Μεταλλική επέκταση κατοικίας στα Βρέσθενα Λακωνίας
Ο οικισμός βρίσκεται στην οροσειρά του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 800 m, όπου οι οικοδομικές παρεμβάσεις της εποχής 1960 - 1980 –συνήθως χωρίς αξιόλογα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά– αποτελούν τη λειτουργική και μορφολογική συνέχεια των παλαιών λιθόκτιστων κτισμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μία επέκταση κατοικίας θεωρήθηκε αναγκαίο να διαφοροποιηθεί σημαντικά μορφολογικά, δίνοντας το στίγμα της εποχής που κατασκευάζεται και σεβόμενη παράλληλα το περιβάλλον, στο οποίο βρίσκεται.
Η στασιμότητα του συνθετικού λεξιλογίου τόσο των νέων, όσο και των πρόσθετων κατασκευών σε οικισμούς παρόμοιους με τα Βρέσθενα ανά την επικράτεια προκάλεσε την ανάγκη για μία αρχιτεκτονική δήλωση, που αφορά στην ενσωμάτωση νέων αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων μέσα στο σώμα αυτών των οικισμών χωρίς μιμητική διάθεση.
Αξιοποιώντας αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του υφιστάμενου κτιρίου (λιθόκτιστη κατασκευή), αλλά και του οικισμού (την αμφιθεατρική ανάπτυξή του, πυκνή βλάστηση κ.ά.), διαμορφώθηκε μία μεταλλική προσθήκη με γυαλί, προκειμένου να φιλοξενήσει τις πιο εξωστρεφείς δραστηριότητες (φαγητό και διημέρευση).
Το υφιστάμενο κτίριο, αποτελούμενο από δύο ορθογώνιους όγκους δύο επιπέδων, ένα λιθόκτιστο των αρχών του 1900 και ένα δεύτερο, μικρότερο σε έκταση, κατασκευασμένο τη δεκαετία του 1970, ήταν ένα τυπικό εξοχικό σπίτι για χρήση μερικές ημέρες το χρόνο, ενώ το ισόγειο ήταν αδιαμόρφωτο. Η αρχική απαίτηση ήταν η δημιουργία μόνο ενός κλιμακοστασίου που να ενώνει τα δύο επίπεδα, οι ποιότητες όμως του περιβάλλοντος χώρου απαιτούσαν μία πολύ πιο άμεση σχέση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου στο ισόγειο. Το κτιριολογικό πρόγραμμα μεταβλήθηκε με τη μεταφορά των κύριων χρήσεων στο επίπεδο του ισογείου, με τμήμα του υφιστάμενου κτιρίου να συνενώνεται με την επέκταση, δημιουργώντας έναν ενιαίο χώρο.
Στόχος ήταν το μέταλλο της επέκτασης να καθιστά ξεκάθαρα διακριτή τη σύγχρονη προσθήκη από το υφιστάμενο κτίριο στο εξωτερικό, όμως εσωτερικά να εμπλέκεται με τα στοιχεία της προσθήκης του 1970 (υποστυλώματα και δοκάρια από σκυρόδεμα). O κάνναβος που δημιουργεί η νέα κατασκευή σταδιακά μειώνεται σε ύψος, αφήνοντας το γυαλί να προσφέρει τη διαφάνεια προς τον οικισμό και τον περιβάλλοντα χώρο και διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα δώμα για τον όροφο.
Ο βορινός προσανατολισμός και οι χαμηλές θερμοκρασίες που
επικρατούν στον ορεινό οικισμό, αποτέλεσαν την ευκαιρία να δημιουργηθεί μία μεταλλική προσθήκη, τα ανοίγματα της οποίας θα αποτελούνται κατ’ αποκλειστικότητα από υαλοπίνακες, σταθερούς και επάλληλα ανοιγόμενους. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρόταση, στα περισσότερα σημεία της Ελλάδας θα απαιτούσε σημαντική ενέργεια για ψύξη κατά τους θερινούς μήνες, όμως με τις συνθήκες προσανατολισμού και κλίματος στη συγκεκριμένο σημείο, οι απαιτήσεις ψύξης ήταν ελάχιστες. Οι μεγάλες επιφάνειες υαλοπινάκων όρισαν τη χρήση ενδοδαπέδιας θέρμανσης για ομοιόμορφη κατανομή της θερμότητας και για την αποφυγή συμπυκνώσεων στους υαλοπίνακες. Λόγω της ανακαίνισης σημαντικού ποσοστού του υφιστάμενου εξωτερικού κελύφους, υπήρχε απαίτηση η συνολική ενεργειακή κλάση μετά τις παρεμβάσεις να είναι Β+. Λόγω των μεγάλων ανοιγμάτων το τελικό διάκενο των υαλοπινάκων αυξήθηκε από 12 mm σε 15 mm, διαμορφώνοντας την τελική δομή των κουφωμάτων αλουμινίου με θερμοδιακοπή και τρίπλεξ υαλοπίνακες 4+4 - 15 - 4 με επίστρωση χαμηλής εκπομπής (low-e), βελτιώνοντας τις ελάχιστα απαιτούμενες θερμομονωτικές ιδιότητες παλαιού και νέου κτιρίου. Αν και υπάρχει υποδομή για τοποθέτηση εσωτερικών υφασμάτινων ρολών για σκίαση και ιδιωτικότητα, οι ιδιοκτήτες επιθυμούσαν το πλαίσιο της θέας να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο λιτό με τη μεταλλική κατασκευή να είναι εντελώς εμφανής και από το εσωτερικό.
Η θερμομόνωση της μεταλλικής κατασκευής ήταν επίσης μία μεγάλη πρόκληση. Τα εσωτερικά μεταλλικά στοιχεία έπρεπε να μην έχουν καμία επαφή με τα εξωτερικά, τόσο στις κατακόρυφες, όσο και στις οριζόντιες επιφάνειες. Το τελικό ύψος της άνω στάθμης της νέας κατασκευής, λόγω της χρήσης της ως εξώστη του υφιστάμενου ορόφου, περιόριζε σημαντικά τις διαθέσιμες λύσεις, ενώ η απαίτηση για στατική υποστήριξη της πέργκολας του δώματος από την ισόγεια μεταλλική κατασκευή, χωρίς να στηρίζεται στο υφιστάμενο κτίριο, δημιουργούσε στατικά ζητήματα και θερμογέφυρες σε πολλά σημεία.
Επιλέχθηκε να διαμορφωθούν δύο στατικά ανεξάρτητοι φορείς με ενδιάμεση θερμομόνωση, λύνοντας ταυτόχρονα και το ζήτημα της στατικής υποστήριξης και της θερμομόνωσης. Ως προς τους στατικούς φορείς, ο εξωτερικός υποστηρίζει τις πέργκολες του δώματος και ο εσωτερικός φέρει τη σύμμεικτη πλάκα. Η θερμομόνωση από εξηλασμένη πολυστερίνη έπρεπε να τοποθετηθεί επάνω από τη σύμμεικτη κατασκευή, να γίνει υγροπροστασία και έπειτα να τοποθετηθεί ο σκελετός για το deck, με τρόπο που να αντέχει τις έντονες συστολοδιαστολές. Ουσιαστικά το deck του δώματος μαζί με το σκελετό του αποτελούν πλωτά δάπεδα εξωτερικού χώρου, με διπλή στρώση υγρομόνωσης. Στις κατακόρυφες επιφάνειες μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού υποστυλώματος τοποθετήθηκε πετροβάμβακας.
Εκ του αποτελέσματος η χαμηλή κρέμαση που προσφέρει η μεταλλική κατασκευή ευνοεί την τοποθέτηση πολύ μεγάλων γυάλινων επιφανειών, ενώ οι σύγχρονες λύσεις κουφωμάτων και υαλοπινάκων μπορούν να διασφαλίσουν τις συνθήκες θερμικής άνεσης και την κάλυψη των απαιτούμενων ενεργειακών κλάσεων.
Στοιχεία έργου
Αρχιτεκτονική μελέτη, κατασκευή και επίβλεψη:
Σπύρος Τζινιέρης
Στατική μελέτη:
Κώστας Αλεξάνδρου
H/M μελέτη:
Βασίλης Χαντζάκος
Εμβαδό:
130 m² υφιστάμενα + 56 m² προσθήκης
Χρόνος κατασκευής:
2018 - 2019
Παρουσίαση:
Σπύρος Τζινιέρης
Φωτογραφίες:
Πυγμαλίων Καρατζάς