Οι λέβητες συμπύκνωσης αναπτύχθηκαν για την πρόσθετη εκμετάλλευση της θερμότητας (ενθαλπίας συμπύκνωσης των υδρατμών) των καυσαερίων, δηλαδή της ανώτερης θερμογόνου δύναμης του καυσίμου, και χρησιμοποιούνται για εφαρμογές παρόμοιες με αυτές των κοινών λεβήτων θερμού ύδατος. Πρόκειται ουσιαστικά για λέβητες αέριων καυσίμων, αλλά υπάρχουν και ορισμένοι λέβητες πετρελαίου. Σε ένα λέβητα συμπύκνωσης είναι δυνατό να αξιοποιηθεί περίπου το 50 έως 80% της λανθάνουσας θερμότητας των υδρατμών, επιτυγχάνοντας βαθμό απόδοσης μέχρι 107% περίπου. Από κατασκευαστική άποψη, υπάρχει η δυνατότητα της συμπύκνωσης των υδρατμών μέσα στον ίδιο το λέβητα, λύση που απαιτεί κατάλληλο σχεδιασμό του καυστήρα, του λέβητα και της καπνοδόχου ή της συμπύκνωσης των υδρατμών σε πρόσθετο εναλλάκτη θερμότητας, ο οποίος επιτρέπει τη χρήση ενός συμβατικού λέβητα.
Οι μπανιέρες και οι ντουζιέρες υδρομασάζ διαθέτουν οπές στα τοιχώματά τους, στις οποίες τοποθετούνται ειδικά ακροφύσια που ονομάζονται εκτοξευτήρες. Με τους εκτοξευτήρες διαβιβάζεται με πίεση ο αέρας ή το μείγμα νερού με αέρα. Οι εκτοξευτήρες μπορεί να ποικίλλουν σε αριθμό και να διαφέρουν σε σχήμα, ώστε η ροή του αέρα να μην είναι ευθεία ή να είναι υπό κλίση, με δυνατότητα προσαρμογής σε διάφορες κατευθύνσεις. Ανάλογα με την ποσότητα αέρα που εισρέει από τους εκτοξευτήρες στο νερό της μπανιέρας, δημιουργείται μια κατάσταση τύρβης του νερού, η οποία ασκεί το μασάζ στο σώμα του λουόμενου.
Στα σύγχρονα συστήματα υπάρχει η δυνατότητα ρύθμισης της ποσότητας του αέρα που εισρέει στο μπάνιο και κατά συνέπεια της έντασης της τύρβης του νερού. Ο αριθμός και η διάταξη των εκτοξευτήρων είναι μελετημένα ανάλογα με το σχήμα της μπανιέρας, έτσι ώστε να παρέχουν ολοκληρωμένο μασάζ στο σώμα. Κάθε εκτοξευτήρας είναι εφοδιασμένος με βαλβίδα αντεπιστροφής και τροφοδοτείται με αέρα μέσα από εύκαμπτους αγωγούς PVC από κεντρικό συλλέκτη αέρα. Το σύστημα μπορεί να περιλαμβάνει επίσης γεννήτρια όζοντος, που εμπλουτίζει με όζον τον αέρα που διοχετεύεται στη μπανιέρα, καθώς αυτό το στοιχείο έχει απολυμαντική και θεραπευτική δράση.
Οι σύγχρονες μπανιέρες υδρομασάζ μπορεί να είναι εξοπλισμένες με πίνακα ελέγχου, που λειτουργεί με πολύ χαμηλή τάση για λόγους ασφάλειας. Οι εκτοξευτήρες μπορεί εξάλλου να παρέχουν στο νερό της μπανιέρας μόνον αέρα υπό πίεση στην ίδια θερμοκρασία του νερού. Σε μερικά συστήματα υπάρχει επιλογή μεταξύ αέρα και μείγματος αέρα και νερού.
Η μορφή των εκτοξευτήρων μπορεί επίσης να ποικίλλει. Οι εκτοξευτήρες μπορεί να παρέχουν ροή προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις, οι οποίες συνήθως ρυθμίζονται με περιστροφή. Υπάρχουν όμως εκτοξευτές περιφερειακής ροής, οι οποίοι παρέχουν ομοιόμορφη ροή από οπές στην περιφέρειά τους. Το σύστημα μπορεί επιπλέον να περιλαμβάνει αυτόματο άδειασμα της μπανιέρας κατά ζώνες, με δυνατότητα διακοπής σε μια ορισμένη ζώνη.
Τα συστήματα βασίζονται συνήθως στους τυπικούς επίπεδους ηλιακούς συλλέκτες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται και στα ηλιακά θερμοσιφωνικά συστήματα. Αντίστοιχα, η ηλιακή ενέργεια που συλλέγεται από τους ηλιακούς συλλέκτες αποθηκεύεται στο θερμοδοχείο και κατόπιν θερμαίνεται το νερό που θα χρησιμοποιηθεί στο σύστημα θέρμανσης χώρου.
Το σύστημα συμπληρώνεται από ενδοδαπέδια θέρμανση. Η χρήση του δαπέδου ως θερμαντικού σώματος είναι το χαρακτηριστικό που προσδίδει στη θέρμανση δαπέδου σημαντικά πλεονεκτήματα. Εξαιτίας της ομοιόμορφης κατανομής της θερμότητας, καθώς και των πολύ χαμηλών απωλειών του δαπέδου και της σωστής διαστρωμάτωσης της θερμοκρασίας καθ’ ύψος εξασφαλίζεται η δυνατότητα επίτευξης συνθηκών άνεσης με τη θερμοκρασία χώρου χαμηλότερη τουλάχιστον κατά 2°C. Ο συνδυασμός ηλιακού συστήματος και ενδοδαπέδιας θέρμανσης μπορεί να επιφέρει μείωση μέχρι και 50% συγκριτικά με ένα συμβατικό λέβητα με θερμαντικά σώματα. Σε περίπτωση ύπαρξης κολυμβητικής δεξαμενής το νερό μπορεί να θερμανθεί με τη χρήση πλακοειδούς εναλλάκτη.
Τα ζευκτά είναι δικτυωτοί φορείς, με μορφή που εξαρτάται από το άνοιγμα και τη μορφολογία της στέγης, καθώς και από τη θέση τους στην κάτοψη. Βασικά στοιχεία τους είναι:
• Οι αμείβοντες ή ψαλίδια. Είναι οι δύο ράβδοι που σχηματίζουν τις κλίσεις του ζευκτού.
• Ο ελκυστήρας ή πέλμα ή φτέρνα. Είναι η οριζόντια ράβδος, η οποία παραλαμβάνει τις οριζόντιες τάσεις.
• Ο ορθοστάτης ή "μπαμπάς". Είναι η κατακόρυφη ράβδος.
• Οι αντηρίδες. Είναι οι διαγώνιες ράβδοι.
Δευτερεύοντα στοιχεία είναι οι τεγίδες, οι επιτεγίδες, το σανίδωμα και τα αντιανέμια. Οι τεγίδες είναι ξύλινες δοκοί, μικρών συνήθως διαστάσεων (καδρόνια) που τοποθετούνται παράλληλα με τον άξονα της στέγης, συνδέοντας τα ζευκτά και φέρουν τις επιτεγίδες ή το σανίδωμα, όπου αυτό απαιτείται. Οι επιτεγίδες τοποθετούνται κάθετα στις τεγίδες, ακολουθούν την κλίση της στέγης και εδράζονται στις τεγίδες μέσω ηλώσεων. Τα αντιανέμια ή αντιανέμιοι σύνδεσμοι απαγορεύουν τη μετακίνηση, τον πλευρικό καμπτικό και στρεμπτοκαμπτικό λυγισμό εντός και εκτός επιπέδου των ζευκτών, εξασφαλίζοντας τη σταθεροποίησή τους. Τα πέλματα εδράζονται στα υποστυλώματα ή στις τοιχοποιίες με τα άκρα τους ή με ενδιάμεσες στηρίξεις. Σε περίπτωση που υπάρχει άνοιγμα μεγαλύτερο των 6,0 m χωρίς να υπάρχει στήριξη σε ενδιάμεσο σημείο, τότε το πέλμα κατασκευάζεται αναρτημένο σε ένα ή περισσότερα σημεία του.
Το σύστημα ανακύκλωσης του νερού της πισίνας περιλαμβάνει ένα σύστημα εξαγωγής του νερού προς απολύμανση και ένα σύστημα επιστροφής του στη δεξαμενή. Για την εξαγωγή του νερού, στις δημόσιες πισίνες, στις σύγχρονες πισίνες μεγάλου μεγέθους, καθώς και σε πισίνες με καμπύλα ή πολυγωνικά σχήματα χρησιμοποιούνται κανάλια περιμετρικής υπερχείλισης, ενώ στις μικρές χρησιμοποιούνται μηχανισμοί εξάφρισης (skimmer). Τα περιμετρικά κανάλια αποτελούν τις πλέον ενδεδειγμένες λύσεις, καθώς το εξερχόμενο νερό παρασύρει όλα τα επιπλέοντα αντικείμενα, διατηρώντας την επιφάνεια της πισίνας καθαρή. Συγχρόνως εξασφαλίζεται η άμεση απόσβεση των κυματισμών του νερού. Η εισαγωγή του νερού γίνεται συνήθως από τον πυθμένα, εξασφαλίζοντας συνθήκες καλής κυκλοφορίας. Η τοποθέτηση του συστήματος υπερχείλισης γίνεται είτε στο εσωτερικό των τοιχωμάτων της πισίνας (κατακόρυφη τοποθέτηση) είτε στο κράσπεδο της πισίνας, διατρέχοντας την περίμετρο (οριζόντια τοποθέτηση).
Στην πρώτη περίπτωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν διακεκριμένα στόμια ή ενσωματωμένα ανοικτά κανάλια, τοποθετημένα κοντά στο άνω άκρο της δεξαμενής, σε όλη την περίμετρο. Το πλάτος του αυλακιού υπερχείλισης οριζόντιας τοποθέτησης κυμαίνεται μεταξύ 20 - 40 cm. Επί του συστήματος υπερχείλισης απαιτείται η προσαρμογή μιας σχάρας, συνήθως από PVC ή ανοξείδωτο χάλυβα, η οποία φέρει εγκοπές πάχους περίπου 25 mm.
Γενικά, το νερό της πισίνας πρέπει να είναι πόσιμο και να διατηρείται σ' αυτήν την κατάσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης της. H απαραίτητη επεξεργασία του νερού της πισίνας συνίσταται στην απαλλαγή του από σωματίδια και μικροοργανισμούς, καθώς και στον έλεγχο της χημικής συμπεριφοράς του (pH, ιόντα, άλατα κτλ.). Tο κύκλωμα επεξεργασίας βασίζεται στην ανακυκλοφορία του νερού της δεξαμενής και περιλαμβάνει το σύστημα αναρρόφησης (απαγωγής) του χρησιμοποιημένου νερού, την αντλία κυκλοφορίας του νερού με ή χωρίς προφίλτρο, το φίλτρο καθαρισμού, το σύστημα απολύμανσης, τον έλεγχο του pH και το σύστημα επιστροφής (προσαγωγής) του επεξεργασμένου νερού στη δεξαμενή. Tο νερό απομακρύνεται από τη δεξαμενή και εισάγεται στο κύκλωμα επεξεργασίας μέσω των καναλιών ή των στομίων υπερχείλισης και των στομίων εκκένωσης (πυθμένα). Aρκετοί επιπλέοντες ρύποι συγκρατούνται στα περιμετρικά κανάλια υπερχείλισης ή στα αντίστοιχα στόμια, χωρίς να επιβαρύνουν το κύκλωμα. Πριν από την αντλία συνήθως τοποθετείται φίλτρο για τη συγκράτηση στερεών που είναι πιθανόν να τη βλάψουν (προφίλτρο ή τριχοπαγίδα). Oι βασικοί τύποι φίλτρων είναι οι εξής:
• Φίλτρα άμμου
Tα σωματίδια που αιωρούνται στο νερό συγκρατούνται στο εσωτερικό της πορώδους μάζας της άμμου. Tο κύκλωμα πρέπει να διαθέτει σύστημα αναστροφής της κυκλοφορίας του νερού για την έκπλυση του φίλτρου για να μη φράσσεται από τα σωματίδια.
• Φίλτρα με γη διατόμων
H διήθηση γίνεται μέσα από πολύ λεπτόκοκκα υλικά, συνήθως πυριτικής σύστασης, που αντικαθίστανται περιοδικά.
• Φίλτρα με φυσίγγια
Tα σωματίδια συγκρατούνται από εκτεταμένες επιφάνειες υφασμάτων εμποτισμένων με ρητίνες. Αυτά τα φίλτρα μπορούν να αφαιρεθούν και να καθαρισθούν.
Σε επενδύσεις χρησιμοποιούνται σανίδες που προέρχονται από υγιή ξυλεία και δεν παρουσιάζουν σχισμές, στρεβλώσεις ή προσβολές από παράσιτα. H μέγιστη ανεκτή διάμετρος ρόζων είναι 45 mm, ενώ η υγρασία του ξύλου κατά την τοποθέτηση της επένδυσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 14%. Στερεώνονται με καρφιά, βίδες ή στηρίγματα επάνω σε σκελετό από καδρόνια που τοποθετούνται σε απόσταση 30-60 cm μεταξύ τους. Tο διάκενο αερισμού που δημιουργείται από το σκελετό πρέπει να έχει πάχος τουλάχιστον 1,5 cm για τους μόνιμα υγρούς χώρους (κουζίνες, λουτρά κτλ.) και 1 cm για τους υπόλοιπους. Aν τα καδρόνια είναι οριζόντια, δεν επιτρέπεται να είναι συνεχή για να μην εμποδίζουν τα ρεύματα αέρα.
Στις απολήξεις της επένδυσης στο δάπεδο και στην οροφή πρέπει να αφήνονται μικρά περιθώρια, που κατόπιν καλύπτονται με περιμετρικό αρμοκάλυπτρο (σοβατεπί). Σε τοίχους απόλυτα επίπεδους και σταθερούς, μπορεί η επένδυση να καρφωθεί ή να επικολληθεί στην επιφάνειά τους. Στην περίμετρο αφήνεται περιθώριο 6 - 10 mm. Tα ξύλα δέχονται προστατευτικά βερνίκια για μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο. H επιλογή της φοράς τοποθέτησης των σανίδων εξαρτάται από το αισθητικό αποτέλεσμα που επιδιώκεται.
Οι προκατασκευασμένες πισίνες κατασκευάζονται εργοστασιακά και μεταφέρονται στο εργοτάξιο ολόσωμες ή σε τμήματα, τα οποία συναρμολογούνται επί τόπου. Σε γενικές γραμμές, οι ολόσωμες προκατασκευασμένες πισίνες κρίνονται κατάλληλες για διαστάσεις έως 12,0 x 5,5 (m), με σχετικά περιορισμένο βάθος.
Οι μεταλλικές πισίνες κατασκευάζονται από αλουμίνιο ή γαλβανισμένο χάλυβα. Οι πισίνες αλουμινίου αποτελούνται κατά κανόνα από ένα φύλλο και διατίθενται ολόσωμες. Μετά την εκσκαφή, διαμορφώνεται ο πυθμένας με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος. Ο οπλισμός του σκυροδέματος επιλέγεται σύμφωνα με τις διαστάσεις και το βάθος της δεξαμενής και έχει συνήθως τη μορφή πλέγματος. Κατά κανόνα η εκσκαφή και η διάστρωση του πυθμένα γίνονται σε διαστάσεις οι οποίες εξέχουν κατά ένα μέτρο περιμετρικά από το σημείο έδρασης των τοιχωμάτων της δεξαμενής. Σε ορισμένες εφαρμογές διαμορφώνονται πέδιλα διαστάσεων 70 x 30 (cm), επάνω στα οποία εδράζονται και σταθεροποιούνται οι αντηρίδες αντιστήριξης των πλευρικών τοιχωμάτων. Ακολουθεί η έγχυση σκυροδέματος περιμετρικά της κατασκευής με σκοπό την σταθεροποίηση του φέροντος οργανισμού. Κατόπιν συναρμολογείται ο μεταλλικός σκελετός της πισίνας, ενώ παράλληλα εκτελείται η εγκατάσταση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού.
