκίαση, ενώ τα εκτεταμένα ανοίγματα ενοποιούν τον εσωτερικό χώρο με τον εξωτερικό. Φωτογραφία: Damir Fabijanic

Ο λευκός όγκος της νησίδας είναι τοποθετημένος στον ενιαίο χώρο, δίνοντας την εντύπωση ότι αιωρείται πάνω από πάτωμα. Οι εμφανείς ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και τα φωτιστικά σώματα προσδίδουν μια κομψή ατμόσφαιρα σε μία κατά τα άλλα μινιμαλιστική αρχιτεκτονική.

Μετατροπή αρχοντικού του 19ου αιώνα σε Boutique hotel, στη Σαντορίνη. Στο λουτρό του "Μπλε δωμάτιου επιλέχθηκε εξοπλισμός με "παλιομοδίτικο" ύφος, ενώ στα δάπεδα τοποθετήθηκαν πλακίδια με παραδοσιακά μοτίβα σε συνδυασμό με πατητό τσιμεντοκονίαμα. Φωτογραφία: Παναγιώτης Τερζόπουλος

Στο λουτρό της κατοικίας σε ιστορικό κτίσμα στον Παρνασσό, το υπάρχον λίθινο κέλυφος διατηρήθηκε και συνδυάστηκε με επιφάνειες από πατητό τσιμεντοκονίαμα και ξύλινα στοιχεία, προσδίδοντας μια ξεχωριστή υλικότητα στο χώρο. Φωτογραφία: Παναγιώτης Βουμβάκης

 

Ο παρών ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησης.