Μια μικρή Κατοικία - Μουσείο στον Παρνασσό
Στους πρόποδες του Παρνασσού μια πατρική κατοικία αναβιώνει ιστορίες δεκαετιών. Πετρόχτιστη, σκοτεινή και καθ' όλα μυστηριώδης, επαναφέρει βιώματα και μνήμες.
Το παρόν χτίσμα, έφερε για χρόνια την ιδιότητα του κρατικού μονοπωλίου, με τη μορφή που υπήρχε στην Ελλάδα πριν τέσσερις δεκαετίες. Δεκάδες έμποροι έφταναν καθημερινά εκεί για να προμηθευτούν οινόπνευμα, σπίρτα, πετρέλαιο, τραπουλόχαρτα, αλάτι.
Σήμερα, έπειτα από σαράντα χρόνια, το οίκημα αλλάζει χρήση, παίρνοντας τη μορφή μιας κατοικίας - μουσείου, το οποίο καλείται να καλύψει ταυτόχρονα ανάγκες διημέρευσης, αλλά και έκθεσης συλλεκτικών αντικειμένων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το "μονοπώλιο" αναβιώνεται ως τόπος θύμησης. Διάστικτος από ιδιότητες, στοιχειωμένος από συνειρμούς, ασυνείδητα πάντοτε ενεργός. Εγγεγραμμένος σε ανθρώπινες αναμνήσεις, γίνεται ξανά κατώφλι εμπειριών.
Ο χώρος αποκτά κλίμακα, σημασίες και ετερογένεια μέσα από τη θυμική και τη συναισθηματική μέριμνα του νέου χρήστη. Ο ίδιος αναφέρεται σε μια πράξη εμπειρική, σε ένα συνεχές παιχνίδι νοηματοδοτήσεων. Τα πάντα αντανακλούν μια ανθρώπινη εικόνα. Όλα μιλούν σε εκείνον, για εκείνον. Το τοπίο τού είναι ζωντανό.
Η εν λόγω αρχιτεκτονική μεταφορά υλοποιείται μέσω ενός κεντρικού συνθετικού στοιχείου, αυτού της ξύλινης προθήκης. Εκείνη φέρει τα κειμήλια του μονοπωλίου, μα και δεκάδες άλλα μοναδικά έργα τέχνης. Η ξύλινη αυτοφερόμενη κατασκευή τοποθετείται επάνω σε μια σύγχρονη στέρεη βάση.
Η φόρμα του συμπαγούς βάθρου μεταβάλλεται στις τρεις διαστάσεις καθ' όλο το μήκος της κατοικίας. Τα δύο στοιχεία λειτουργούν ως ένα σύστημα ετεροχρονικών αναφορών, απευθυνόμενα τόσο στην ιστορία του κτίσματος, όσο και στον τρόπο, με τον οποίο ο νέος του χρήστης καλείται να οικειοποιηθεί το χώρο.
Το βλέμμα κατευθύνεται από τα αντικείμενα και το μυστηριακό φως. Η αφή ψηλαφίζει την ύλη. Το δέρμα διαβάζει το βάρος, την πυκνότητα, τη θερμοκρασία. Η οπτική και απτική αίσθηση καθορίζουν την ένταση της εμπειρίας. Χάρη σ' αυτές γίνεται αντιληπτή η σύσταση και η αδρότητα των στοιχείων του χώρου.
Τα φυσικά υλικά προδίδουν την ηλικία, εξιστορούν μια καταγωγή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο σμιλεύθηκαν. Οι πατίνες της φθοράς σκιαγραφούν το πέρασμα ετών. Τα χρώματα, οι υφές πλάθουν μια ετεροτοπία ιδιαίτερη, δίνοντας αφορμές για μια ξεχωριστή μορφή κατοίκησης, με όρους μνήμης και αναπόλησης.
Με γνώμονα τη σωματική, οπτική και νοητική κίνηση στα επί μέρους τμήματα του κτίσματος, ο σχεδιασμός στοχεύει σε μια συνολική βιωματική εμπειρία, άμεσα συσχετισμένη με το χρόνο και την ανάμνηση.
Υλικότητα
Η υλικότητα αποτέλεσε πολύ σημαντικό παράγοντα στο σχεδιασμό. Κατά την πρώτη επίσκεψη των μελετητών, οι υπάρχοντες τοίχοι και το χωμάτινο δάπεδο γυάλιζαν από το αλάτι που τόσο χρόνια πωλούνταν στο μονοπώλιο. Το εν λόγω στοιχείο τους οδήγησε στην επιλογή ενός χυτού υλικού με εμφανή κοκκομετρία, ως βασική αναφορά στην ταυτότητα του χώρου.
Οι ξύλινες κατασκευές, σε συνδυασμό με τα καινούρια ξύλινα κουφώματα εμφανίζουν στο τελείωμά τους αποτυπωμένη μια πατίνα, όμοια με εκείνη των υφιστάμενων στοιχείων. Στόχος η εναρμόνιση παλαιών και νέων υλικών.
Το υπάρχον λίθινο κέλυφος διατηρήθηκε ακέραιο στην αρχική του μορφή, έπειτα από την απαραίτητη εξυγίανση αρμών και τη σημειακή αποκατάσταση φθορών.
Στοιχεία έργου
Aρχιτεκτονική Μελέτη: Tsolakis Architects, Γεώργιος Τσολάκης, Ελένη Λαγκάρη, Φωτεινή Λιάκου
H/M Mελέτη: Optronics S.A.
Eπiβλεψη: Optronics S.A.
Tεχνική Εταιρία Κατασκευής: Optronics S.A.
Toποθεσία: Παρνασσός
Συνολικό εμβαδό κτιρίου: 80 m²
Xρόνος Μελέτης: 2017Α
Xρόνος Κατασκευής: 2018
Παρουσίαση: Tsolakis Architects
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Βουμβάκης