Ακολουθεί η πλήρωση του σκάμματος της εκσκαφής με σκυρόδεμα. Σ' αυτό το στάδιο γίνεται και η διαμόρφωση των σκαλοπατιών εισόδου. Ακολουθεί η τοποθέτηση της μεμβράνης επένδυσης, η τοποθέτηση των επιχείλιων στέψης και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
Οι συνθετικές πισίνες κατασκευάζονται κυρίως από πολυεστέρα, ενισχυμένο με ίνες υάλου (fiberglass). Οι συνθετικές πισίνες δεν απαιτούν εσωτερική επένδυση, σε αντίθεση με τις μεταλλικές. Η τοποθέτηση των συνθετικών δεξαμενών ακολουθεί την εκσκαφή του εδάφους και την κατάλληλη προετοιμασία του πυθμένα, στον οποίο διαστρώνεται λεπτή άμμος σε πάχος 15 cm ή δημιουργείται υπόστρωμα από ελαφρώς οπλισμένο σκυρόδεμα. Στις δεξαμενές μεγάλων διαστάσεων απαιτείται συνήθως η κατασκευή ισχυρής βάσης οπλισμένου σκυροδέματος. Μετά την τοποθέτηση της πισίνας, τα κενά μεταξύ των πρανών της εκσκαφής και της δεξαμενής συμπληρώνονται με άμμο ή αραιό σκυρόδεμα. Κατά τη διαδικασία αυτή η άνω ακμή της πισίνας σταθεροποιείται με τη χρήση πρόσκαιρων δοκίδων προς αποφυγή ενδεχόμενης μετακίνησης από την πίεση του νωπού σκυροδέματος.
Ακολουθεί η πλήρωση της πισίνας με νερό, με στόχο τη συμπύκνωση του εδάφους έδρασης, η οποία κρίνεται απαραίτητη λόγω του περιορισμένου βάρους των συνθετικών υλικών.
Κατά τη διαδικασία τοποθέτησής της, η οποία είναι όμοια με εκείνη της κοινής γυψοσανίδας, τα ακόλουθα σημεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Όσον αφορά στην κατασκευή του σκελετού στήριξης:
• Απαιτείται η τοποθέτηση επαρκών στοιχείων ενίσχυσης του σκελετού στα σημεία στήριξης της μπανιέρας, των υδραυλικών εγκαταστάσεων, καθώς και λοιπών στοιχείων όπως χειρολαβές, κρεμάστρες κτλ.
• Μεταξύ του σκελετού και των διαφόρων εξαρτημάτων πρέπει να αφήνονται αποστάσεις ίσες με το πάχος της γυψοσανίδας.
• Η εγκατάσταση της μπανιέρας ή της ντουζιέρας οφείλει να προηγείται της τοποθέτησης της γυψοσανίδας.
Κατά την τοποθέτηση των γυψοσανίδων:
• Οι αποστάσεις μεταξύ των βιδών δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 20 cm, ενώ στους αρμούς μεταξύ των πετασμάτων πρέπει να εφαρμόζεται υδρόφοβο υλικό συγκόλλησης, κατάλληλο για κεραμικά πλακίδια.
• Μεταξύ του κατώτερου άκρου της γυψοσανίδας και του χείλους της μπανιέρας ή ντουζιέρας πρέπει να διαμορφώνεται κενό 7 mm.
Πριν από την τοποθέτηση των κεραμικών πλακιδίων:
• Στους αρμούς γύρω από τη μπανιέρα ή τη ντουζιέρα, καθώς και στις κεφαλές των στοιχείων συγκράτησης της γυψοσανίδας εφαρμόζεται υδρόφοβο υλικό συγκόλλησης, κατάλληλο για κεραμικά πλακίδια.
Σε επιφάνειες γυψοσανίδας που δεν πρόκειται να επενδυθούν με πλακίδια εφαρμόζονται κατά κανόνα βαφές ελαστικού γαλακτώματος (λάτεξ) σε δύο στρώσεις. Επιπρόσθετα μέτρα λαμβάνονται σε περιπτώσεις που απαιτείται η εξασφάλιση ηχομόνωσης ή πυροπροστασίας.
Η χρήση των ανθυγρών γυψοσανίδων δεν συνιστάται για επιφάνειες που πρόκειται να υποστούν άμεση και συνεχή έκθεση στο νερό ή σε ιδιαίτερα υψηλή υγρασία, όπως σε σάουνες, σιντριβάνια, πισίνες κτλ. Σε ανάλογες περιπτώσεις προτιμάται η χρήση τσιμεντοσανίδων. Δεν συνιστάται επίσης για τη διαμόρφωση εξωτερικών τοίχων και για την επένδυση εσωτερικών οροφών δίχως τη διαμόρφωση κατάλληλου σκελετού στερέωσης.